Ο Αλ Πατσίνο θεωρήθηκε πολύ κοντός, από τον Μάρλον Μπράντο ζητήθηκε να κάνει δοκιμαστικό και ο σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα παραλίγο να απολυθεί. Αυτά μεταξύ άλλων θυμήθηκαν στη συνάντησή τους στη Νέα Υόρκη ο σκηνοθέτης και το καστ του «Νονού».
Μάλιστα, ο Κόπολα δήλωσε ότι η ταινία δεν θα μπορούσε να γυριστεί σήμερα, επειδή τα στούντιο θα αρνούνταν να αναλάβουν ένα τέτοιο σχέδιο. «Δεν θα είχε πάρει ποτέ το πράσινο φως», δήλωσε στη συζήτηση που έγινε. «Τίποτε δεν παίρνει το πράσινο φως παρά μόνο αν είναι μια ταινία που θα έχει πολλές συνέχειες ή μια ταινία εμπνευσμένη από τα κόμικς της Marvel», πρόσθεσε.
Δίπλα του κάθονταν πολλοί από τους βασικούς ηθοποιούς της ταινίας, όπως ο Αλ Πατσίνο, ο Ρόμπερτ Ντιβάλ, ο Τζέιμς Κάαν και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο οποίος έπαιξε στη δεύτερη ταινία της σειράς. Οι παριστάμενοι παρακολούθησαν διαδοχικά τις ταινίες «Ο Νονός» (1972) και «Ο Νονός: Μέρος Β» (1974) μαζί μ’ ένα κοινό 6.000 ανθρώπων κατά το κλείσιμο του φεστιβάλ της Τραϊμπέκα.
Ο Κόπολα μίλησε και για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στη διάρκεια των γυρισμάτων. Μέχρι και πολλές εβδομάδες μετά την έναρξή τους κυκλοφορούσε φήμη για την αντικατάστασή του. Ακόμη, υπενθύμισε ότι το στούντιο Paramount, που έκανε την παραγωγή της ταινίας, δεν ήθελε τον Μάρλον Μπράντο, που τελικά τιμήθηκε με Όσκαρ πρώτου ρόλου για την ερμηνεία του ως Βίτο Κορλεόνε, αλλά ούτε και τον Αλ Πατσίνο.
«Μου είπαν πως το να έχω τον Μπράντο στην ταινία θα την κάνει λιγότερο εμπορική απ’ ό,τι αν έχω κάποιον εντελώς άγνωστο», είπε ο Κόπολα, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Το στούντιο αργότερα συμφώνησε «εφόσον ο Μάρλον θα έκανε ένα δοκιμαστικό και θα το έκανε δωρεάν και θα έβαζε ρήτρα ένα εκατομμύριο δολάρια ότι δεν θα προκαλούσε φασαρίες στη διάρκεια της παραγωγής».
Στο δοκιμαστικό αυτό ο Μπράντο είχε την ιδέα να βάλει μέσα στο στόμα του κομμάτια χαρτί ώστε να έχει το ύφος «ενός μπουλντόγκ», αφηγήθηκε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Σκέφτηκε επίσης, χωρίς υπόδειξη από τον σκηνοθέτη, να υιοθετήσει τη φωνή που έμεινε στην κινηματογραφική ιστορία, σχεδόν ένα ψιθύρισμα. Επειτα από μερικά λεπτά, ο Μάρλον Μπράντο απαντούσε στο τηλέφωνο με τη φωνή του Δον Κορλεόνε, θυμήθηκε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Ανέφερε ακόμη ότι η Paramount ήθελε να τοποθετήσει χρονικά το σενάριο της ταινίας στη δεκαετία του 1970 και να κάνει κάτι «φθηνό και γρήγορο». Και τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη των γυρισμάτων, οι φασαρίες δεν είχαν τελειώσει. «Στους ανθρώπους του στούντιο δεν άρεσε καθόλου ο Μπράντο. Έλεγαν πως μουρμουρίζει και πως μασάει τα λόγια του και απεχθάνονταν την ταινία… Ήταν πολύ σκοτεινή», είπε ο Κόπολα. Οι δύο ταινίες κέρδισαν εννέα Όσκαρ και έγιναν κλασικές του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ο Πατσίνο χρειάσθηκε να κάνει «αναρίθμητα» δοκιμαστικά για τον ρόλο του Μάικλ Κορελόνε. Οι επικεφαλής του στούντιο πίστευαν ότι είναι υπερβολικά κοντός και ήθελαν για τον ρόλο τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ ή τον Ράιαν Ο’ Νιλ. Ομως ο Κόπολα επέμεινε επειδή «κάθε φορά που διάβαζα το σενάριο, έβλεπα πάντα το πρόσωπο του Πατσίνο, ιδιαίτερα στις σκηνές στη Σικελία».
Ο Πατσίνο είπε πως ήθελε αρχικά τον ρόλο του θερμοκέφαλου γιου, του Σόνι, και πίστευε πως ο Κόπολα «ήταν τρελός» που ήθελε να τον βάλει να υποδυθεί τον Μάικλ. «Σκεφτόμουν ότι πρόκειται είτε για όνειρο είτε για αστείο … και μετά άρχισε όλη η δοκιμασία μ’ αυτούς να μην με θέλουν και με τον Φράνσις να με θέλει», πρόσθεσε ο Πατσίνο.
Η τύχη έπαιξε ρόλο στη δημιουργία μερικών από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνες των δύο ταινιών. Η αποκάλυψη από τη σύζυγο του Κορλεόνε, την Κέι (Νταϊάν Κίτον), ότι έκανε άμβλωση εξαιτίας της φρίκης της για τα εγκλήματα του συζύγου της είχε προταθεί από την Τάλια Σάιρ (Κόνι).
Και η γάτα που ο Μπράντο κρατάει στην αγκαλιά του στην εναρκτήρια σκηνή του «Νονού», η οποία έρχεται σε έντονη αντίθεση με την τρομακτική παρουσία του, ήταν επίσης μια προσθήκη της τελευταίας στιγμής.
«Έβαλα αυτή τη γάτα στα χέρια του. Ήταν η γάτα του στούντιο. Τελειώσαμε με ένα και μόνο γύρισμα», είπε ο Κόπολα.