«Κάθε μέρα, κάθε μέρα, εδώ και 40 γ@μημέν@ χρόνια, τουλάχιστον ένας από εσάς έχει έρθει και μου έχει πει: ‘‘Are you talkin’ to me?’’. Oρίστε, προσπαθήστε τώρα να μη γελάσετε όταν θα το ακούσετε στην ταινία».
Έτσι ακριβώς προλόγισε το 2016 ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο την επετειακή προβολή των 40 χρόνων του ανυπέρβλητου αριστουργήματος του Μάρτιν Σκορσέζε στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα.
Σαράντα χρόνια πριν, το 1976, ο ίδιος άνθρωπος είχε πει πως ο «Ταξιτζής» είχε τις προοπτικές να γίνει μια ταινία για την οποία θα συζητά όλος ο κόσμος ακόμα και 50 χρόνια μετά.
Μπορεί να μην έχουμε κλείσει ακόμα την 50ετία, είναι ωστόσο ασφαλές να υποθέσουμε πως ο Ντε Νίρο είχε δίκιο. Η δεύτερη συνεργασία του με τον Σκορσέζε πριν από 45 χρόνια θα ήταν σημαδιακή τόσο για την καριέρα τους, όσο και το ίδιο το σινεμά τελικά.
Αυτός ο βετεράνος του Βιετνάμ που πάσχει από μετατραυματικό στρες και βρίσκει δουλειά ως ταξιτζής νυχτερινής βάρδιας στο μητροπολιτική τσίρκο της Νέας Υόρκης έμελλε να αφήσει βαριά τη σφραγίδα του στον παγκόσμιο κινηματογράφο.
Η αναπόδραστη πορεία του ως τον νευρικό κλονισμό και η μεταμόρφωσή του σε αιματοβαμμένο εκδικητή θα συγκινούν κάθε θεατή στο διηνεκές. Ο «Ταξιτζής» είναι εφιαλτικός και πάντα επίκαιρος, ένα αψεγάδιαστο αριστούργημα που αρνείται να γεράσει.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν στους κακόφημους δρόμους της Νέας Υόρκης και την ανελέητη μοναξιά του ταξιτζή της για να δούμε μικρά και μεγάλα πράγματα που έγιναν πίσω από τις κάμερες…
Ποιος είπε το θρυλικό «You talkin’ to me?»
Ο εμβληματικός και εξόχως παρανοϊκός μονόλογος ήταν όλος ένας αυτοσχεδιασμός του Ντε Νίρο, περιλαμβανομένης της ιστορικής ατάκας.
Η απήχηση ήταν τέτοια που ο σεναριογράφος της ταινίας, Πολ Σρέιντερ, δήλωσε αργότερα πως «είναι το καλύτερο στοιχείο της ταινίας και δεν το έγραψα εγώ!».
Ο Ντε Νίρο ξεσήκωσε την ατάκα από τον Μπρους Σπρίνγκστιν. Τον είχε ακούσει μερικές μέρες πριν, σε συναυλία στη Νέα Υόρκη, και όταν ο κόσμος άρχισε να ζητωκραυγάσει το όνομά του, ο αγαπημένος μουσικός γύρισε στο κοινό και με προσποιητή ταπεινοφροσύνη είπε «You talkin’ to me?» («σε μένα μιλάτε;»).
Η ατάκα του «The Boss» κόλλησε στον Ντε Νίρο και λίγο αργότερα θα κολλούσε και στο παγκόσμιο κοινό.
Ο Πολ Σρέιντερ δεν είχε δει ποτέ του ταινία ως τα 17 του χρόνια
Ο κριτικός κινηματογράφου Πολ Σρέιντερ μεγάλωσε σε μια αυστηρή χριστιανική οικογένεια Καλβινιστών, κι έτσι ο κινηματογράφος ήταν απαγορευμένο αγαθό στο σπίτι.
Όπως είπε κάποια στιγμή, η πρώτη ταινία που είδε ποτέ στη ζωή του ήταν στα 17 του, όταν παρακολούθησε μια ταινία της Disney.
Όπως είχε πει μάλιστα, η πρώτη του επαφή με το σινεμά ήταν «πολύ απογοητευτική». Λίγα μόλις χρόνια αργότερα, το 1973 συγκεκριμένα, ο 26χρονος Σρέιντερ θα έγραφε τον «Ταξιτζή». Είχε χωρίσει ήδη από τη γυναίκα του, τον είχε εγκαταλείψει η σύντροφός του και έμενε στο αμάξι του.
«Εκείνη την εποχή με απασχολούσαν πολύ τα όπλα. Ήμουν αυτοκτονικός. Έπινα πολύ, είχα πάθει εμμονή με την πορνογραφία με τον τρόπο που παθαίνει ένας μοναχικός άνθρωπος. Όλα αυτά ήταν η αρχή του σεναρίου», είχε πει για την έμπνευση της ταινίας, «ο Τράβις Μπικλ είμαι εγώ»…
Η Τζόντι Φόστερ έπρεπε να δει ψυχολόγο για να πάρει το ΟΚ και να παίξει στην ταινία
Παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 12 ετών όταν άρχισαν τα γυρίσματα, το παιδί-θαύμα του αμερικανικού σινεμά ήταν ένας από τους πιο έμπειρους ηθοποιούς του καστ, έχοντας εμφανιστεί σε δεκάδες διαφημιστικά, τηλεοπτικές εκπομπές και κάποιες ταινίες (μεταξύ αυτών και «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ» του Σκορσέζε).
Το υλικό του «Ταξιτζή» ήταν ωστόσο πολύ σκληρό για ένα παιδί και το νεαρό της ηλικίας της υπερτερούσε της εμπειρίας της.
Οι παραγωγοί της ταινίας ζήτησαν συνάντηση με ψυχολόγο της παιδικής πρόνοιας της Καλιφόρνια ώστε να πάρουν τη σύμφωνη γνώμη πως θα μπορούσε να διαχειριστεί τις απαιτητικές σκηνές.
Υπάλληλος της παιδικής πρόνοιας ήταν παρών σε όλες τις σκηνές της. Όπως ήταν και η μεγαλύτερη αδερφή της Τζόντι Φόστερ, η Κόνι, η οποία την αντικατέστησε στις πιο βίαιες και προκλητικές σκηνές.
Όπως το θυμάται η Τζόντι Φόστερ, η ψυχολόγος «επέβλεπε την καθημερινότητα των σκηνών μου και σιγουρευόταν πως δεν θα ήμουν στο πλατό όταν ο Ντε Νίρο θα έλεγε κάποιο βρομόλογο».
Ο Σρέιντερ ξανάγραψε όλο τον ρόλο της Φόστερ όταν γνώρισε μια ανήλικη πόρνη
Την ώρα που η ταινία ήταν σε στάδιο προπαραγωγής, ο Σρέιντερ τα έπινε μόνος ένα βράδυ σε μπαρ της Νέας Υόρκης, όπου και γνώρισε μια νεαρή γυναίκα. Ας τον αφήσουμε να πει ο ίδιος την ιστορία, την οποία εξομολογήθηκε στο περιοδικό Film Comment στο τεύχος Μαρτίου-Απριλίου 1976:
«Είχα σοκαριστεί από την επιτυχία μου μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο και να συνειδητοποιήσω ότι ήταν: 1) ιερόδουλη, 2) ανήλικη και 3) ναρκομανής. Στο τέλος της νύχτας έστειλα στον Μάρτι [Σκορσέζε] ένα μήνυμα λέγοντας ‘‘Η Ίρις είναι στο δωμάτιό μου. Θα φάμε πρωινό στις 9:00. Θα έρθεις σε παρακαλώ;’’».
Και συνεχίζει: «Κατεβήκαμε λοιπόν, ήρθε και ο Μάρτι, και πολλά από τον χαρακτήρα της Ίρις ξαναγράφτηκαν με αφορμή αυτό το κορίτσι που είχε εύρος προσοχής τα 20 δευτερόλεπτα. Την έλεγαν Γκαθ».
Αν δεν υπήρχε το «Κεντρί», δεν θα υπήρχε ο «Ταξιτζής»
Το αντρόγυνο και παραγωγοί Μάικλ και Τζούλια Φίλιπς διάβασαν το σενάριο του Σρέιντερ το 1973 και σκέφτονταν μήπως το σκηνοθετούσε ο Μπράιαν Ντε Πάλμα.
Ο Σκορσέζε είπε πάθει εμμονή με το σενάριο («ένιωσα να φλέγομαι ολόκληρος, έπρεπε να κάνω αυτή την ταινία») κανείς τους όμως δεν είχε εκείνη την εποχή αρκετή φήμη στο Χόλιγουντ για να μπορεί να επιβάλει πράγματα και καταστάσεις.
«Όλοι διάβαζαν το σενάριο, το οποίο άλλαζε συνεχώς, και έλεγαν ‘‘είναι τέλειο, αλλά όχι για εμάς’’», θυμόταν η Τζούλια Φίλιπς για τις αντιδράσεις των μεγάλων στούντιο.
Το κλίμα θα άλλαζε στα τέλη εκείνης της χρονιάς, όταν μια παραγωγή των Φίλιπς θα γινόταν παγκόσμια εμπορική επιτυχία και την επόμενη χρονιά θα προσυπέγραφε κι έναν οσκαρικό θρίαμβο.
Το «Κεντρί» (Πολ Νιούμαν, Ρόμπερτ Ρέντφορντ) τιμήθηκε με 7 αγαλματίδια (μεταξύ αυτών και Καλύτερης Ταινίας) και έκανε τους παραγωγούς ονόματα στο Χόλιγουντ, εξασφαλίζοντάς τους πλουσιοπάροχη συνεργασία με την Columbia.
Σρέιντερ και Σκορσέζε είδαν επίσης τις μετοχές τους να ανεβαίνουν εκείνη τη χρονιά (ο Σκορσέζε είχε κυκλοφορήσει μόλις τους «Κακόφημους δρόμους») και όταν στο καστ υπέγραψε και ο Ντε Νίρο, ο «Ταξιτζής» μπορούσε πια να γίνει.
Ο Σκορσέζε είχε προτείνει μάλιστα τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τράβις Μπικλ στον Ντάστιν Χόφμαν.
Παρά το γεγονός ότι ήθελε τον Ντε Πάλμα, η Τζούλια Φίλιπς είδε κάποια στιγμή τους «Κακόφημους Δρόμους» και τηλεφώνησε στον Σκορσέζε: «Φέρε μας τον Ντε Νίρο να παίξει τον Τράβις και η ταινία είναι δική σου».
Ο Ντε Νίρο είχε συμπτωματικά μια ίδια ιδέα
Πριν γίνει ο γίγαντας της υποκριτικής που θα γινόταν, ο Ντε Νίρο σκεφτόταν να γράψει ένα σενάριο. Με τα λόγια του βιογράφου του, Shawn Levy, η ιδέα που είχε ο Ντε Νίρο ήταν «για έναν μοναχικό άντρα που περιδιαβαίνει τη Νέα Υόρκη με όπλα και ονειρεύεται μια δολοφονία».
Ο ηθοποιός δεν το προχώρησε ποτέ το πόνημα, όταν διάβασε όμως το σενάριο του Σρέιντερ λίγα χρόνια αργότερα, θα χτυπούσε αμέσως ευαίσθητες χορδές.
Εκείνη την εποχή ο Ντε Νίρο γύριζε στην Ιταλία το «1900» του Μπερτολούτσι, ζήτησε όμως από τον Σρέιντερ το παλτό και τις μπότες του για να μπει στον χαρακτήρα. Επέστρεφε μάλιστα πολύ συχνά στη Νέα Υόρκη για να οδηγεί το δικό του ταξί.
«Ξεκίνησα να οδηγώ ταξί. Είχα κάτι σαν 10 μέρες πριν το γύρισμα. Οδηγούσα όσο μπορούσα περισσότερο εκείνη την περίοδο», είπε το 2016 στο φεστιβάλ της Τραϊμπέκα.
Όλοι δέχτηκαν μειώσεις στις αμοιβές τους για να γίνει η ταινία
Παρά τη δουλειά που έκαναν οι Φίλιπς σε επίπεδο παραγωγής, δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν παρά 1,3 εκατ. δολάρια για την ταινία.
Κάτι που την έκανε αναγκαστικά low budget παραγωγή. «Σκεφτήκαμε πολλές φορές μήπως γυρίζαμε την ταινία σε ασπρόμαυρη βιντεοκασέτα», θυμάται ο Σκορσέζε.
Κι έτσι όλοι έπρεπε να συμβιβαστούν με «ψίχουλα» για να γίνει ο «Ταξιτζής». Ο ατζέντης του Ντε Νίρο ζητούσε, ας πούμε, 500.000 δολάρια για τον πελάτη του που είχε κάνει αίσθηση με τον «Νονό ΙΙ» (1974). Ο Ντε Νίρο συμφώνησε ωστόσο να πάρει μόλις 35.000 δολάρια.
Ο Σρέιντερ είπε επίσης ναι σε παρόμοιο ποσό, ενώ είχε μόλις πουλήσει (1974) ένα άλλο σενάριό του (το «The Yakuza» του Σίντνεϊ Πόλακ) για δεκαπλάσια νούμερα. Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί τόσα πήραν (35.000 δολάρια) και σχεδόν τα διπλάσια ο σκηνοθέτης (65.000 δολάρια).
Η ταινία βγήκε τελικά με προϋπολογισμό 1,8 εκατ. δολαρίων, από τα οποία λιγότερα από 200.000 ήταν οι αμοιβές των συντελεστών.
Ο Μπέρναρντ Χέρμαν πέθανε λίγες ώρες μετά την ηχογράφηση της μουσικής
Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως χωρίς τη μεθυστική τζαζ του Μπέρναρντ Χέρμαν στο σάουντρακ να δίνει μια ελεγειακή νότα, ο «Ταξιτζής» θα ήταν κάτι άλλο.
Ο Σκορσέζε ήταν πραγματικά τυχερός που κατάφερε να συνεργαστεί με τον μύθο του Χόλιγουντ, τον συνθέτη που έχει υπογράψει τη μουσική σε κινηματογραφικούς σταθμούς όπως ο «Πολίτης Κέιν», το «Ψυχώ», το «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» κ.λπ.
Ο Χέρμαν, που σύστησε ο Ντε Πάλμα στον Σκορσέζε, έγραψε τη μουσική για το φιλμ και επέβλεψε την ηχογράφηση προσωπικά, όπως συνήθιζε να κάνει και για τον Χίτσκοκ. Στις 23 Δεκεμβρίου 1975 βγήκε από το στούντιο του «Ταξιτζή» και επέστρεψε στο ξενοδοχείο του.
Το επόμενο πρωινό τον βρήκαν νεκρό, είχε πάθει ανακοπή καρδιάς. Ο Σκορσέζε του αφιέρωσε την ταινία και η Αμερικανική Ακαδημία έτρεχε να τον βραβεύσει μεταθανάτια με Όσκαρ.
Τι χρώμα έχει το αίμα
Για να αποφύγει τη σήμανση ακαταλληλότητας κάτω των 18 ετών για την ταινία του, ο Σκορσέζε έπρεπε να σκεφτεί ανατρεπτικά. Κι έτσι έκανε το αίμα να φαίνεται περισσότερο καφέ παρά κόκκινο στις σκηνές βίας.
Ο αποχρωματισμός του αίματος κρίθηκε επιβεβλημένος ώστε να μοιάζει λιγότερο αληθοφανές. Κατάφερε έτσι να αποσοβήσει το μακάβριο, περνώντας τελικά από την επιτροπή καταλληλότητας.
Η ταινία γυρίστηκε ένα καλοκαίρι με καταραμένη ζέστη για τα δεδομένα της Νέας Υόρκης (καλοκαίρι του 1975) και η παρατεταμένη απεργία των υπαλλήλων καθαριότητας του δήμου λειτούργησε ως θείο δώρο για τον Σκορσέζε.
Τα βουνά σκουπιδιών που βλέπουμε στα πεζοδρόμια και τους δρόμους ήταν πραγματικά. Η Νέα Υόρκη έγινε πραγματική πρωταγωνίστρια, βίαιη και βρόμικη καθώς ήταν…