Σπανίως ταινία διχάζει τόσο τους κριτικούς και προκαλεί τέτοια διάσταση απόψεων μεταξύ κοινού και ειδικών.
Και εξίσου σπανίως ταινία λατρεύεται και αποθεώνεται από τη νεολαία με τον αποστομωτικό και ολοκληρωτικό τρόπο που το έκανε το ανατρεπτικό «διαμαντάκι» του Ντάνι Μπόιλ το σωτήριο έτος 1996.
Αυτή η παλιοπαρέα των ναρκομανών που περιπλανιέται στους δρόμους του Εδιμβούργου έφερε τεράστια αναταραχή στους κόλπους του σινεμά και όχι μόνο. Την ώρα που πυροδότησε μια πρωτόγνωρη υστερία στην πιτσιρικαρία, καταδικάστηκε από μεγάλη μερίδα κριτικών και εγκαινίασε μια περίεργη ομολογουμένως σταυροφορία από την εφημερίδα «Daily Mail», που έβλεπε πως η ταινία έκανε τον κόσμο των ναρκωτικών να φαίνεται γκλαμουράτος και της μόδας.
Μόνο που τελικά το «Trainspotting» ήταν όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Και προπαντός μια ταινία που ήθελε να δώσει φωνή σε μια γενιά εγκλωβισμένη στο περιθώριο της κοινωνίας και της εποχής. Ένα ηλεκτρισμένο έργο, μια ηδονοβλεπτική ματιά στον εθισμό της ηρωίνης, με ήρωες που μπορούσε να ταυτιστεί η νεολαία επειδή ήταν ακριβώς η ακραία εκδοχή της. Αν δεν έχεις επιλογές και μέλλον, τι να το κάνεις το παρόν;
Κι αν ο τουριστικός χάρτης του Εδιμβούργου θα είχε λίγους λόγους να ευχαριστεί τον σκηνοθέτη Ντάνι Μπόιλ για τη γενναία μεταφορά του μυθιστορήματος του Ίρβιν Γουέλς στη μεγάλη οθόνη, τόσο το βρετανικό σινεμά όσο και εκατομμύρια τοίχοι νεολαίων του πλανήτη το έκαναν απλόχερα. Ακόμα και τα CD players που πήραν φωτιά!
Οι τέσσερις ηρωινομανείς του «Trainspotting», ο Μαρκ Ρέντον (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ) και η τρελοπαρέα του, δεν ήταν ότι άλλαξαν απλώς το politically correct και πουριτανικό του βρετανικού σινεμά μέσα σε μια μέρα, ήταν κυρίως ότι έδωσαν την πιο χαρακτηριστική ίσως ταινία ολόκληρων των ’90s.
Η βασική ομάδα της Figment Films (ο σκηνοθέτης Ντάνι Μπόιλ, ο παραγωγός Άντριου ΜακΝτόναλντ, ο σεναριογράφος Τζον Χοντζ και ο ηθοποιός Γιούαν ΜακΓκρέγκορ) είχε εξάλλου ξανασυνεργαστεί στο «Shallow Grave» (ελληνικός τίτλος: «Μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων») το 1994 και αναζητούσε τώρα το επόμενο καλό βήμα χωρίς να χάσει την ανεξαρτησία της. Και τι βήμα έμελλε να είναι αυτό!
Τέτοιο που Μπόιλ και ΜακΓκρέγκορ θα γίνονταν αυτομάτως αστέρια της έβδομης τέχνης. Δίνοντας ταυτοχρόνως στο αγγλικό σινεμά μια υπερβολική δόση αυτοπεποίθησης, βγάζοντάς το από τον λήθαργό του. Ο Γουέλς είχε μάλιστα πολλές κρούσεις για το αιρετικό βιβλίο του, τον κέρδισαν όμως μόνο οι δυο νεαροί Σκοτσέζοι (ΜακΝτόναλντ και Χοντζ), που του υποσχέθηκαν να μην «εξευγενίσουν» το σκληρό του περιεχόμενο και να μη θυσιάσουν «την ημι-ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση τύπου Κεν Λόουτς».
Και πράγματι το «Trainspotting» κατέγραφε πιστά το κλίμα εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν τα ναρκωτικά είχαν θρονιαστεί για τα καλά στην καθημερινότητα της μεσοαστικής τάξης και η κοινωνία άρχισε να αναγνωρίζει δειλά-δειλά πως τα ναρκωτικά δεν ήταν μόνο για περιθωριακούς και κοινωνικά εξαθλιωμένους. Ήταν εξάλλου η εποχή που τα χάπια έκστασι δένονταν με την ηλεκτρονική μουσική και η χρήση σταμάτησε να είναι ταμπού με τον τρόπο που ήταν τουλάχιστον τις προηγούμενες δεκαετίες.
Αυτό ήταν το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο που επέτρεψε να φτιαχτεί ένα φιλμ που δεν ηθικολογούσε για τα ναρκωτικά, κάνοντας προσιτή και απολαυστική κινηματογραφικά ακόμα και την αχρειότητα που συνεπάγεται η καταβύθιση στον υπόκοσμο. Τα συστατικά της επιτυχίας και της απίστευτης απήχησής του στον νεαρόκοσμο δεν ήταν εξάλλου δικά του, καθώς αυτή η γενιά είχε προκρίνει για τη δική της επανάσταση τα ναρκωτικά ως μέσο ψυχαγωγίας και τον ηδονισμό ως στάση ζωής.
Και πίσω ακριβώς από τη σαγήνη των ουσιών και το όλο lifestyle που περικλείει, το «Trainspotting» δεν εξωραΐζει ούτε μασκάρει τα κακά. Ίσα-ίσα, η στάση του είναι τολμηρή και εξόχως πραγματιστική, συλλαμβάνοντας την εξαντλητική και ακραία δυσλειτουργική καθημερινότητα του ηρωινομανούς. Ακόμα και η παρέα τους δεν είναι φιλία με την παραδοσιακή έννοια του όρου, παρά βρισκόμαστε γιατί έχουμε έναν κοινό στόχο.
Και ο Μπόιλ κατάφερε να συνδυάσει το μακάβριο με το κωμικό και να θολώσει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, κάνοντας τα ναρκωτικά το μέσο ελευθερίας των πρωταγωνιστών και ταυτοχρόνως το μεγαλύτερό τους δεινοπάθημα. Δεν περιβάλλει τα ναρκωτικά με αίγλη, όπως είχε πιστέψει μερίδα του Τύπου και ανήσυχοι γονείς, μας αναγκάζει απλώς να κοιτάξουμε χωρίς παρωπίδες όσα διαδραματίζονται από πίσω τους. Και τους λόγους ύπαρξής τους φυσικά.
Κι αν όλα αυτά δεν γίνονται σαφή, στο τέλος το μονολογεί ο Ρέντον, όταν εξομολογείται το μίσος του απέναντι στην πεζή καθημερινότητα που προσφέρει η δυτική κοινωνία. Αυτή είναι ίσως η μαγική δύναμη του φιλμ, η ικανότητά του να σε κάνει να σκεφτείς για τις αξίες που μας δίδαξαν πως είναι οι σωστές: καταναλωτισμός, συντηρητισμός, καριέρα, γάμος, παιδιά. Έστω κι αν δεν είναι για όλους.
Αυτό είναι ίσως το μεγάλο κρίμα με το «Trainspotting», πως ακόμα και σήμερα είναι «μια ταινία για ναρκωτικά», ενώ δεν είναι. Ή είναι πολλά περισσότερα από αυτό και είναι άδικο να κολλάς στη σκληρή, ωμή και μηδενιστική προσέγγισή του. Προβλήθηκε ακόμα και στις Κάννες, το κορυφαίο κινηματογραφικό φεστιβάλ του πλανήτη, εκτός συναγωνισμού όμως, καθώς όλοι ανησυχούσαν για την «περίεργη» θεματική του. Ακόμα κι έτσι όμως, πως δεν έφυγε με περγαμηνές από κει, όλοι για το «Trainspotting» μιλούσαν, το «Trainspotting» που έγινε το μεγάλο κινηματογραφικό γεγονός της χρονιάς και της δεκαετίας τελικά.
Ακόμα και το British Film Institute το ψήφισε στη δέκατη θέση των 100 καλύτερων βρετανικών φιλμ του 20ού αιώνα. Το Χόλιγουντ το πρότεινε αμήχανα για Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου, ξέροντας από πριν πως δεν θα κέρδιζε.
Ο κόσμος το λάτρεψε τόσο που το έκανε το πιο επικερδές φιλμ της χρονιάς (σε όρους κόστους/κέρδους), παρά την περιορισμένη διανομή του και τις λιγοστές αίθουσες που τόλμησαν να το παίξουν. Σήμερα είναι ένα κλασικό ορόσημο του μοντέρνου σινεμά, με καραβιές από σκηνές ανθολογίας, φρενήρεις ρυθμούς και ένα υπέροχο soundtrack.
Αλλά και μια εναλλακτική ματιά πάνω στις διαχρονικές ανάγκες της πιτσιρικαρίας να ερωτευτεί, να διασκεδάσει και να φτιάξει έναν κόσμο τελείως διαφορετικό από των γονιών τους. Έστω κι αν στο τέλος είναι ο ίδιος μίζερος κόσμος, η μεγάλη τρικλοποδιά του φιλμ…
Γιατί να το δεις: Γιατί είναι μια ολοζώντανη και ευρηματικότατη ταινία που τα έχει όλα, σε δόσεις που πολλές φορές δεν μπορείς να αντέξεις. Σενάριο κουρδισμένο στην εντέλεια, χαρακτήρες-αριστουργήματα, χιούμορ, βία, πλάκα, μούρλα.
Να το δεις όμως και για το πώς μπορείς να μιλήσεις για τα ναρκωτικά χωρίς δαιμονοποίηση και διδακτισμό, δείχνοντας απλώς την αυτοκαταστροφή και το πόσο υπέροχη φαντάζει αυτή κάποιες φορές. Το «Trainspotting» παραμένει φρέσκο παρά τα χρονάκια του, μιας και η κοινωνία μας δεν έχει ξεπεράσει τις φοβίες και τα ερωτήματα που τη στοίχειωναν πριν από 20 χρόνια.
«Διάλεξε τη ζωή», επιμένει ο Ρέντον, σε κάτι που δύσκολα θα βρεις καλό αντίλογο. Ακόμα κι αυτοί οι «τελειωμένοι» και χωρίς όνειρα και διάθεση για δημιουργία νεαροί θα τον βρουν τελικά τον δρόμο τους. Ποιος έχει αμφιβολία;
«Trainspotting»
Παραγωγή: Αγγλία
Σκηνοθεσία: Ντάνι Μπόιλ
Πρωταγωνιστούν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Ρόμπερτ Καρλάιλ, Τζόνι Λι Μίλερ, Κέβιν ΜακΚιντ