Υπάρχουν φιλμ που γίνονται κλασικά και μπαίνουν στο χρονοντούλαπο της κινηματογραφικής ιστορίας και άλλα που παίζονται και ξαναπαίζονται, καταδικασμένα λες να παραμένουν ανατριχιαστικά επίκαιρα.
Και στη δεύτερη αυτή κατηγορία δύσκολα θα βρεις πιο εξαίσιο δείγμα από το αριστούργημα του Μάρτιν Σκορσέζε, που μετέτρεψε το 1976 τον ΝτεΝίρο σε «Ταξιτζή», αναγκάζοντας τον πρωταγωνιστή του να παρατηρήσει μετά την πρεμιέρα της ταινίας πως το έργο είχε όλες τις προοπτικές να συζητιέται από τον κόσμο ακόμα και 50 χρόνια μετά.
Και μπορεί να απομένουν 8 ακόμα χρόνια για να φτάσουμε σε αυτή την πεντηκονταετία, είναι ωστόσο ασφαλές να υποθέσουμε πως ο «Ταξιτζής» δεν θα χάσει τη σαγήνη του στο μεσοδιάστημα. Γιατί δεν είναι απλώς μια από τις καλύτερες ταινίες που παρέδωσε ποτέ το Χόλιγουντ ή ένας σταθμός στο σινεμά των ’70s, αλλά ένα οπτικοακουστικό κομψοτέχνημα που δεν παλιώνει και δεν γερνά. Ούτε ξεπερνιέται, καθώς δεν έχει με τι να συγκριθεί.
Αυτός ο βετεράνος του Βιετνάμ που πάσχει από μετατραυματικό σύνδρομο και βρίσκει τελικά δουλειά ως ταξιτζής νυχτερινής βάρδιας στη μητροπολιτική ζούγκλα της Νέας Υόρκης στοίχειωσε τον κινηματογράφο με ατάκες ανθολογίας, σκηνές εξεζητημένες και ιδιοσυγκρασιακές, αλλά και με ερμηνείες που τσακίζουν κόκαλα. Το πώς μετατράπηκε από σιωπηλός παρατηρητής του περιθωρίου σε παράφρονα εκδικητή και αυτόκλητο Σωτήρα, αυτό ήταν μια μεθοδική πορεία που δύσκολα μπορεί να ξεχάσει ο θεατής.
Ποιος να λησμονήσει τις μεταμεσονύχτιες περιπλανήσεις του Τράβις Μπικλ (Ρόμπερτ ΝτεΝίρο) που ξερνούν «αρρωστίλα» και παράνοια; Ή τη Νέα Υόρκη, που μεταμορφώνεται μαγικά σε πρωταγωνίστρια κι αυτή, έστω κι αν μοιάζει όσο πιο βρόμικη, βίαιη και κακή τη σκέφτηκε ποτέ άνθρωπος.
Μόνο που ο «Ταξιτζής» περικλείει και τόνους θεωρητικοποίησης εντός του, δείχνοντας με εικόνες όσα δεν μπορεί να κάνει λόγια ο δυσλειτουργικός πρωταγωνιστής του. Σε μια Αμερική με πληγωμένο το όνειρο από τον εφιαλτικό Πόλεμο του Βιετνάμ, οι βετεράνοι ενσαρκώνουν το λαβωμένο γόητρο και γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι. Τι κι αν σήκωσαν στις πλάτες τους τη σημαία του έθνους; Στην πολιτική ζωή δεν είναι παρά ψυχικά διαταραγμένα υποκείμενα που είναι συζητήσιμο αν έχουν χάσει το μυαλό τους.
Κι έτσι είναι ευκολότερο για τον Μπικλ να καταβυθίζεται στη σαπίλα και τη βία και να συγχρωτίζεται το περιθώριο. Αντιήρωας είναι πια, εκεί που κάποτε ήταν ήρωας, και το κίτρινο ταξί του το όχημα με το οποίο θα πέσει με τα μούτρα στο νεοϋορκέζικο καθαρτήριο (ή κολαστήριο;).
«Σε μένα μιλάς;» (Are you talkin’ to me?), αναρωτιέται κάποια στιγμή ο αντικοινωνικός πρωταγωνιστής σε μια από τις γνωστότερες ατάκες της έβδομης τέχνης. «Σε μένα;» (You talkin’ to me?), επιμένει και επιμένει, αν και έχουμε λησμονήσει τη συνέχεια, την αριστουργηματική συνέχεια που τα λέει όλα: «Λοιπόν, είμαι ο μόνος εδώ». Αυτή είναι η πιο ειλικρινής παραδοχή του φιλμ, οι λεξούλες που φυλάσσουν εντός τους όλο το νόημα της ταινίας, αλλά και την ίδια την ψυχοσύνθεση του Τράβις.
Ενός ανθρώπου που προσπαθεί απεγνωσμένα να επικοινωνήσει, να κάνει αισθητή την παρουσία του, να μιμηθεί έστω αυτή τη χαλαρή κοινωνική αλληλεπίδραση που βλέπει στους άλλους να βγαίνει αβίαστα και γι’ αυτόν είναι άθλος. Στα «ψιλά» της ιστορίας, την ατάκα προσέθεσε στον παρανοϊκό μονόλογο ο ίδιος ο ΝτεΝίρο και όπως ομολόγησε χρόνια μετά, την έκλεψε από τον Μπρους Σπρίνγκστιν! Λίγες μέρες πριν, ο μουσικός έπαιξε στη Νέα Υόρκη (ο ΝτεΝίρο ήταν εκεί) και όταν το κοινό ούρλιαξε το όνομά του, βγήκε στη σκηνή και με μια προσποιητή δόση ταπεινότητας ρώτησε τον κόσμο: «Σε μένα μιλάτε;».
Η φράση κόλλησε στον ΝτεΝίρο, άρεσε στον Σκορσέζε και έκανε τελικά τον σεναριογράφο Πολ Σρέιντερ να ομολογήσει: «Είναι το καλύτερο πράγμα στην ταινία και δεν το έγραψα εγώ»! Μια ταινία στην οποία οι συντελεστές της είχαν πιστέψει τόσο που δέχτηκαν πρόθυμα μείωση αποδοχών για να γίνει, κάτι που δεν συναντάς συχνά στον φιλοχρήματο κόσμο του Χόλιγουντ.
Ο ΝτεΝίρο, ας πούμε, έχοντας κάνει μόλις το δεύτερο μέρος του «Νονού» (1974), είχε ανεβασμένο κασέ στα 500.000 δολάρια και προτάσεις-«βροχή». Εκείνος ήθελε όμως να παίξει τον «Ταξιτζή», τόσο διακαώς που συμφώνησε να ρίξει τις απολαβές του στα 35.000 δολάρια. Το ίδιο έκανε και ο σεναριογράφος, παίρνοντας ένα αντίστοιχο ποσό, παρά το γεγονός ότι ένα δεύτερο σενάριό του είχε μόλις πουληθεί σε δεκαπλάσια ποσά.
Αυτό συνέβη και στον Σκορσέζε (65.000 δολάρια) και το υπόλοιπο καστ (η Σίμπιλ Σέπαρντ κι αυτή 35.000 δολάρια), καθώς το να γίνει η ταινία ήταν το μεγάλο όνειρο όλων. Μια ταινία με προϋπολογισμό-«ψίχουλα» 1,8 εκατ. δολαρίων, από τα οποία λιγότερες από 200.000 πήγαν σε αμοιβές.
Μια ταινία που μπορεί σήμερα να φιγουράρει σε κάθε λίστα με μεγάλες δημιουργίες του παρελθόντος, στην εποχή της πάντως η αμερικανική κινηματογραφία αποφάσισε να αγνοήσει επιδεικτικά. Παρά τους διθυράμβους της κριτικής, δεν απέσπασε κανένα από τα τέσσερα Όσκαρ για τα οποία προτάθηκε. Την αναγνώριση που δικαιούνταν τη βρήκε στις Κάννες, όπου ο «Ταξιτζής» έβαλε τον Χρυσό Φοίνικα πάνω από το ταξίμετρό του.
Και πάλι όμως λείπουν πολλά από τα στοιχεία που κάνουν το αστικό αυτό γουέστερν αριστούργημα. Όπως οι ατμοί των υπονόμων που καπνίζουν ασταμάτητα, η απαστράπτουσα φωτογραφία του μεγάλου Μάικλ Τσάπμαν, η δυσοίωνη τζαζ του κορυφαίου Μπέρναρντ Χέρμαν (ο οποίος πέθανε λίγες μόνο ώρες μετά την ηχογράφηση του soundtrack), η μαεστρική σκηνοθεσία του Σκορσέζε με τα μακρόσυρτα slow motion του και τόσα ακόμα.
Αυτά δίνουν υπόσταση στον παράξενο αυτό θίασο των κατακαθιών και των αποβρασμάτων που παρελαύνουν νωχελικά στην οθόνη και παρατηρεί ο ΝτεΝίρο από το καθρεφτάκι του ταξί του, με το ωμά παρανοϊκό του ύφος. Κι αν οι κακόφημοι αυτοί δρόμοι σου παίρνουν τα αυτιά με τη μόνιμη βουή τους, η σιωπή της αποξένωσης του Μπικλ είναι ακόμα πιο εκκωφαντική.
Όπως είναι κι αυτές οι δύο γυναίκες της ταινίας και της ζωής του, η διανοούμενη ακτιβίστρια που υπόσχεται να τον βγάλει στο φως της ημέρας (Σίμπιλ Σέπαρντ) και η άλλη, η ανήλικη πόρνη (Τζόντι Φόστερ) που του παρέχει τη δυνατότητα να τη σώσει και να εξιλεωθεί. O ΝτεΝίρο σε αυτή τη δεύτερή συνεργασία του με τον Σκορσέζε αποδεικνύει περίτρανα πόσο μεγάλος ηθοποιός είναι, καθώς κάτω από το σιγοβράσιμό του ελλοχεύει αυτή η έκρηξη που ξέρεις πως θα έρθει. Κι όταν έρθει…
Γιατί να τη δεις: Γιατί είναι κλασική με την πλήρη έννοια του όρου, ένα μοντεμοντέρνο φιλμ νουάρ βουτηγμένο στο σκοτάδι και την οργή και με το δάχτυλο μονίμως πάνω στη σκανδάλη. Ένα βίαιο δράμα από αυτά που είναι εξόχως σκορσέζικα και μας μεταφέρουν σε ένα αλλιώτικο σύμπαν, εκεί που ένας άγγελος-εξολοθρευτής περιμένει τη δική του στιγμή γράφοντας σιωπηρά μίλια με το ταξί του.
Να τη δεις όμως και για μια άλλου είδους βία, αυτή που φωλιάζει πίσω από την ανασφάλεια και μέσα στη μοναξιά αναζητώντας διεξόδους από την υποκρισία και το ψέμα. Μια βία όχι ως λύτρωση, παρά ως κραυγή αγωνίας. Μια βία που αναλαμβάνει να νοηματοδοτήσει τη ζωή που άρχισε και τέλειωσε στις ζούγκλες του Βιετνάμ, λες κι αυτός ήταν ο προορισμός της…
«Ταξιτζής»
Παραγωγή: Αμερική
Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε
Πρωταγωνιστούν: Ρόμπερτ ΝτεΝίρο, Τζόντι Φόστερ, Σίμπιλ Σέπαρντ, Άλμπερτ Μπρουκς, Πίτερ Μπόιλ, Χάρβεϊ Καϊτέλ