Το ταξίδι του έλληνα οδοιπόρου, Κώστα Μητσάκη, συνεχίζεται και η θερμοκρασία διαρκώς αυξάνεται. Τόσο του περιβάλλοντος, όσο και των συμβάντων. Και στο τέλος έρχεται η πρόσκαιρη γαλήνη μιας διαφορετικής «όασης».
Ας απολαύσουμε το «ημερολόγιο καταστρώματος» του Κώστα Μητσάκη από το πέρασμά του από Σουδάν, ειδικά για το newsbeast.gr:
«Μόνο όποιος έχει ταξιδέψει στην Ινδία με κάποιο τριτοκοσμικό τρένο είναι σε θέση να καταλάβει τις τραγικές συνθήκες που βίωσα εν πλω, διασχίζοντας τη λίμνη Νάσερ μ’ ένα άθλιο σαπιοκάραβο.
Η μετάβαση από την πόλη Aswan της Αιγύπτου στη Wadi Halfa του Σουδάν ήταν ένα ατμοπλοϊκός εφιάλτης διάρκειας 18 ωρών, που ειλικρινά δεν θα ήθελα να ξαναζήσω: υπεράριθμοι επιβάτες που κοιμόντουσαν και στα πιο απίθανα σημεία, βρωμιά και σκουπίδια παντού, δυσοσμία, καυτές λαμαρίνες, φασαρία και ένας ήλιος να πυρπολεί αλύπητα το μικρό πλοιάριο. Κι εγώ, στριμωγμένος σε μια μικρή γωνιά, αγκαλιά με τις αποσκευές μου, έδινα συνεχώς κουράγιο στον εαυτό μου.
Μοναδική, ωστόσο, παρηγοριά στα ατμοπλοϊκά δεινά που βίωνα καρτερικά αποτελούσε η εικόνα της απέραντης λίμνης, η οποία φάνταζε σαν μια μικρή θάλασσα μέσα στην κίτρινη απεραντοσύνη της ερήμου Σαχάρας.
Η λίμνη Νάσερ δημιουργήθηκε το 1971 μετά την κατασκευή του φράγματος στο Aswan, ένα έργο που υπαγορεύτηκε από την επιτακτική ανάγκη να τιθασευτούν τα νερά του Νείλου και να αυξηθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αυτό όμως είχε και το κόστος του: σαράντα πέντε χωριά κατά μήκος του Νείλου -ανάμεσά τους και η αρχική πόλη Wadi Halfa- βούλιαξαν για πάντα στο βυθό της λίμνης, ενώ περίπου 50.000 γηγενείς εγκατέλειψαν για πάντα τις εστίες τους.
Και μπορεί εγώ να προχωρούσα μπροστά, η σκέψη μου όμως παρέμενε πίσω, στο Aswan της Αιγύπτου. Εκεί είχα αφήσει την πορτοκαλί μοτοσυκλέτα, η οποία θα με ακολουθούσε λίγο μετά μ’ ένα άλλο εμπορικό πλοιάριο. Άλλο άγχος κι αυτό… Μετά από όσα είχα περάσει στο λιμάνι του Port Said με τον εκτελωνισμό της μοτοσυκλέτας, δικαίως ήμουν τόσο ανήσυχος και αναστατωμένος.
Η γνωριμία μου με τη σουδανική πραγματικότητα ξεκίνησε από την υποτυπώδη αποβάθρα όπου έδεσε το πλοιάριο, συνεχίστηκε στους χωματόδρομους της πλινθόκτιστης Wadi Halfa και ολοκληρώθηκε λίγες ώρες αργότερα σ’ ένα υπαίθριο ξενοδοχείο. Με κρεβάτι στην άμμο και ύπνο κάτω από τον έναστρο αφρικανικό ουρανό.
Στη Wadi Halfa, την οποία αγκάλιαζε ασφυκτικά το σκληρό και απόκοσμο οικοσύστημα της Σαχάρας, παρέμεινα για δυο μέρες, έως ότου μοτοσυκλέτα, αναβάτης και αποσκευές γίναμε και πάλι η… γνωστή, αχώριστη παρέα!
Περίπου 920 χλμ. χώριζαν τη Wadi Halfa από την πρωτεύουσα Χαρτούμ, τον επόμενο προορισμό μου. Τα αστέρια τρεμόσβηναν στον ουρανό όταν οι αποσκευές έπαιρναν τη συνηθισμένη τους θέση πάνω στη μοτοσυκλέτα, ενώ λίγο προτού ο ήλιος ανατείλει, άφηνα πίσω μου τα τελευταία σπίτια της Wadi Halfa.
Τολμώντας την αυθημερόν προσέγγιση της σουδανικής πρωτεύουσας, γνώριζα πως απέναντί μου είχα ένα μεγάλο σύμμαχο (έναν καινούριο ασφάλτινο οδικό άξονα), αλλά κυρίως έναν ανελέητο εχθρό: τον καυτό ήλιο της Νουβικής Ερήμου –αυτός ήταν άλλωστε ο βασικός λόγος της αρκετά πρωινής αναχώρησης.
Από το πρώτο κιόλας χιλιόμετρο, βρέθηκα να οδηγώ μέσα σ’ ένα απόκοσμο, επαναλαμβανόμενο μοτίβο αμμόλοφων και χωμάτινων υψιπέδων, ενώ τα χωριά που συναντούσα στο δρόμο μου ξεχώριζαν για τις πλινθόκτιστες κατοικίες, κατασκευασμένες από τα ευτελή υλικά της μάνας Γης.
Θετικό ήταν πάντως ήταν το γεγονός ότι νερό και καύσιμα έβρισκα σε τακτικές αποστάσεις. Και όταν, νωρίς το ίδιο μεσημέρι, ο υδράργυρος άγγιζε πλέον τους 50 βαθμούς Κελσίου, η καυτή ανάσα της ερήμου με έφερε κυριολεκτικά στα πρόθυρα της τρέλας και της απόγνωσης.
Νόμιζα πως βρισκόμουν μέσα σ’ ένα… φούρνο μικροκυμάτων! Ο ζεστός άνεμος που μαστίγωνε αλύπητα τις αισθήσεις μου με ανάγκασε να υπερβώ κατά πολύ τα όρια της αντοχής μου, ενώ χρειάστηκε να επιστρατεύσω πείσμα και σιδερένια θέληση προκειμένου να ξεπεράσω το θανάσιμο εμπόδιο της Νουβικής Ερήμου. Και τελικά τα κατάφερα… Σαχάρα, σε νίκησα!
Ο ήλιος είχε χάσει πολύ από τη δύναμή του όταν αντίκριζα τα πρώτα σπίτι της σουδανικής πρωτεύουσας. Φτάνοντας στο Χαρτούμ, το κοντέρ της ακούραστης μοτοσυκλέτας κατέγραφε 3.250 χλμ. από την αρχή του ταξιδιού και το “ημερολόγιο καταστρώματος” σημάδευε την 18η μέρα.
Άφιξη στο ξενοδοχείο “Acropole” και θερμή υποδοχή από τον ιδιοκτήτη Γιώργο Παγουλάτο. Είναι ωραίο να βρίσκεις Έλληνες παντού, σε όλο τον κόσμο… Λίγο αργότερα, το χλιαρό νερό ξέπλυνε από πάνω μου όλη την κούραση και τη σκόνη της ερήμου, ενώ οι εφιαλτικές οδικές μνήμες της διαδρομής ξεθώριασαν γοργά και χάθηκαν σταδιακά στο πίσω μέρος του μυαλού.
Σειρά είχε τώρα η γνωριμία με το Χαρτούμ, που θα με φιλοξενήσει για τις δυο επόμενες ημέρες».