Η εναρμόνιση και προσαρμογή με τις εκάστοτε συνθήκες αποτελούν ένα από τα δυσκολότερα και πιο απαιτητικά στοιχεία ενός οδοιπορικού. Ο Κώστας Μητσάκης συναντά τα όριά του αλλά ξεγελιέται από τις εικόνες που τον περιβάλλουν.
Συναντά το… χάρο με μορφή φορτηγού στην Τανζανία και πλήθος άγριων ζώων, μέχρι στιγμής χορτοφάγων. Ας απολαύσουμε τη διήγηση του Κώστα Μητσάκη, αποκλειστικά για το newsbeast.gr.
«Μετά από μια διήμερη ξεκούραση στην πόλη Arusha της Βόρειας Τανζανίας, συνέχισα και πάλι να οδοιπορώ στους σκονισμένους δρόμους της Αφρικής.
Ήδη από την Κένυα οδηγούσα αριστερά (σύμφωνα με το βρετανικό οδικό κώδικα), κάτι που θα συνεχιζόταν μέχρι το τέλος του ταξιδιού μου στην Αφρική.
Μέσα στην επικράτεια της Τανζανίας είχα περίπου 1.350 χλμ. να διατρέξω, ενώ οι πόλεις Moshi, Morogoro, Iringa και Mbeya παρεμβάλλονταν στη διαδρομή μου ως σύνορα της Ζάμπιας, της επόμενης χώρας που θα φιλοξενούσε τους τροχούς της πορτοκαλί μοτοσυκλέτας.
Σε μικρή απόσταση από την Arusha, η ματιά “σηκώθηκε” ψηλά στον ουρανό και αντίκρισε με δέος τη χιονοσκέπαστη κορυφή του Κιλιμάντζαρο. Ο επιβλητικός “Φάρος της Αφρικής” με υποχρέωσε να σταματήσω αρκετές φορές στην άκρη του δρόμου για να τον απαθανατίσω με το φωτογραφικό φακό.
Καθώς θαύμαζα την ορεινή σιλουέτα του ψηλότερου βουνού της Μαύρης ηπείρου, ο λογισμός μου μοιραία έτρεξε πίσω στο 1963, χρονιά ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Τανζανίας. Ο πρόεδρος της χώρας Τζούλιο Νιερέρε είχε προέβη τότε σε μια συμβολική πράξη, που προκάλεσε πρωτόγνωρη αίσθηση σε όλον τον κόσμο.
Ο αφρικανός ηγέτης έστειλε μια ορειβατική αποστολή στο Κιλιμάντζαρο για να τοποθετήσουν στην κορυφή του έναν πυρσό συμβολικά, προκειμένου η λάμψη του να φωτίζει όλη την Αφρική, δίνοντας ελπίδα όπου υπήρχε απελπισία, αγάπη όπου υπήρχε μίσος και αξιοπρέπεια όπου υπήρχε ταπείνωση.
Για τις τρεις επόμενες μέρες, μια πυκνή τροπική βλάστηση που αγκάλιαζε ασφυκτικά τον οδικό άξονα συνόδευε την πορεία μου στην Τανζανία. Γραφικές πινελιές στον καμβά της τοπικής φύσης αποτελούσαν οι νοικοκυρεμένες ψάθινες καλύβες που με ταξίδευαν πίσω στο χρόνο, οι αργοί ρυθμοί ζωής που χαρακτήριζαν την καθημερινότητα των ντόπιων, οι ψιλόλιγνοι Μασάι με τον ιδιότυπο ενδυματολογικό κώδικα και τα ζωγραφισμένα πρόσωπα, οι γυναικείες παρουσίες με τα ποικιλόχρωμα αραχνοΰφαντα ενδύματα και οι αξιολάτρευτες παιδικές φυσιογνωμίες που με κύκλωναν σε κάθε μου στάση.
Σκηνές και καταστάσεις που με λύτρωναν και με ηρεμούσαν από την κούραση του δρόμου. Αντίθετα, αυτό που με φόβιζε αρκετά ήταν η οδική συμπεριφορά των Τανζανών συνοδοιπόρων της ασφάλτου, ιδιαίτερα των φορτηγατζήδων.
Δεκάδες τα ατυχήματα που αντίκρισα καθοδόν (με αποκλειστική υπαιτιότητα των φορτηγών), ενώ σε τρεις περιπτώσεις χρειάστηκε να βγω εκτός δρόμου –κυριολεκτικά στο χώμα– για να γλιτώσω τη μετωπική σύγκρουση. Δεν είναι λίγο πράγμα να βλέπεις δυο ασυγκράτητα φορτηγά να έρχονται καταπάνω σου. Σαν να βλέπεις το… χάρο απέναντί σου…
Από τις πιο δυνατές αναμνήσεις που μου χάρισε πάντως η Τανζανία ήταν το οδικό πέρασμα μέσα από το εθνικό πάρκο «Mikumi National Park». Οδηγώντας για περίπου 50 χλμ., είχα την ευκαιρία να δω αρκετά αντιπροσωπευτικά είδη της αφρικανικής πανίδας, ζέβρες, μπαμπουίνους, αντιλόπες, καμηλοπαρδάλεις.
Αν και επρόκειτο μια μοναδική εμπειρία, ευχόμουνα ολόψυχα να μην βρεθώ μπροστά σε κανένα… πεινασμένο λιοντάρι. Οι ιστορίες του δρόμου είχαν όμως και συνέχεια. Λίγο πριν την πόλη Mbeya, η βίδα που είχε καρφωθεί στο μπροστινό λάστιχο από το Σουδάν, αποφάσισε να με αποχαιρετήσει.
Και μάλιστα τη χειρότερη στιγμή: Εν τω μέσω καταιγίδας και μακριά από κατοικημένη περιοχή. Χάρη όμως στη βοήθεια της τρόμπας, κατάφερα τελικά να φτάσω «ασθμαίνοντας» σ’ ένα υπαίθριο βουλκανιζατέρ και να επισκευάσω το λάστιχο.
Είχαν περάσει ακριβώς 30 ημέρες από την αρχή του ταξιδιού, όταν η σφραγίδα εισόδου στη Ζάμπια έμπαινε στο διαβατήριό μου. Πριν από έναν μήνα είχα αποχαιρετήσει το γαλάζιο του Αιγαίου, τώρα βρισκόμουν γεωγραφικά στην καρδιά της Αφρικής.
Τριάντα μέρες στο δρόμο – κι όμως, υπήρχαν στιγμές που νόμιζα πως ταξίδευα για χρόνια! Για ένα πράγμα πάντως ήμουν ικανοποιημένος με τον εαυτό μου: Είχα καταφέρει να αντέξω στην αφόρητη ψυχολογική πίεση της αφρικανικής πραγματικότητας και τη δυσβάστακτη μοναξιά του κράνους. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση όλου του ταξιδιού.
Η Ζάμπια ήταν ο προθάλαμος για την είσοδό μου στο γεωγραφικό νότο της Μαύρης ηπείρου. Με την πρωτεύουσα Lusaka να απέχει 1.100 χλμ. νοτιοδυτικά της συνοριακής γραμμής, η γνωριμία μου με την έκτη κατά σειρά αφρικανική χώρα ξεκίνησε με μια ανυπόφορη οδική μοναξιά, που σημάδεψε τα πρώτα 750 χλμ.
Οδηγώντας στη συγκεκριμένη διαδρομή, διέσχιζα το πιο αραιοκατοικημένο και λιγότερο οικονομικά αναπτυγμένο τμήμα της χώρας. Παράλληλα, ο μελαγχολικός χειμωνιάτικος ουρανός, οι τεράστιες ευθείες και το επαναλαμβανόμενο τοπίο της τοπικής φύσης με είχαν εγκλωβίσει σε μια διαδικασία ατέρμονης σιωπής και πλήξης.
Ήταν τα πιο ανιαρά και μονότονα αφρικανικά χιλιόμετρα που είχα βιώσει. Και τελικά, με μια διανυκτέρευση στο μικρό οικισμό Serenje, «έβαλα» ρόδα στη Lusaka, για να λυτρωθώ έτσι από την καταθλιπτική κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει…»