Από το πεπρωμένο του δεν μπορεί προφανώς να ξεφύγει κανένας κι αν ήταν ένα πράγμα που μας έμαθε η αριστουργηματική τριλογία του Φράνσις Φορντ Κόπολα για την ιστορία της μαφιόζικης φαμίλιας των Κορλεόνε, ήταν ακριβώς αυτό. Ο αντιρρησίας γιος δηλαδή που νιώθει να έλκεται αδυσώπητα από το εγκληματικό συνδικάτο του πατέρα του και παρά τις ενστάσεις του, θα γίνει τελικά κι αυτός ίδιος με τον άνθρωπο που απεχθάνεται. Κι αυτό είναι το μεγάλο ατού αυτού του διαμαντιού που σφράγισε το γκαγκστερικό είδος, πως παραμένει μια οικογενειακή ιστορία για έναν πατέρα και τους γιους του. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα κλειστό σύμπαν, γι’ αυτό και μπορεί ο θεατής να συμπαθήσει και να ταυτιστεί με χαρακτήρες που ξερνούν κακία και θάνατο. Ο αιμοβόρος κόσμος της σιτσιλιάνικης Μαφίας βλέπεται για πρώτη ίσως φορά από τα μέσα του, κάνοντας τον θεατή συνένοχο στο οργανωμένο συνδικάτο εγκλήματος και βάζοντάς τον να παρακολουθεί ζυμώσεις, μίση και αντιζηλίες, εκδίκηση, επιτυχία και αποτυχία. Μια άλλου τύπου οικογένεια που παραμένει πιστή στις αρχές και τα ιδανικά της, έστω κι αν αυτά είναι η ίδια η πηγή του κακού. Βλέποντας κανείς σήμερα τον «Νονό» (1972) για πρώτη φορά έχει την εντύπωση πως στο κομψοτέχνημα αυτό της έβδομης τέχνης όλα ήταν υπολογισμένα στην εντέλεια, οργανωμένα μέχρι κεραίας και καθετί είχε τη θέση και τη σημασία του. Μόνο που η ιστορία της παραγωγής του αποκαλύπτει μια ολότελα διαφορετική εικόνα που επηρέασε το τελικό πολυδιάστατο αποτέλεσμα περισσότερο ίσως και από το καλογραμμένο σενάριο. Ο σκηνοθέτης, πρώτα από όλα, ο μεγάλος Φράνσις Φορντ Κόπολα, που ήταν τότε σχετικά άγνωστος και πήρε τη δουλειά εξαιτίας του προηγούμενου φιλμ του («Οι άνθρωποι της βροχής» του 1969), καθώς η Paramount έψαχνε να ρίξει το κόστος και απέρριπτε τα μεγάλα ονόματα. Είχε πάρει όμως και πλήθος από «όχι», καθώς ούτε ο Ελία Καζάν ούτε ο Άρθουρ Πεν ούτε και ο Κώστας Γαβράς δέχτηκαν να τον γυρίσουν. Ακόμα και όταν υπέγραψε όμως, τα στελέχη του στούντιο έψαχναν να τον διώξουν, καθώς δεν τους άρεσε ο τρόπος που γυρνούσε την ταινία! Αυτοί ήθελαν ένα πιο βίαιο και σκληρό φιλμ, κι έτσι απειλούσαν συνεχώς τον Κόπολα με απόλυση. Ακόμα και αντικαταστάτες σκηνοθέτες έφτασαν να έχουν στα γυρίσματα, για να του τρίξουν τα δόντια. Ή να του κάνουν μια προσφορά που δεν θα μπορούσε να αρνηθεί, σαν τον πρωταγωνιστή του! Εξίσου λυσσαλέες ήταν και οι μάχες του για να κρατήσει την ταινία δράμα εποχής, μιας και η Paramount του ζήτησε να εκμοντερνίσει την ιστορία του Mario Puzo ώστε να ρίξουν κι άλλο τον προϋπολογισμό. Το σενάριο ήταν τοποθετημένο στη Νέα Υόρκη μετά τον Β’ Παγκόσμιο (1945-1955), οι παραγωγοί το ήθελαν όμως να λαμβάνει χώρα στο 1972, ώστε να πάνε στο Κάνσας Σίτι και να το γυρίσουν μια κι έξω. Μέσα σε όλα, το στούντιο δεν ήθελε να ακούσει καθόλου για τον Μάρλον Μπράντο, μιας και είχαν παλιότερες περιπέτειες και αγεφύρωτες διαφορές. Όταν ο Κόπολα ανέφερε κάποια στιγμή το όνομά του για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Βίτο Κορλεόνε, το αφεντικό της Paramount, Charles Bluhdorn, του είπε ότι ο ηθοποιός «δεν θα εμφανιστεί ποτέ σε ταινία της Paramount». Αυτός ήθελε τον σερ Λόρενς Ολίβιε, δέχτηκε τελικά στη βάση τριών όρων: να κάνει ο Μπράντο απαραιτήτως δοκιμαστικό, να παίξει τσάμπα(!) και να εγγυηθεί προσωπικά ο Κόπολα πως αν το φιλμ πάτωνε με τον διαβόητα στριφνό στο γύρισμα ηθοποιό, θα αποζημίωνε το στούντιο για τις απώλειες στα ταμεία. Ο Κόπολα παρέσυρε κυριολεκτικά τον Μπράντο στην παγίδα του δοκιμαστικού, σε «τεστ για το μακιγιάζ» του είπε πως θα πήγαινε, μιας και δεν θα δεχόταν να περάσει από οντισιόν. Όταν το στούντιο είδε τελικά το υλικό, λάτρεψε τόσο την υποκριτική του που απέσυραν τον δεύτερο και τρίτο όρο και συμφώνησαν στα πάντα. Το ίδιο συνέβη και με τον Αλ Πατσίνο, μιας και η Paramount είχε ήδη αποφασίσει να παίξει τον γιο Μάικλ Κορλεόνε είτε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είτε ο Ράιαν Ο’Νιλ. Και έπρεπε να επιστρατεύσει ξανά το δαιμόνιό του ο Κόπολα για να τους πείσει, όπως έκανε και με τον Τζέιμς Καν, που επιστρατεύτηκε τελικά να ενσαρκώσει τον Σόνι. Ακόμα και τον ΝτεΝίρο δεν ήθελαν με τίποτα, ο Κόπολα θα τους έπειθε όμως και γι’ αυτόν, αν και θα εμφανιζόταν στο δεύτερο μέρος της τριλογίας. Και θα κέρδιζε και Όσκαρ Β’ Ανδρικού για τον ρόλο του. Άπειρα κυριολεκτικά προβλήματα είχε και σε πολλούς ακόμα τομείς του καθαρού γυρίσματος, μιας και όλα φαίνονταν να πάνε στραβά. Κι όμως, υιοθέτησε την τυχαιότητα και τα λάθη και απέδωσε ένα αριστούργημα από αυτά που έκαναν το αμερικανικό σινεμά να λάμψει. Και τα περιστατικά ήταν τόσα που ο Κόπολα γέμισε μερικά σημειωματάρια με τα παρατράγουδα, 720 ολόκληρες σελίδες, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε βιβλίο ώστε, διά στόματος Κόπολα: «να καταλάβει το κοινό πολλά από αυτά που αποφασίστηκαν και έγιναν με συγκεκριμένο τρόπο». Ακόμα και η γάτα του Βίτο δεν ήταν παρά ένα αδέσποτο αιλουροειδές που βόλταρε έξω από το πλατό και άρπαξε ο Κόπολα μπας και αρέσει στον Μπράντο. Μόνο που τελικά ο Μπράντο άρεσε στη γάτα, που στρογγυλοκάθισε στα πόδια του και δεν κουνήθηκε για μια ολόκληρη μέρα γυρίσματος. Ή το διαβόητο κεφάλι του αλόγου, που ήταν πραγματικό και έκανε τις φιλοζωικές να διαμαρτύρονται για μέρες. Και τον Τζον Μάρλεϊ να ουρλιάξει με κάθε ειλικρίνεια όταν το είδε. Με αυτά και με τα άλλα, ο νεαρός ιταλο-αμερικανός σκηνοθέτης που θα γινόταν ο πατριάρχης του νέου αμερικανικού σινεμά προσάρμοσε τη μαφιόζικη ιστορία του Mario Puzo και έφτιαξε έναν καλλιτεχνικό και εμπορικό θρίαμβο. Πλάι στα τρία μεγάλα Όσκαρ που απέσπασε (Καλύτερης Ταινίας, Α’ Ανδρικού και Διασκευασμένου Σεναρίου) σε 10 υποψηφιότητες, ήταν για σειρά ετών και η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία του Χόλιγουντ. Και αν πρέπει να το πούμε, σταθερή συμπερίληψη σε κάθε λίστα με τα κορυφαία φιλμ όλων των εποχών που σέβεται κατ’ ελάχιστο τον εαυτό της. Αφήνοντας ταυτοχρόνως κληρονομιά και το πλέον αναγνωρίσιμο soundtrack, την επίσης υποδειγματική μουσική του μεγάλου Νίνο Ρότα. O «Νονός» αναβίωσε τη χολιγουντιανή αγάπη με τα γκαγκστερικά της δεκαετίας του 1930, κάνοντάς τα ωστόσο πρακτικά αγνώριστα. Η σχεδόν οπερετική σκηνοθεσία του και το μεγαλείο των σκηνών κατέληξαν ουσιαστικά σε έναν νέο τρόπο να λέγονται οι μαφιόζικες ιστορίες. Ο Βίτο Κορλεόνε αναδύεται ως ένας συμπαθής και, γιατί όχι, θαυμάσιος χαρακτήρας, αφού στα μακρόσυρτα και αρκούντως πολλά λεπτά του φιλμ δεν κάνει τίποτα που δεν εγκρίνεις, παρά το επαγγελματικά εγκληματικό παρελθόν του. Σε όλο τον «Νονό» δεν θα δούμε ούτε ένα αθώο θύμα της δράσης του οργανωμένου εγκλήματος. Δεν θα δούμε γυναίκες να σύρονται στην πορνεία, ζωές να καταστρέφονται από τον τζόγο και τους εκβιασμούς, ούτε μια τόση δα ληστεία. Ακόμα και ο μόνος αστυνομικός με πραγματικό ρόλο είναι διεφθαρμένος. Ο «Νονός» είναι μια πραγματική ενδοσκόπηση στον κόσμο της Μαφίας, μια ιστορία που λέγεται από τα μέσα για τους έξω, αυτή είναι η μαγεία, η γοητεία και το ίδιο του το ξόρκι. Ένα τέτοιο ξόρκι που ανάγκασε το πραγματικό συνδικάτο εγκλήματος της Νέας Υόρκης, τη διαβόητη φαμίλια Γκαμπίνο, να παρακολουθεί στενά τα γυρίσματα και να απειλεί κάθε τόσο τους παραγωγούς να τα διακόψουν. Μπορεί ο θρύλος να θέλει όλη τη Μαφία να έχει πέσει με τα μούτρα πάνω στον «Νονό», τα περιστατικά με τους Γκαμπίνο ήταν όμως ολότελα αληθινά. Όπως και η ειρηνική πορεία διαμαρτυρίας της Ιταλο-Αμερικανικής Ένωσης όταν πληροφορήθηκε για τα γυρίσματα του «Νονού», που κατέληξε σε μια νέα εκστρατεία εκφοβισμού από τη σιτσιλιάνικη φαμίλια των Κολόμπο… Γιατί να τον δεις: Γιατί είναι ένα πραγματικό διαμάντι της έβδομης τέχνης, ένα εγκληματικό έπος που όλοι θα βρουν κάτι να αγαπήσουν. Και γιατί είναι η ταινία που σφράγισε τις προσλαμβάνουσές μας για τον σκοτεινό κόσμο της Μαφίας που απαθανατίζεται στη χαρακτηριστική ατάκα του Μάικλ Κορλεόνε: «Ποτέ μην πας κόντρα στην οικογένεια». Ένα πραγματικά πολυδιάστατο αριστούργημα, κλασικό και ταυτόχρονα μοντέρνο, που παραμένει εξαίσιο δείγμα της αφηγηματικής δύναμης του κατεξοχήν αμερικανικού σινεμά του Κόπολα. Μια πολυσύνθετη τοιχογραφία για μια εποχή που μπορεί να παρήλθε, με πολλούς τρόπους συνεχίζει ωστόσο να είναι ακόμα παρούσα. Και μάλλον θα είναι για πάντα, όπως και ο «Νονός» της…
«Ο νονός»
Παραγωγή: Αμερική Σκηνοθεσία: Φράνσις Φορντ Κόπολα Πρωταγωνιστούν: Μάρλον Μπράντο, Αλ Πατσίνο, Τζέιμς Κάαν, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Ντάιαν Κίτον, Τάλια Σάιρ, Τζον Καζάλ