Το πρόσωπό τους δεν θα το δείτε καθαρά στην μεγάλη οθόνη κι ακόμα κι αν το διακρίνετε σε κάποια γωνία του πλάνου, είναι καταδικασμένο να χαθεί τόσο φευγαλέα όσο εμφανίστηκε. Η φωνή τους σχεδόν ποτέ δεν θα φτάσει στα αυτιά σας και το όνομά τους δεν θα φιγουράρει στους τίτλους τέλους μαζί με τα ονόματα των συντελεστών της ταινίας.
Κι όμως οι άνθρωποι αυτοί, που μοιάζουν να μην «υπήρξαν» ποτέ είναι τόσο απαραίτητοι στις ταινίες όσο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί και χωρίς αυτούς καμία μεγάλη ταινία δεν θα ήταν μεγάλη.
Στη βιομηχανία του θεάματος ο κομπάρσος είναι ένας ρόλος που συχνά μπορεί να υποτιμάται από το ευρύ κοινό και τους θεατές ενός έργου. Όσοι όμως ασχολούνται με το είδος, σκηνοθέτες, παραγωγοί κλπ. δεν υποτιμούν καθόλου τον κομπάρσο.
Πόσο δύσκολο άραγε είναι να είσαι κομπάρσος; Να πιάνεις μόνο μία γωνιά του πλάνου κι αυτό για ελάχιστα δευτερόλεπτα, κατά τη διάρκεια μίας ταινίας και να πρέπει να κάνεις σωστά αυτό που σου έχει ζητήσει ο βοηθός του βοηθού του σκηνοθέτη. Και είναι αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα, οι μικρές χειρονομίες ή το ύφος που συμβάλλουν τα μέγιστα στη σκηνή.
Οι ηθοποιοί φόντου, γνωστοί και ως κομπάρσοι ή βοηθητικοί ηθοποιοί μπορεί να μην πρέπει να απομνημονεύσουν ολόκληρες σελίδες και ατελείωτους διαλόγους και να τα λένε νεράκι, διατηρούν ωστόσο σημαντικό ρόλο στο γύρισμα της ταινίας, καθώς συμβάλλουν τα μέγιστα στην αληθοφάνεια της σκηνής.
Πρόκειται για ένα επάγγελμα που σου επιτρέπει να διεισδύσεις στο κινηματογραφικό θέαμα, αλλά δεν σου προσφέρει ούτε σταλιά από τη λάμψη του.
Υπάρχουν όμως κάποιοι κομπάρσοι, που είτε ηθελημένα είτε άθελα, γίνονται με τα καμώματά τους αστέρια του σινεμά, και η μορφή τους αποτυπώνεται στις συνειδήσεις των κινηματογραφόφιλων για τα μνημειώδη ενσταντανέ τους.
Και κάπως έτσι καταφέρνουν να κλέψουν την παράσταση από τα μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου έστω κι αν το δικό τους δεν αναγράφεται πουθενά.
Ένα τέτοιο αστέρι υπήρξε και η Βίκυ Ιακωβίδου. Μπορεί το όνομά της να μην σας λέει πολλά αλλά ήταν ίσως η πιο αναγνωρίσιμη μορφή του κινηματογράφου. Εμφανισιακά «έφερνε» αρκετά στην Πόλυ Πάνου.
Ποτέ δεν έπαιξε έναν ολοκληρωμένο ρόλο αλλά «εισέβαλε» σε πολλές σκηνές, αφήνοντας έντονο το αποτύπωμά της σε δεκάδες ταινίες με τις χαρακτηριστικές κινήσεις και το ύφος της, πότε χαρούμενο, πότε περιπαικτικό, πότε αυστηρό, πότε θλιμμένο.
Συμμετείχε σε 168 ταινίες και περίπου στις 80 από αυτές, υποδύθηκε την πελάτισσα νυχτερινού κέντρου. Έχει υποδυθεί ακόμα την ιερόδουλη, την υπάλληλο, τη γειτόνισσα, την επιβάτη αεροπλάνου, τη συγγενή, την αγρότισσα, τη χήρα, τη νοσοκόμα, την θαυμάστρια, την καλεσμένη σε δεξιώσεις και γάμους.
Έπαιξε πλάι σε τεράστια ονόματα ηθοποιών, χτίζοντας την δική της καριέρα δίπλα ντίβες της χρυσής εποχής του κινηματογράφου. Παρά τις απίστευτες σε αριθμό συμμετοχές σε ταινίες, μόνο στο «Παιδί της μαμάς» (1970) το όνομα της αναγράφεται στους τίτλους.
Μέσα από το σινεμά δημιούργησε ισχυρές φιλίες με μεγάλους πρωταγωνιστές, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Κώστας Βουτσάς και άλλοι.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της είναι όταν υποδύθηκε την ιερόδουλη στην ταινία «Καλώς ήρθε το δολάριο». Στο έργο προσπαθούσε να αποπλανήσει τον Γιώργο Κωνσταντίνου και να μπει στο καμπαρέ όπου δούλευε στην Τρούμπα. «Ψιτ, αγοράκι να σου πω» του έλεγε.
Στην ταινία «Ζητείται Επειγόντως Γαμπρός» την στιγμή που η πρωταγωνίστρια Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδά, γίνεται ένα κοντινό πλάνο στην Βίκυ Ιακωβίδου η οποία σκουπίζει διακριτικά τα δάκρυά της.
Στη κωμωδία «Θου Βου Φαλακρός πράκτωρ» το πρόσωπο της κοσμεί κινηματογραφικό πόστερ της υποτιθέμενης ταινίας «Αμαρτωλή της Καισαριανής», ενώ στην ταινία «Η αγάπη μας» διαμαρτύρεται στην ταξιθέτρια Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία της δείχνει ποια είναι η θέση της.
Στο «Φανερός πράκτωρ 000» ο Θανάσης Βέγγος πέφτει πάνω της μέσα σε μια πισίνα ενώ στην ταινία «Νύχτα γάμου» υποδύεται την συγγενή του Κώστα Βουτσά.
Στην ταινία «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» κλαίει με το σόι της, τον εκλιπόντα θείο της Ρένας Βλαχοπούλου. Ακόμα στην ταινία «Ένας άφραγκος Ωνάσης», υποδύεται την πελάτισσα σε καζίνο και εκφράζει την έκπληξή της για τα αποτελέσματα της ρουλέτας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ακόμα μερικές ταινίες στις οποίες συμμετείχε: Η βουλευτίνα (μέλος ακροατηρίου), ο Μελέτης στην Άμεσο Δράση (ένοικος πολυκατοικίας), Βίβα Ρένα (πελάτισσα ξενοδοχείου και κέντρου διασκέδασης), Γαμπρός απ΄ το Λονδίνο (πελάτισσα κέντρου διασκέδασης), Για μια τρύπια δραχμή (καλεσμένη γάμου), Μίνι φούστα και καράτε (πελάτισσα κέντρου διασκέδασης), Ένας ιππότης για τη Βασούλα (χορευτικό), Η αρχόντισσα κι ο αλήτης (καλεσμένη), Ο Μικές παντρεύεται (πελάτισσα κέντρου διασκέδασης), Ο τρελός τα΄χει 400 (πελάτισσα κέντρου διασκέδασης), Ένας άντρας με συνείδηση (ακροατήριο δικαστηρίου), Η λεωφόρος του μίσους (ύποπτη), Ο τρελοπενηντάρης (πελάτισσα κέντρου διασκέδασης/ξενοδοχείου), Ο μάγκας με το τρίκυκλο (πελάτισσα ταβέρνας), Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς (καλεσμένη), Επαγγελματίες ρεμάλια (πελάτης καζίνο).
Παρά το γεγονός ότι η Βίκυ Ιακωβίδου είναι από τις πιο γνώριμες μορφές του ελληνικού κινηματογράφου και η πιο «κλασική» κομπάρσος στις ελληνικές ταινίες της περιόδου 1966 – 1973, ελάχιστα γνωρίζουμε για την προσωπική της ζωή, με πιο πιθανή ημερομηνία γέννησης το 1930.
Λέγεται ότι έμενε στην πλατεία Γκύζη. Δεν είναι γνωστό ούτε το πότε πέθανε. Στην πραγματικότητα δεν ήταν ηθοποιός, αλλά ενδυματολόγος του θεάτρου, με άδεια και ταυτότητα επαγγέλματος. Το «κομπαρσιλίκι» ήταν το χόμπι της, το έκανε για να μην πλήττει. «Έμπαινα γιατί έπρεπε να διασκεδάσω κάπως κι εγώ» έλεγε…