Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέγραψε σημαντική αύξηση του κόστους ωρομισθίου κατά 5,1% το τρίτο τρίμηνο του 2024, με την ευρωζώνη να ακολουθεί με αύξηση 4,6%. Παράλληλα, αρκετές χώρες της ΕΕ, όπως η Ρουμανία (17,1%), η Κροατία (15,1%) και η Ουγγαρία (14,1%), παρουσίασαν εντυπωσιακές αυξήσεις στο εργατικό κόστος, ενισχύοντας την εικόνα μιας συνολικής οικονομικής ανάκαμψης. Ωστόσο, η Ελλάδα αποτέλεσε την εξαίρεση, καθώς ήταν η μόνη χώρα που σημείωσε μείωση 2,9%, γεγονός που προκαλεί ερωτήματα για τη δυναμική της αγοράς εργασίας.
Η συγκεκριμένη πτώση αποτελεί έντονη ανατροπή σε σχέση με την προηγούμενη τάση των τελευταίων ετών. Συγκεκριμένα, το τρίτο τρίμηνο του 2023 η Ελλάδα είχε καταγράψει αύξηση 6,7% στο κόστος ωρομισθίου, ενώ το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σημειώθηκε περαιτέρω αύξηση 9,3%. Η απότομη μείωση στο τρίτο τρίμηνο του 2024 μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες, όπως η οικονομική συγκυρία, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν για τον περιορισμό των δαπανών και οι αλλαγές στις αναπτυξιακές στρατηγικές της αγοράς εργασίας.
Σε επίπεδο ΕΕ και ευρωζώνης, η αύξηση του κόστους εργασίας τροφοδοτήθηκε κυρίως από την άνοδο των μισθών και του μη μισθολογικού κόστους. Συγκεκριμένα, στην ευρωζώνη το κόστος ωρομισθίου αυξήθηκε κατά 4,4%, ενώ το μη μισθολογικό κόστος σημείωσε άνοδο 5,2%. Αντίστοιχα, στην ΕΕ, οι αυξήσεις ανήλθαν σε 5,0% και 5,3% αντίστοιχα. Αυτά τα στοιχεία αποτυπώνουν τη συνεχιζόμενη πίεση για αύξηση των μισθών και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, ειδικά σε κλάδους που απαιτούν υψηλή εξειδίκευση και δεξιότητες.
Η μείωση του κόστους εργασίας στην Ελλάδα μπορεί να έχει θετικές αλλά και αρνητικές προεκτάσεις για την οικονομία. Από τη μία πλευρά, η μείωση του κόστους μπορεί να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, καθιστώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες πιο ελκυστικά στις διεθνείς αγορές. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών και σε ενίσχυση της θέσης των ελληνικών επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, η πτώση του κόστους εργασίας δημιουργεί προβληματισμό για τη βιωσιμότητα της αγοράς εργασίας και για το κατά πόσο οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν δίκαιες αμοιβές. Η μείωση των μισθών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, να περιορίσει την κατανάλωση και να αναστείλει την εσωτερική ζήτηση, η οποία αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης για την οικονομία.
Η Ελλάδα σε αντίθετη πορεία
Σε σύγκριση με άλλες χώρες, η Ελλάδα βρίσκεται σε μία αντίθετη πορεία. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Ρουμανία, η Κροατία και η Ουγγαρία παρουσίασαν διψήφιες αυξήσεις στο κόστος εργασίας, γεγονός που συνδέεται με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την αύξηση των μισθών και την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης, χώρες όπως η Πολωνία (12%), η Λιθουανία (11%) και η Αυστρία (10%) παρουσίασαν παρόμοια τάση, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο βρέθηκαν κοντά στην Ελλάδα, με πολύ μικρές αυξήσεις 1% και 2,6% αντίστοιχα. Ωστόσο, η πτωτική πορεία της Ελλάδας παραμένει μοναδική και απαιτεί περαιτέρω ανάλυση και άμεσες πολιτικές παρεμβάσεις. Η ελληνική οικονομία πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και στην ενίσχυση των μισθών, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη και η ευημερία των εργαζομένων.
Η μείωση του κόστους εργασίας μπορεί να φανεί προσωρινά θετική για την επιχειρηματική δραστηριότητα, όμως, σε βάθος χρόνου, μπορεί να έχει επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή και στην ανάπτυξη της οικονομίας. Η χώρα καλείται να σχεδιάσει και να εφαρμόσει στρατηγικές που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και τις θέσεις εργασίας, χωρίς να πλήττονται οι αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας.