Ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας φτιάχτηκε το 1982 χωρίς ψηφιακά εφέ. «Μα πώς γίνεται;», παραπονιόνταν οι κριτικοί.
Όλα τα οπτικά εφέ βασίζονταν σε μοντέλα και προπλάσματα, δαιμόνιες κινήσεις της μηχανής και περίτεχνους φωτισμούς, άντε και σε μια σειρά πειραματικών τεχνικών που είχε εφαρμόσει ο Σπίλμπεργκ στις «Στενές επαφές τρίτου τύπου» το 1977.
Αλλά και η πλοκή της ταινίας ήταν παράξενη για την επικράτεια του sci-fi. Έμοιαζε περισσότερο σαν ένα στρυφνό φιλοσοφικό δοκίμιο περί ανθρώπινης φύσης, ένα φουτουριστικό νεο-νουάρ βουτηγμένο στο μεθυστικό άρωμα του θανάτου. Ήταν λες και η δράση έμπαινε σε δεύτερο πλάνο, πέντε μόλις χρόνια μετά την καταιγιστική sci-fi περιπέτεια που είπανε «Star Wars», θέλοντας να μιλήσει για άλλα, μεγάλα και διαχρονικά ερωτήματα και φοβίες της ανθρωπότητας.
Μόνο που ήταν τελικά αυτές οι τρικλοποδιές που έβαλε στην επιστημονική φαντασία ο Ρίντλεϊ Σκοτ που θα γεννούσαν έναν σωστό μύθο της έβδομης τέχνης. Το «Blade Runner»! Έναν από τους σταθμούς της επιστημονικής φαντασίας που μοιάζουν κλασικοί και αναλλοίωτοι στον χρόνο. Και που το σημερινό κοινό του 21ου αιώνα δεν μπορεί καν να διανοηθεί γιατί το υποδέχτηκαν τόσο χλιαρά οι άνθρωποι της εποχής του.
Κι αυτό το «χλιαρά» είναι μάλλον ευφημισμός, καθώς μιλάμε για μια ταινία που πάτωσε στα ταμεία και δεν έφταιγε μόνο πως είχε βγει απέναντι στο εισπρακτικό φαινόμενο που άκουγε στο όνομα «Ε.Τ. ο εξωγήινος» (και λιγότερο στο «Ρόκι 3»). Το κοινό το θεωρούσε πολύπλοκο αφηγηματικά, οι κριτικοί δεν το λάτρεψαν ακριβώς κι έτσι πέρασε παραγνωρισμένο. Μόνο που με τα χρόνια η σαγήνη του βάθαινε ολοένα και περισσότερο και σήμερα θεωρείται δικαίως ένα κομψοτέχνημα της επιστημονικής φαντασίας, μια από αυτές τις κινηματογραφικές εμπειρίες που κάθε σινεφίλ οφείλει να αντιπαρατεθεί μαζί της.
Μυστηριώδες και σκοτεινό, είναι μια μελλοντολογική δυστοπία, ένα αριστούργημα του είδους που παραμένει αξιοσημείωτο οπτικά και ανεπανάληπτο αφηγηματικά. Σήμερα ξέρουμε μάλλον τι έφταιξε, το γεγονός ότι ήταν τόσο καινοτόμο που έπρεπε να περάσουν χρόνια για να το χωνέψει ο κόσμος. Αλλά και οι ίδιοι οι δημιουργοί του, καθώς ο Ρίντλεϊ Σκοτ έχει ρίξει στην αγορά τουλάχιστον 5 δικές του εκδοχές και σχεδόν άλλες τόσες το στούντιο, αποζητώντας λες εκείνη που θα δικαίωνε το δοκιμιακό όραμά του.
Βασισμένο χαλαρά στο «Ηλεκτρικό πρόβατο» του Φίλιπ Ντικ, το φιλμ περιστρέφεται γύρω από τις περιπέτειες του κυνηγού κεφαλών Ρικ Ντέκαρντ (Χάρισον Φορντ) και της αποστολής του να ξεπαστρέψει τα ανθρωποειδή που στασίασαν κατά του ανθρώπινου δυνάστη τους. Αυτές οι ρέπλικες, συνθετικο-βιολογικά ανδροειδή που δύσκολα ξεχωρίζουν από τον άνθρωπο, θα ήταν η μεγάλη κινηματογραφική παρακαταθήκη του Ρίντλεϊ Σκοτ στην τρίτη κιόλας ταινία του, την πιο πυκνή νοηματικά και εικαστικά δουλειά του (την «πιο εσωτερική και προσωπική μου δουλειά», όπως λέει).
Σε καθαρά αισθητικούς όρους άλλωστε, δύσκολα θα βρεις σήμερα άλλη ταινία που να έχει επηρεάσει περισσότερο τόσο σινεμά όσο και ποπ κουλτούρα από το αιχμηρό αφηγηματικά και ανυπέρβλητο οπτικά «Blade Runner», που μας μεταφέρει στο δυστοπικό Λος Άντζελες του 2019 για να μιλήσει για το τι σημαίνει «ανθρώπινο» σε ένα μέλλον τραγικά μηχανικό. Σε μια αστική ζούγκλα που κυριαρχείται από μελαγχολικές σκιές, χαμηλό φωτισμό, συνεχή όξινη βροχή και μόνιμο σκοτάδι, λες και οι ανθρώπινες ψυχές καταβυθίστηκαν στον Άδη και καθηλώθηκαν στο Καθαρτήριο.
Όλα ήταν ανοίκεια και ξένα σε ένα φιλμ που ήθελε μεν να είναι sci-fi, αψηφούσε ωστόσο με αυθάδεια όλες του τις νόρμες. Οι κριτικοί διαμαρτύρονταν από την πρώτη στιγμή πως έμοιαζε με φιλμ νουάρ, τόσο μυθοπλαστικά όσο και εικονογραφικά. Η καμπαρντίνα του Ντέκαρντ και το τραχύ του στιλ δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αμφιβολίας, όπως δεν έκανε και το εντυπωσιακά υψηλό κοντράστ που θύμιζε παλιές ταινίες του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και του Ρόμπερτ Μίτσαμ (ο σεναριογράφος του ομολόγησε αργότερα πως είχε πράγματι το «Γεράκι της Μάλτας» κατά νου!).
Γι’ αυτό και η αριστουργηματική ηλεκτρονική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου λειτουργεί τόσο αντιστικτικά, ένα σωστό φουτουριστικό ρέκβιεμ αποξένωσης, όταν δεν καταλαγιάζει κι αυτό σε μουντές μελωδίες σαξόφωνου που θυμίζουν ρετρό παρελθόν και μοιάζουν ταιριαστότερες (χωρίς να είναι). Το «Blade Runner» είναι βουτηγμένο στη μελαγχολία και τον πεσιμισμό, καραδοκεί στις σκιές του θανάτου και έχει για πρωταγωνιστές φαντάσματα, ανθρώπους που δεν ξέρεις αν είναι πραγματικοί ή αντίγραφα (και κάθε εκδοχή προκρίνει μάλιστα κάτι άλλο, ακόμα και για τον Ντέκαρντ). Οπτικά και ηχητικά, στοιχειώνεται από οντολογικούς ψιθύρους, τους ίδιους μας τους φόβους για ένα μέλλον όχι και τόσο μακρινό.
Οι δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ (η μία στα ειδικά εφέ) δεν ήταν παρά στάχτη στα μάτια, καθώς ήταν σαφές πως το κοινό του 1982 δεν ήταν έτοιμο για το «Blade Runner» (και όχι το αντίθετο!). Μια ταινία που μονταρίστηκε ξανά το 1992 (director’s cut) από τον Ρίντλεϊ Σκοτ, καθώς στην αυθεντική εκδοχή τα ηνία πήρε στο τέλος το στούντιο και κουτσούρεψε το όραμά του (βγάζοντας τελικά δύο «Blade Runner»!). Μόνο που και σε αυτή την εκδοχή ο Σκοτ είπε πως βιάστηκε και παρέμεινε δυσαρεστημένος με το αποτέλεσμα, σκαρώνοντας μια ακόμα εκδοχή λίγο αργότερα (expanded international cut). Όπως έγινε ξανά το 2007 (final cut), στην επέτειο των 25 χρόνων, ένα νέο μοντάζ στο οποίο δούλευε ο σκηνοθέτης από το 2000 (είχε μεσολαβήσει κι ένα ακόμα, αλλά και μερικά του στούντιο χωρίς την εξουσιοδότηση του σκηνοθέτη)!
Το «Blade Runner» στέκει σήμερα στο βάθρο του sci-fi, πλάι (ή πίσω) από το «Μετρόπολις» (1927) του Φριτζ Λανγκ, ένα ορόσημο που τόσο επηρέασε τον Ρίντλεϊ. Μόνο που ήταν οι δικές του ρέπλικες, τα γενετικά τροποποιημένα συνθετικά πλάσματα που έχουν για σκλάβους οι άνθρωποι, που θα παρέμεναν αξεπέραστες, όσο ο ήρωάς μας αναρωτιέται για τη δική του ταυτότητα. Εκεί που τα ρομπότ ξεπέρασαν οτιδήποτε ανθρώπινο δηλαδή κάνοντας το ρολόι της ανθρωπότητας να αρχίσει να χτυπά ξεκούρδιστα…
Γιατί να το δεις: Για να δεις πώς μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας υπονομεύει τόσο τον εαυτό της και μετατρέπεται σε ένα σκοτεινό νεο-νουάρ που θα λάτρευε ακόμα και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ. Και πώς γίνεται μια ταινία, μια εικαστικά σπουδαία ταινία, να είναι αφηγηματικά τόσο δυστοπική όσο και το μέλλον που οραματίστηκε.
Κυρίως όμως για να νιώσεις στο πετσί σου τι μπορεί να κάνει το σινεμά όταν αποφασίζει να μιλήσει γι’ αυτά τα μεγάλα και σπουδαία, τον άνθρωπο και τον θεό εδώ, που εναλλάσσουν ρόλους σε βάρος των έξυπνων μηχανών που φτιάχτηκαν να μας υπηρετούν. Η αμφισημία της ύπαρξης, ένας κόσμος που αποσυντίθεται κάτω από το δυσανάλογο βάρος του και μια μάχη τόσο συμβολική όσο και πραγματική ως αλληγορία της ζωής, της αθανασίας και της διαρκούς αναζήτησης νοήματος. Γι’ αυτό το ανθρωποειδές που όλοι κρύβουμε τελικά μέσα μας, λες και καθηλωθήκαμε στη διαχρονική ερώτηση αν και ο Ντέκαρτ ήταν ρέπλικα.
Και ανάλογα με ποια εκδοχή θα δεις, ήταν ή δεν ήταν. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ μας είπε το 2007 πως όντως ήταν, ο Χάρισον Φορντ επιμένει όμως ακόμα και σήμερα πως δεν ήταν! Αυτό είναι το «Blade Runner», ένας συγκλονιστικός γρίφος ακόμα και για τους ίδιους του τους δημιουργούς. Και μια αφορμή για να γυρνάς στο -κινηματογραφικό- παρελθόν για να μαθαίνεις το μέλλον.
«Blade Runner»
Παραγωγή: Αμερική
Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ
Πρωταγωνιστούν: Χάρισον Φορντ, Ρούτγκερ Χάουερ, Έντουαρντ Τζέιμς Όλμος, Σον Γιανγκ, Ντάριλ Χάνα, Γουίλιαμ Σάντερσον