Ο Χρήστος Βασιλόπουλος ανήκει στη φουρνιά εκείνη των ηθοποιών που εγκατέλειψαν την Ελλάδα, πριν αρκετά χρόνια, μετακομίζοντας στο Λος Άντζελες για να κυνηγήσουν το όνειρό τους στην υποκριτική. Και είναι από τους λίγους που παρέμεινε στην Αμερική και σήμερα κάνει διεθνή καριέρα.
Μετά από 15 χρόνια απουσίας, ο Χρήστος Βασιλόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και ανεβαίνει ξανά στην θεατρική σκηνή, στο έργο του Χάινερ Μύλλερ «Κουαρτέτο», με την Κερασία Σαμαρά. Η παράσταση ανεβαίνει στο Από Μηχανής Θέατρο και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, καθώς αγκαλιάστηκε από το κοινό.
Το Newsbeast.gr συνομίλησε με τον Χρήστο Βασιλόπουλο και είπαμε, μεταξύ άλλων, για την παράσταση, την σύντομη επιστροφή του στην Ελλάδα, την καριέρα του στο εξωτερικό, αλλά και πόσο τον άλλαξε η πατρότητα ως άνθρωπο.
Να κάνω, όμως, πρώτα μια μικρή προσωπική εξομολόγηση: πριν συνομιλήσω με τον Χρήστο Βασιλόπουλο είχα ένα άγχος, για το πώς θα κυλούσε η συνομιλία μας: Λος Άντζελες, διεθνή καριέρα, ξέρετε ένας συνδυασμός που ενδεχομένως να μη θέλει πολύ να «φουσκώσει» τα μυαλά. Αυτό που έχω να καταθέσω, είναι πως στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής είχα έναν αυθόρμητο τύπο, απλό, άνετο, αυθεντικό, ευγενικό, με χιούμορ και καθόλου σνομπ.
– Επιστρέψατε στο ελληνικό θέατρο, μετά από 15 χρόνια απουσίας. Πώς αισθάνεστε γι΄ αυτή την επιστροφή;
Είναι κάτι που το περίμενα και το σκεφτόμουνα πολύ καιρό. Μου είχε λείψει το θέατρο, αυτή η αίσθηση και η επαφή με τον κόσμο, πολλά στοιχεία του θεάτρου τα οποία δεν είχα εδώ και 15 χιόνια. Όταν έλαβα την πρόταση του Θανάση Σαράντου για την παράσταση, ήταν μία ευλογία για εμένα.
– Θα μείνετε καιρό στην Ελλάδα;
Κάνω παράλληλα ένα αγγλικό σήριαλ που γυρίζεται εξ ολοκλήρου στην Αθήνα, έξι επεισόδια. Προορίζεται για ξένο κανάλι, δεν ξέρουμε ακόμα για ποιο, αλλά είναι μία αγγλική σειρά.
– Πώς σας φαίνεται αυτή η εμπειρία; Είστε από τους λίγους ηθοποιούς που φύγατε για την Αμερική και παραμείνατε
Είναι κ εύκολο και δύσκολο. Ο καθένας έχει τους δικούς του λόγους που ακολουθεί ένα μονοπάτι. Έμεινα στο Λος Άντζελες, χωρίς να έχω την ανάγκη να με αναγνωρίζει ο κόσμος. έχω βιώσει απορρίψεις σε πολλές ακροάσεις που πήγα. Είναι ένα ταξίδι ζωής που με έχει αλλάξει ως άνθρωπο, ως πατέρα. Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες αντοχές. Ανάλογα τον άνθρωπο, τα θέλω και τις ανάγκες του. Δεν είχα ανάγκη να μείνω στην Αθήνα και να συνεχίσω να κάνω αυτό που έκανα με τους ίδιους ρυθμούς.
– Θα επιστρέφατε για να πάρετε μέρος σε μία ελληνική σειρά;
Ναι, δεν έχω κλείσει την πόρτα στην Ελλάδα. Οποιοσδήποτε με παίρνει για να μου προτείνει οτιδήποτε – μία ταινία, ένα σήριαλ – εγώ πάντα ακούω αυτά που έχουν να μου πουν, τα ζυγίζω, αν μου αρέσει το πρότζεκτ, τι υποχρεώσεις έχω, ο ρόλος, όλοι αυτοί οι παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο για εμένα. Για εμένα η Αθήνα είναι όπως όλες οι πόλεις που πηγαίνω να δουλέψω εκτός ΛΑ. Έχω δουλέψει και στην Πράγα και στο Κέιπ Τάουν.
– Θα θέλατε να επιστρέψετε μόνιμα στην Ελλάδα;
Όσο και να θέλω, πάνω απ’ όλα είναι ο γιος μου, είναι η πρώτη προτεραιότητά μου. Όπου είναι ο γιος μου, θα είμαι κι εγώ. Κρίνω κι αποφασίζω αν θα κάνω ένα πρότζεκτ, ανάλογα με τις ανάγκες του γιου μου. Τώρα να έρθω να κάνω ολόκληρη θεατρική σεζόν στην Αθήνα, δεν μπορώ να έρθω να το κάνω. Δεν είμαι έτοιμος να λείψω ακόμα στο παιδί μου. Αν θα είναι κάτι, θα είναι για συγκεκριμένο διάστημα.
– Η πατρότητα σάς έχει αλλάξει;
Απόλυτα. Με έχει αλλάξει ριζικά. Οτιδήποτε σκέφτομαι και αποφασίζω, πρώτα θα σκεφτώ με το πρόγραμμα του γιου μου. Νομίζω όλους τους αλλάζει η πατρότητα. Κάποιοι ενδεχομένως δεν θέλουν να το παραδεχτούν, δεν θέλουν ίσως να πάνε σε αυτό το κομμάτι της ψυχής τους. Αλλά νομίζω πως όλους τους αλλάζει η πατρότητα. Ειδικά, όταν εγώ είχα την τύχη και την ευκαιρία να δω τον γιο μου να βγαίνει από τα σπλάχνα της μητέρας του, να ακούσω την πρώτη του αναπνοή στον κόσμο. Αυτή η εμπειρία με άλλαξε πολύ. Με άλλαξε προς το καλύτερο. Με έκανε καλύτερο άνθρωπο, καλύτερο ηθοποιό, καλύτερο αδελφό, καλύτερο σύντροφο. Δοκιμάζεσαι όταν είσαι πατέρας, υπάρχουν πολλές προκλήσεις τις οποίες δεν περιμένεις.
– Πείτε μας λίγα λόγια για την παράσταση Κουαρτέτο
Το έργο του Μύλλερ είναι καθαρά υπαρξιακό, έχει να κάνει με ζητήματα όπως ο έρωτας, ο θάνατος και για εμένα προσωπικά, το έργο είναι ένας ύμνος στο γυναικείο φύλο. Ο ήρωας μου πεθαίνει με τη μοναδική σκέψη πως θα ήθελε να είναι γυναίκα και να αγγίξει τα όρια της ψυχής της γυναίκας και να νιώσει όλα αυτά που νιώθει μία γυναίκα όταν γεννάει, να νιώσει πολλά πράγματα που δεν μπορεί να νιώσει ως άνδρας.
– Είναι κι εξαιρετικά επίκαιρο
Απόλυτα επίκαιρο με τη βία και τις γυναικοκτονίες που συμβαίνουν γύρω μας
– Και με τα ταμπού γύρω από τα δύο φύλα
Έτσι, έχουμε μεγαλώσει λόγω παραγόντων, λόγω της θρησκείας, λόγω της κοινωνίας, λόγω του εκπαιδευτικού συστήματος και της κουλτούρας. Ταυτίζεται πολύς κόσμος βλέποντας την παράσταση.
– Και άντρες;
Βέβαια, και άντρες.
– Βλέπουμε και τη θηλυκή πλευρά που ενδεχομένως έχει ένας άνδρας και την αρσενική πλευρά μίας γυναίκας;
Ο Μύλλερ έχει γράψει καθαρά το έργο με το αρσενικό να συμπληρώνει το θηλυκό και το αντίθετο. Πιστεύω ότι όλοι μέσα μας έχουμε ένα ποσοστό περισσότερο αντρικό κι ένα ποσοστό γυναικείο, θηλυκό. Κάποιοι άνδρες έχουν περισσότερο ποσοστό θηλυκό και λιγότερο αρσενικό. Κάποιες γυναίκες περισσότερο αρσενικό και λιγότερο θηλυκό. Ο καθένας έτσι όπως είναι φτιαγμένος από τη φύση ή έχει μεγαλώσει, τα βιώματά του, το ποσοστό είναι ανάλογα με αυτά. Κι εγώ ερμηνεύοντας αυτόν τον ρόλο, βρίσκω την θηλυκή μου πλευρά.
– Είναι ένας ρόλος πρόκληση; Απευθύνεστε στο ελληνικό κοινό, όπου μία μεγάλη μερίδα είναι συντηρητική
Όλες οι κοινωνίες, σε όλα τα κράτη έχουν συντηρητικά κομμάτια. Και η Αμερική έχει. Όταν υπάρχει ένας νόμος στην Αμερική για την οπλοκατοχή και δεν έχει αλλάξει δεν είναι πίσω; Ή το νομοσχέδιο με τις αμβλώσεις; Είναι πίσω και η Αμερική.
– Πώς είπατε το «ναι» για το συγκεκριμένο έργο;
Το είχα δει το 1996 με τη Δήμητρα Χατούπη, ήμουν στο πρώτο έτος της σχολής και με στιγμάτισε. Δεν το πίστευα πόσο καλή ήταν η παράσταση, οι ηθοποιοί και τι πραγματευόταν το έργο. Ήθελα πολύ να παίξω αυτό το ρόλο. Διαβάζοντας το κείμενο επιβεβαιώθηκα. Ήθελα πολύ να το ερμηνεύσω και τώρα ήρθε η πρόταση από τον Σαράντο.
– Πώς είναι η συνεργασία σας με την Κερασία Σαμαρά;
Εξαιρετική, την θαυμάζω πολύ. Δεν έχουμε συνεργαστεί ξανά. Ήμασταν μαζί στο ίδιο σήριαλ (σσ. στο Δεληγιάννειον Παρθεναγωγείον του Χάρη Ρώμα) αλλά δεν είχαμε κοινές σκηνές. Η Κερασία είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Τα θετικά που έχουμε ακούσει για την παράσταση, τα μπράβο, όλο αυτό που έχουμε κατακτήσει, είναι μισό-μισό. Η ερμηνεία μου έχει να κάνει και με την Κερασία, αν δεν ήταν αυτή μπορεί και να μην είχα κάνει αυτή την ερμηνεία.
– Είστε και μόνο δύο ηθοποιοί επί σκηνής, οπότε πρέπει να βρείτε και την χημεία
Ναι και είναι ένα έργο βαθιά υπαρξιακό, πρέπει να μιλάς την ίδια γλώσσα με τη συνάδελφο. Νιώθω ευλογημένος που δουλεύω με τη Κερασία. Οι αντιδράσεις και τα σχόλια από το κοινό είναι εξαιρετικά. Είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου. Με ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος.
– Επαγγελματικά εννοείται; Σε προσωπικό επίπεδο σας ενδιαφέρει η γνώμη του κόσμου;
Όχι, δεν με ενδιαφέρει. Ειδικά στο προσωπικό δεν με αφορά καθόλου. Δεν το σκέφτομαι ποτέ. Και στο έργο δεν το σκέφτομαι, αλλά μετά από 15 χρόνια δεν γίνεται να μην σε νοιάζει και τι θα πει ο κόσμος αν θα αρέσει αυτό που δουλεύεις 3-4 μήνες για να ανεβάσεις, αν θα ταυτιστεί.
– Η κριτική σας ενδιαφέρει;
Φυσικά, με ενδιαφέρει. Αν είναι αρνητική, όπου ένας κριτικός βλέπει σημεία τα οποία εγώ έχω χάσει, είναι ένας χώρος για εξέλιξη. Δεν με αφορά η κριτική που είναι αβάσιμη. Η κριτική που είναι βάσιμη και μπορώ να δω αυτά που λέει κάποιος με το δικό του μάτι, με αφορά γιατί μπορώ να προσθέσω πράγματα ή να αφαιρέσω. Δεν γίνεται να αρέσεις σε όλους. Αν η υποκριτική του Χρήστου αρέσει σε παραπάνω από τα μισά άτομα, είναι μία μεγάλη επιτυχία.
– Είχατε άγχος μήπως μετά από 15 χρόνια, ενδεχομένως να είχατε ξεχαστεί επειδή δεν σας βλέπει ο κόσμος;
Όχι με αυτή την έννοια. Δεν κάνω τη δουλειά αυτή για να είμαι γνωστός. Αν το κοινό με έχει ξεχάσει, καλά κάνει και με έχει ξεχάσει. Κάνω αυτή τη δουλειά για άλλους λόγους. Το μόνο μου άγχος είναι ότι θέλω να έχω ένα καλό αποτέλεσμα υποκριτικά που θα αγγίξει το κοινό, θα σκεφτεί, θα προβληματιστεί. Δεν έχω άγχος αν θα με θυμούνται ή όχι. Εξάλλου, αυτό το επιβεβαιώνει και η επιλογή μου να φύγω για το Λος Άντζελες. Αν ήθελα ο κόσμος να με θυμάται, θα είχα μείνει στην Αθήνα, στην Ελλάδα. Θα έκανα κάθε χρόνο παράσταση, σήριαλ. Πηγαίνοντας στην Αμερική ήταν κι ένας από τους λόγους που κατάλαβα γιατί κάνω αυτή η δουλειά και σίγουρα δεν κάνω αυτή τη δουλειά για να είμαι γνωστός.
– Πώς ήταν η πρώτη επαφή με τον κόσμο μετά από 15 χρόνια;
Είχα αρκετό άγχος, και τρακ. Ένιωσα λίγο σαν μικρό παιδί, αλλά το ξεπέρασα.
Ταυτότητα παράστασης
Ερμηνεύουν: Χρήστος Βασιλόπουλος (Βαλμόν), Κερασία Σαμαρά (Μερτέιγ),
Σκηνοθεσία: Θανάσης Σαράντος
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Προβολή-Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will
Πού: Από Μηχανής Θέατρο, Ακαδήμου 13, Αθήνα, τηλ.: 210 5232097
Πότε: κάθε Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00