Είναι πραγματικά παράξενο που οι αθλητικές ταινίες θεωρούνται αυθύπαρκτο κινηματογραφικό είδος, μιας και ουσιαστικά είναι απλώς ο τόπος που διαδραματίζονται.
Και δεν είναι εξάλλου ο αγωνιστικός χώρος που τις αφορά ή οι επιδόσεις, αλλά οι ιστορίες που αναλαμβάνουν να μεταφέρουν, λειτουργώντας τελικά ανεξάρτητα από το σπορ με το οποίο ασχολούνται.
Αυτό κάνουν τουλάχιστον τα καλύτερα sport movies, μοιράζονται οικουμενικές ιστορίες που σε αφορούν είτε αγαπάς τα σπορ είτε όχι. Αν και να τα αγαπάς βοηθάει βέβαια πολύ, είναι η αλήθεια!
Για αθλητικές ταινίες λοιπόν ο λόγος, εξαίσια δείγματα του genre που είτε ακολουθούν την πεπατημένη ούτε βάζουν αντιθέτως τρικλοποδιά σε ό,τι περιμένεις να δεις. Άλλοτε εντελώς απρόβλεπτες και άλλοτε εξαιρετικά προβλέψιμες, υπάρχουν πολλά να βρεις να αγαπήσεις σε ταινίες που παίζουν με τη φόρμουλα του κόσμου των σπορ.
Οι αθλητικές ταινίες σπανίως είναι μόνο αυτό και οι παρακάτω δικαιώνουν απόλυτα τον θρίαμβο του ανθρώπινου πνεύματος, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο…
Ζητώντας συγγνώμη από τον πάντα αγαπημένο μας «Ρόκι», το μεγάλο αριστούργημα του κόσμου της πυγμαχίας ήρθε από έναν άνθρωπο διαβόητο για το πόσο απεχθάνεται τα σπορ: «οτιδήποτε με μπάλα, δεν είναι καλό», αλλά και «πάντα πίστευα ότι το μποξ είναι βαρετό» δήλωνε άλλοτε ο Μάρτιν Σκορσέζε.
Και ήταν ο Ντε Νίρο αυτός που τον έπεισε πως η ιστορία του Τζέικ Λα Μότα δεν ήταν για το ρινγκ, αλλά για τη βία, τον πόνο και τις γυναίκες. Αυτό είναι το «Raging Bull», μια ωδή στη σκληρότητα και την κτηνωδία, αλλά και στην τοξική αρρενωπότητα που καταστρέφει και αυτοκαταστρέφεται τελικά. Εδώ οι μπουνιές δεν μοιάζουν με πραγματική πυγμαχία, αλλά με αυτό που νιώθει και θα σου πει κάθε μποξέρ ότι είναι το άθλημα: η σωματική τιμωρία, η ζαλάδα, το αίμα.
Οσκαρική, ατμοσφαιρική, νευρική και απόλυτα σκορσέζικη, φτιάχτηκε εξάλλου από έναν μετρ που δεν είχε κανένα πρόβλημα να δηλώνει: «δεν ξέρω τίποτα για το μποξ». Κι αυτή είναι η δύναμη της ασπρόμαυρης ταινίας του, πως δεν ωραιοποιεί και δεν στρογγυλεύει. Και δεν μιλά για μποξ…
Όχι, δεν είναι μόνο η εμβληματική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου που έμεινε από αυτό το φιλμ, αλλά και το γεγονός πως είναι ίσως το πλέον ξεχασμένο Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας των τελευταίων 4 δεκαετιών! Κρίμα μεγάλο δηλαδή για μια ταινία αποθέωση στη δύναμη της θέλησης, αυτή που νικά την προκατάληψη με μόνα όπλα την επιμονή, το ταλέντο και την αποφασιστικότητα.
Η βρετανική ταινία του Χιου Χάντσον που μας μιλά γι’ αυτούς τους δύο τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους άγγλους δρομείς που κατακτούν χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς του Παρισιού το 1924 έχει πολύ τρέξιμο εντός της. Και κανείς δεν ξανάδειξε τόσο ζωηρά και συνταρακτικά έναν άνθρωπο να τρέχει από το κολοσσιαίο στην κατηγορία του «Chariots of fire».
Κάθε φορά που περνάς μια γραμμή τερματισμού στη ζωή σου, κυριολεκτική ή συμβολική, θυμάσαι και την ταινία και το μουσικό της θέμα…
Ως η επιτομή της χολιγουντιανής αθλητικής ταινίας, το «Moneyball» είχε πάντα εντός του πολύ περισσότερο συναίσθημα απ’ όσο θα σήκωνε ενδεχομένως μια ταινία για μια παρέα ενηλίκων που έχουν αφιερώσει τις ζωές του σε ένα παιχνίδι που παίζεται από αγόρια. Γι’ αυτό και το κατεξοχήν αθλητικό κομμάτι της ταινίας μοιάζει τόσο άνευρο και αδιάφορο, γιατί είναι άλλα τα πράγματα για τα οποία θέλει να μας μιλήσει.
Η ηλικία, εν προκειμένω, η πατρότητα, ο φόβος της αποτυχίας, οι δεύτερες ευκαιρίες και το να μη δικαιώσεις τελικά τις προοπτικές σου. Αυτές είναι οι θεματικές που δονούν το «Moneyball» με τις πραγματικά υπέροχες ερμηνείες και τα κρυμμένα νοήματα που καραδοκούν σε κάθε πάσα. Κοίτα να δεις, οι ήρωες ξεφυτρώνουν τελικά στα πιο περίεργα τα μέρη…
Η πιο ιδιοσυγκρασιακή αθλητική ταινία όλων των εποχών μάς στέλνει στις εξέδρες ενός στρατοπέδου αιχμαλώτων στη ναζιστική Γερμανία του 1943 για τον πιο στημένο αγώνα που είδε ποτέ ανθρώπου μάτι. Μόνο που οι Σύμμαχοι που δέχονται τελικά να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς το κάνουν γιατί έχουν άλλα πράγματα στο μυαλό τους.
Ποδοσφαιρικές ταινίες με ναζί στο γερμανοκρατούμενο Παρίσι σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου δεν θα ξαναβρείς άλλωστε πολλές! Το έπος του Τζον Χιούστον παραμένει το πλουσιότερο φιλμ σε συμμετοχές πραγματικών αστέρων (Πελέ, Οσβάλντο Αρντίλες, Μπόμπι Μουρ, Κάζιμιρτς Ντέινα, Πολ Βαν Χιμστ κ.ά.) και τα μαγικά του Πελέ δεν έχουν όμοιό τους στην κινηματογραφική οθόνη.
Ποτέ άλλοτε το ποδόσφαιρο δεν έγινε τόσο πατριωτική υπόθεση…
Πώς θα ήταν άραγε μια αθλητική ταινία αν τη γύριζε ο μεγαλύτερος πολιτικός προβοκάτορας του αμερικανικού σινεμά, ο ίδιος ο Όλιβερ Στόουν; Δεν θα ήταν καθόλου αθλητική, είναι η προφανής απάντηση, κι αυτό ακριβώς είναι το «Any Given Sunday», μια ταινία περισσότερο για την απόγνωση παρά για το μπέιζμπολ
Όλοι οι χαρακτήρες έχουν εδώ να αντιμετωπίσουν τα δικά τους σταυροδρόμια, τα δικά τους διλήμματα, από τον μοναχικό και τσακισμένο προπονητή (Αλ Πατσίνο) και τον γερασμένο αμυντικό (Ντένις Κουέιντ) μέχρι τον ταλαντούχο αστέρα (Τζέιμι Φοξ) και την αδίστακτη ιδιοκτήτρια (Κάμερον Ντίαζ). Το φιλμ είναι μια ελεγεία στην απελπισία και τις ατραπούς του επαγγελματικού αθλητισμού και η ομιλία του Πατσίνο μπροστά στους παίκτες του παραμένει ό,τι επικότερο έχει φτιαχτεί ποτέ σε sport movie…
Περισσότερο γνωστό στη χώρα μας ως «Πάθος για το μπάσκετ», το φιλμ είναι η επιτομή των αθλητικών ταινιών, όσο ψηλότερα μπορεί να σκαρφαλώσει το είδος. Όλα τα προβλέψιμα συστατικά που λατρεύουμε τελικά στην κατηγορία είναι παρόντα εδώ και σε μεγάλη μάλιστα αφθονία. Θέλετε νέο και αντισυμβατικό προπονητή που τραβά τον δικό του δρόμο με τους πάντες απέναντι;
Θέλετε απρόθυμο αστέρι που εμπνέεται τελικά να παίξει; Κομπανία απροσάρμοστων που υπερβαίνουν ακόμα και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις; Αλκοολικό πατέρα που παραπιέζει τον γιο του να πετύχει; Δυνατό εμψυχωτικό λόγο πριν το μεγάλο ματς; Αυτά κι άλλα πολλά έχει το φιλμ με την ξεγραμμένη σχολική ομάδα και τον επίσης ξοφλημένο προπονητή της, ένα καθαρόαιμο αθλητικό δράμα των 80s που συγκινεί ακόμα με την ωμή δύναμη του προσωπικού και συλλογικού θριάμβου…
Η ελληνική εκδοχή του sport movie είναι ένα διαμαντάκι καμωμένο από τα μαγικά χέρια του Παντελή Βούλγαρη, μια ιστορία ανόδου και πτώσης ενός αστεριού της στρογγυλής θεάς που γεννιέται σε μια νύχτα και εξαφανίζεται σε μια δεύτερη. Ο Βούλγαρης πήρε το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα και το μετέτρεψε σε μια μελαγχολική καταγραφή της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Ο νεαρός και φιλόδοξος Μπιλ Σερέτης (Στράτος Τζώρτζογλου) που πούλησε έναν αγώνα για να πάει σε καλύτερη ομάδα και γεύτηκε αργότερα το ίδιο του το δηλητήριο, βλέποντας τώρα τον προπονητή του να στήνει τα ματς, δεν είναι παρά μια αλληγορία μιας χώρας που αποτυγχάνει διαρκώς να ζήσει το αμερικάνικο όνειρο.
Ο Μπιλ κυνηγά την επιτυχία με φόντο μια χώρα που κυνηγά το χρήμα, ο Μπιλ γίνεται λαϊκός ήρωας σε μια χώρα που καταστρέφει τα είδωλά της. Η φανέλα με το Νο 9 καραδοκεί πίσω από τα πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων, ζει στο σκοτάδι των σβησμένων προβολέων. Πώς να σκοράρεις σε ένα γήπεδο χωρίς μέλλον;