Μία όχι ιδιαίτερα θετική πραγματικότητα συνεχίζει να συντηρείται για πολλές 10ετίες στην ελληνική αγορά εργασίας. Πρόκειται για τις τεράστιες ανισότητες που υπάρχουν στις αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών, έτσι όπως αυτές καταγράφονται από τα στοιχεία της Στατιστική Αρχής. Με το μισθολογικό χάσμα να κυμαίνεται από 8,6% έως και 40,5%, οι διαφορές δεν περιορίζονται μόνο στο φύλο, αλλά επεκτείνονται σε επαγγελματικούς τομείς και επίπεδα εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, οι γυναίκες στην Ελλάδα λαμβάνουν κατά μέσο όρο 16,5% χαμηλότερες αποδοχές από τους άνδρες για ίση εργασία. Αυτό σημαίνει πως για κάθε 1 ευρώ που κερδίζει ένας άνδρας, μια γυναίκα κερδίζει μόλις 0,84 ευρώ. Ακόμα και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπου το μισθολογικό χάσμα φτάνει το 13%, οι γυναίκες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν μειονεκτήματα. Για να καλύψουν τη διαφορά, οι γυναίκες χρειάζεται να εργάζονται περίπου 1,5 μήνα περισσότερο κάθε χρόνο.
Η ΕΛΣΤΑΤ καταδεικνύει ότι οι υψηλότερες αποδοχές στην ελληνική αγορά καταγράφονται στους τομείς των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, καθώς και σε επαγγέλματα τεχνικών επιστημών. Αντίθετα, τομείς όπως η εστίαση, η διασκέδαση και οι βοηθητικές υπηρεσίες χαρακτηρίζονται από χαμηλούς μισθούς, ειδικά για τις γυναίκες. Σε αυτούς τους κλάδους, οι ετήσιες αποδοχές των γυναικών κυμαίνονται μεταξύ 10.699 και 11.865 ευρώ, με τους άνδρες να λαμβάνουν ελάχιστα υψηλότερους μισθούς.
Το επίπεδο εκπαίδευσης παίζει καθοριστικό ρόλο στις μισθολογικές διαφορές, με τις γυναίκες να βρίσκονται συχνά σε μειονεκτική θέση. Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως στους χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων και τους μονταδόρους, όπου παρατηρείται ισότητα στις αμοιβές. Στον τομέα της παροχής νερού και της διαχείρισης αποβλήτων, οι γυναίκες ξεπερνούν τους άνδρες, αμειβόμενες κατά 6,1% περισσότερο, μια σπάνια περίπτωση που δείχνει ότι η ισότητα μπορεί να επιτευχθεί.
Οι ανισότητες στην ΕΕ
Η ανισότητα στις αμοιβές παραμένει έντονη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και με σημαντικές διακυμάνσεις ανά χώρα. Χώρες όπως η Εσθονία (22,5%), η Αυστρία (21,1%) και η Γερμανία (17,6%) βρίσκονται στις πρώτες θέσεις των μισθολογικών ανισοτήτων. Στον αντίποδα, το Λουξεμβούργο έχει μηδενικό μισθολογικό χάσμα, ενώ χώρες όπως η Ρουμανία (3,6%), η Σλοβενία (3,8%) και η Πολωνία (4,5%) παρουσιάζουν μικρές διαφορές.
Σημειώνεται ότι οι γυναίκες στην Ευρώπη κερδίζουν κατά μέσο όρο 12,7% λιγότερο ανά ώρα εργασίας από τους άνδρες. Η μερική απασχόληση επιδεινώνει την κατάσταση, καθώς οι γυναίκες αφιερώνουν περισσότερες ώρες σε άμισθη εργασία, όπως στη φροντίδα παιδιών και στις οικιακές εργασίες, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες πλήρους απασχόλησης και καλύτερων αποδοχών.
Τα στοιχεία της ΓΣΕΕ δείχνουν ότι το 2021, οι γυναίκες εργάζονταν σχεδόν τον ίδιο χρόνο με τους άνδρες, αλλά αμείβονταν κατά 16,5% λιγότερο. Το 2019, η διαφορά ήταν 17,5%, υποδεικνύοντας μια ελαφρά βελτίωση, η οποία όμως δεν αρκεί για να γεφυρώσει το χάσμα.
Κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις
Οι μισθολογικές ανισότητες δεν επηρεάζουν μόνο τις γυναίκες, αλλά έχουν κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις συνολικά. Η άνιση αμοιβή περιορίζει την οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών και αυξάνει το κοινωνικό κόστος της ακρίβειας, ενώ επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Η ανάγκη για άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως νομοθετικές ρυθμίσεις, προγράμματα προώθησης της ισότητας στους χώρους εργασίας και μέτρα ενίσχυσης της γυναικείας απασχόλησης, είναι επιτακτική. Η εξάλειψη του μισθολογικού χάσματος αποτελεί βασικό βήμα για την ισότητα των φύλων και την κοινωνική δικαιοσύνη.