Ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δεν λαμβάνει το επίδομα γάμου, ενώ σχεδόν οι μισοί εξ αυτών το αγνοούν από το 2012 και μετά. Το θέμα επαναφέρεται στη δημοσιότητα από την Ομοσπονδία Συλλόγων Εργαζομένων στις Υπηρεσίες και το Εμπόριο, η οποία αναλαμβάνει να προωθήσει νομοθετικές πρωτοβουλίες με σκοπό την επίλυση αυτής της αδικίας που υφίστανται ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων.

Αρκετοί εργοδότες, εκμεταλλευόμενοι το κενό στη νομοθεσία ή τις προβλέψεις εξαιρέσεων, αρνούνται να καταβάλουν το επίδομα, θεωρώντας ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν. Ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν πολλοί είναι η μη συμμετοχή τους στις εργοδοτικές οργανώσεις που συνυπογράφουν την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ισχυριζόμενοι ότι δεν δεσμεύονται ή δεν υποχρεούνται να καταβάλουν το επίδομα.

Ο αριθμός των εργαζομένων που δεν λαμβάνουν το επίδομα γάμου, το οποίο ανέρχεται στο 10% του μισθού τους, εκτιμάται ότι ξεπερνά τους 300.000, ενώ όλοι ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Περίπου 130.000 από αυτούς δεν έχουν λάβει το επίδομα από το 2012 και μετά. Ως αποτέλεσμα, υφίστανται μεγάλη αδικία σε σχέση με άλλους συναδέλφους τους που λαμβάνουν το επίδομα, είτε εργάζονται στο δημόσιο τομέα.

Αυτό συμβαίνει κυρίως σε μεγάλες εμπορικές αλυσίδες πολυκαταστημάτων, εμπορικών κέντρων, μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων, ελληνικών και πολυεθνικών, σουπερμάρκετ και εταιρειών παροχής υπηρεσιών.

Ταυτόχρονα, δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων, καθώς εκείνες που συμμορφώνονται πλήρως με τη νομοθεσία έχουν υψηλότερο μισθολογικό κόστος σε σύγκριση με αυτές που δεν το πράττουν.

Σύμφωνα με δεδομένα της Eurostat, οι Έλληνες εργαζόμενοι εργάζονται περισσότερες ώρες από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με μέσο όρο εργασίας τις 41 ώρες την εβδομάδα, έναντι των 37,5 ωρών που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ. Παρά το γεγονός αυτό, οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν απολαμβάνουν στοιχειωδών όρων αμοιβής και εργασίας, όπως το επίδομα γάμου.

Η Ομοσπονδία Συλλόγων στο Εμπόριο ζητά από το Υπουργείο Εργασίας να νομοθετήσει την υποχρέωση όλων των εργοδοτών της χώρας να καταβάλλουν τόσο το επίδομα γάμου όσο και τα επιδόματα τριετιών. Η νομοθετική παρέμβαση είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της δίκαιης μεταχείρισης των εργαζομένων και την κατάργηση των μισθολογικών ανισοτήτων που επηρεάζουν σημαντικό αριθμό εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.

Τι προβλέπει η νομοθεσία

Σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία, το επίδομα γάμου θεσπίστηκε αρχικά με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) το 1988, ενώ η νέα ΕΓΣΣΕ του 1989 ορίζει ότι το επίδομα γάμου ανέρχεται στο 10% του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Επιπλέον, ο νόμος 1849/1989 επέκτεινε το επίδομα και σε άγαμους, χήρους και διαζευγμένους εργαζόμενους.

Το 2012, ο νόμος 4093 μετέφερε την αρμοδιότητα καθορισμού του κατώτατου μισθού στο Υπουργικό Συμβούλιο, με αποτέλεσμα οι Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας να καθορίζουν μόνο τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας. Ωστόσο, αυτοί οι όροι δεν είναι υποχρεωτικοί για όλους τους εργοδότες και εργοδοτικές οργανώσεις που δεν υπογράφουν την αντίστοιχη Σύμβαση.
Από το 2013, η νομική υπηρεσία ΓΣΕΕ με εγκύκλιο, είχε δώσει την ερμηνεία ότι το επίδομα γάμου έχει διπλή νομική φύση: αφενός αποτελεί όρο ΕΓΣΣΕ, αφετέρου έχει ισχύ τυπικού νόμου, από τη στιγμή που κυρώθηκε με τον νόμο 1766/1988). Έτσι, ακόμη και αν το επίδομα γάμου θεωρούνταν αμιγής μισθολογικός όρος της ΕΓΣΣΕ και ίσχυε ως προς αυτόν ο κανόνας της δέσμευσης μόνο των μελών των συμβαλλόμενων οργανώσεων θα παρέμενε ανέπαφη η νομική του φύση ως κανόνα δικαίου, με βάση τον κυρωτικό νόμο 1766/1988. Συνεπώς και στην περίπτωση αυτή το επίδομα γάμου θα δέσμευε, ως περιεχόμενο κανόνα δικαίου, το σύνολο των εργοδοτών της χώρας, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι μέλη των συμβαλλόμενων στην ΕΓΣΣΕ οργανώσεων.