Στις 26 Οκτωβρίου του 1957, στις 22:20, ο Νίκος Καζαντζάκης φεύγει από τη ζωή. Και στις 26 Οκτωβρίου του 2022 κυκλοφορεί το μοναδικό ανέκδοτο μυθιστόρημά του, ο Ανήφορος, σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας. Η παράδοσή του στους αναγνώστες και στους μελετητές, μετά από 75 και πλέον χρόνια από τη συγγραφή του, δεν αποτελεί απλώς μια πολύ μεγάλη λογοτεχνική στιγμή για τη χώρα μας αλλά και ένα πολιτιστικό γεγονός.
«Δε με νοιάζει ο θάνατος, με νοιάζει η φθορά· αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω…»
Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος
Ο θάνατος και η κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη
Μετά από ένα ταξίδι στην Κίνα, ο Καζαντζάκης επιστρέφει με κλονισμένη την υγεία του και πεθαίνει στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών, στο Φράιμπουργκ. Η σορός του μεταφέρεται στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας στις 3 Νοεμβρίου. Η Ελένη Καζαντζάκη ζητά από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος αρνείται.
Άλλωστε δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η Εκκλησία της Ελλάδος είχε ζητήσει τον «διωγμό» του Καζαντζάκη για μερικές σελίδες του Καπετάν Μιχάλη και για την όλη σύλληψη του Τελευταίου πειρασμού.
Η Ελένη και ο Πρεβελάκης λοιπόν τον παραλαμβάνουν από την Ελευσίνα και η σορός του Καζαντζάκη παραμένει στον νεκρικό θάλαμο του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών, απόντος ιερέα. Άκαρπες απέβησαν οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο κυβερνητικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας, φίλοι και οι δύο του Καζαντζάκη, να μείνει η σορός του σε ναό της Αθήνας μέχρι την αναχώρησή της για την Κρήτη.
Την επομένη τον συνοδεύουν στο Ηράκλειο και ο νεκρός εκτίθεται σε δημόσιο προσκύνημα στον μητροπολιτικό ναό. Στις 5 Νοεμβρίου, στις 11 το πρωί, αρχίζει η νεκρώσιμος ακολουθία, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων.
Ακολούθως γίνεται η ταφή, στην οποία όμως οι ιερείς δεν συμμετέχουν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Η ταφή έγινε στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη. Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Ο Ανήφορος
«Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε: η λέξη Ανήφορος. Τον ανήφορο αυτό θα ’θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω και τις κόκκινες πατημασιές που άφηκε το ανηφόρισμα», έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στην αυτοβιογραφική Αναφορά στον Γκρέκο.
65 χρόνια μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου Έλληνα συγγραφέα, οι εκδόσεις Διόπτρα, με αίσθημα ευθύνης, αλλά και συγκίνηση, παραδίδουν στους αναγνώστες τον Ανήφορο, το χειρόγραφο του οποίου φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά).
Η συγγραφή του, το 1946, συμπίπτει με την αναχώρηση του συγγραφέα για την Αγγλία· μια αναχώρηση που αποδεικνύεται μόνιμη, καθώς ο Καζαντζάκης δεν γύρισε ποτέ ξανά στην Ελλάδα παρά μόνο για να ταφεί.
Ο Ανήφορος είναι ένα μυθιστόρημα με σαφέστατο αντιπολεμικό χαρακτήρα, που συνδυάζει ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα και μια εσωτερικότητα, μια μελαγχολία βαθιά και λυτρωτική. Είναι ένα βιβλίο που αναμφισβήτητα ανήκει στο λογοτεχνικό σύμπαν του μεγάλου δημιουργού, ενώ παράλληλα θέτει ερωτήματα τα οποία διαρκώς κατατρύχουν τον άνθρωπο. Ο Καζαντζάκης γράφει με ένταση και αγωνία υπαρξιακή. Στοχάζεται πάνω σε όλες τις ανθρώπινες αντινομίες και δίνει διέξοδο –ίσως σήμερα περισσότερο από ποτέ– σε μια σκέψη που αναμετριέται με το χάος του σύγχρονου κόσμου, ο οποίος μεταβάλλεται ταχύτατα. Οι σκέψεις του προβληματίζουν τον αναγνώστη σε κάθε σελίδα και τον προσκαλούν να ψάξει βαθιά μέσα του.
Αυτή η ανάβαση, αυτός ο ανήφορος, εγγυάται μια διαχρονικότητα που μόνο οι σπουδαίοι συγγραφείς μπορούν να προσφέρουν.