Το ταξίδι του ‘Ελληνα οδοιπόρου μοτοσυκλετιστή συνεχίζεται με τις αντιθέσεις του και την διαρκή εναλλαγή σε εικόνες όσο και συναισθήματα.
Η Νότιος Αμερική φημίζεται για όλα αυτά και ο Κώστας Μητσάκης περιγράφει για το newsbeast.gr το πέρασμα και το πολιτισμικό σοκ όταν άφησε πίσω του την Αργεντινή και μέχρι να φτάσει στο Sao Paulo της Βραζιλίας.
«Προσεγγίζοντας εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό τα βραζιλιάνικα σύνορα κοντά στην πόλη Foz du Iguazu, είχα κάνει μια παραδοχή. Εντάξει, το Rio de Janeiro είναι Βραζιλία, αλλά δεν ήταν αρκετό για να ισχυριστώ κατόπιν ότι γνώρισα ή κατάλαβα πλήρως την χώρα των «καριόκας».
Βλέπετε, λόγω της τεράστιας έκτασής της, η Βραζιλία λογίζεται ως μια μικρή ήπειρος και η κάθε περιοχή της αποτελεί μια διαφορετική ‘Βραζιλία’. Για ένα πράγμα ήμουν πάντως σίγουρος: τούτη η χώρα δεν εξαντλείται μέσα σ’ ένα ή δυο ταξίδια…
Προκειμένου να φτάσω στο Rio de Janeiro (τον απώτερο προορισμό μου επί βραζιλιάνικου εδάφους), η πορτοκαλί μοτοσυκλέτα θα έπρεπε να υιοθετήσει μια βορειοανατολική πορεία μήκους 1.540 χλμ., με την ηλεκτρονική πυξίδα (βλέπε GPS) να δείχνει τις πόλεις Cascavel, Guarapuava, Curitiba, Sao Paulo και Rio de Janeiro.
Από την καρδιά της νοτιοαμερικανικής υποηπείρου όπου βρισκόμουν, έπρεπε να φτάσω στις ατλαντικές ακτές της Βραζιλίας.
Οι συνοριακές διαδικασίες υπήρξαν χρονικά ανώδυνες και σε τίποτα δεν θύμιζαν τις αντίστοιχες που είχα βιώσει στην Αφρική. Έτσι, μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, με τα απαραίτητα βραζιλιάνικα ριάλια στο πορτοφόλι, το ντεπόζιτο της μοτοσυκλέτας γεμάτο βενζίνη και με μια ακόμα σφραγίδα εισόδου στο διαβατήριό μου, ξεκινούσα γεμάτος λαχτάρα και ενθουσιασμό να “αλώσω” την πόλη του διασημότερου καρναβαλιού στον κόσμο…
Η πρώτη επαφή με την βραζιλιάνικη πραγματικότητα δεν με τρόμαξε. Οι συνθήκες και οι καταστάσεις στο δρόμο μου ήταν οικείες, θύμιζαν αρκετά Αργεντινή. Πολύ καλό οδικό δίκτυο, προσεκτικοί οδηγοί, άριστη σήμανση, σύγχρονες υποδομές και άψογη εξυπηρέτηση.
Αυτό που άρχιζε όμως να με κουράζει ήταν η κίνηση καθοδόν (κυρίως από νταλίκες και φορτηγά), η οποία πύκνωνε όσο κατευθυνόμουν ανατολικά προς τις βραζιλιάνικες ακτές, τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας.
Η διαδρομή Cascavel – Guarapuava – Curitiba (520 χλμ.) ψηφίστηκε ως η θεαματικότερη του ταξιδιού μου στην Βραζιλία. Μια φιδίσια ασφάλτινη λωρίδα ανεβοκατέβαινε συνεχώς σε χαμηλούς δασωμένους λόφους και καταπράσινα υψίπεδα με πυκνή υποτροπική βλάστηση. Οι μεμονωμένες ξύλινες αγροικίες και οι μικροί γραφικοί οικισμοί που ξεφύτρωναν εκατέρωθεν του καλοσυντηρημένου οδικού άξονα συμπλήρωναν με χρώμα και ζωή το εξωτικό σκηνικό της τοπικής φύσης.
Κάθε φορά που σταματούσα σ’ ένα από τα χωριά της διαδρομής, το ασυνήθιστο θέαμα του δίτροχου επισκέπτη αποτελούσε την αφορμή να γίνομαι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από μικρούς και μεγάλους. Τα ερωτήματα των ντόπιων στα οποία έπρεπε να απαντήσω ήταν πολλά και διάφορα: χώρα καταγωγής, όνομα, θρησκεία, τελικός προορισμός, τεχνικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας.
Ακόμα και για την δεινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας με ρωτούσαν. Τόσο στην Λατινική Αμερική, όσο και στην Αφρική, όλοι γνώριζαν για την οικονομική εξαθλίωση και την κοινωνική κρίση που βιώνουμε σήμερα ως έθνος.
Αν και είχα πλήρη άγνοια της βραζιλιάνικης γλώσσας (πορτογαλικά), παραδόξως έβρισκα πάντα κάποιους τρόπους και κώδικες επικοινωνίας μαζί τους, ακόμα και στην …νοηματική! Αν υπάρχει διάθεση και καλή καρδιά, όλα τελικά γίνονται…
Η συνάντησή μου με δυο ζευγάρια Καναδών μοτοσυκλετιστών στην διαδρομή Guarapuava – Curitiba ήταν το γεγονός εκείνης της ημέρας. Έχοντας καταφτάσει αεροπορικώς με τις μοτοσυκλέτες τους από το Τορόντο στο Μπουένος Άιρες, οι Καναδοί συνάδελφοι “όργωναν” εδώ και δυο μήνες την Χιλή, την Αργεντινή και την Βραζιλία.
Τελικός προορισμός τους θα είναι το Τορόντο, όπου ήλπιζαν να φτάσουν μετά από 3 μήνες, διασχίζοντας την υπόλοιπη Νότια Αμερική, την Κεντρική Αμερική και τις Η.Π.Α.
Για δυο ώρες, μπροστά σε πέντε φλιτζάνια αχνιστού καφέ, η ανταλλαγή χρηστικών πληροφοριών και οι αφηγήσεις προσωπικών ταξιδιωτικών βιωμάτων μονοπώλησαν την κουβέντα.
Πραγματικά τους ζήλεψα (αλλά και τους ευχαρίστησα ειλικρινά), γιατί μου ξύπνησαν μνήμες από το συναρπαστικό οδοιπορικό που είχα πραγματοποιήσει πριν 12 χρόνια στην αμερικανική ήπειρο, ταξιδεύοντας με μοτοσυκλέτα από την Γη του Πυρός ως την Αλάσκα.
Το Sao Paulo, μετά το Τόκιο και την Πόλη του Μεξικού, είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο. Έχοντας πάνω από 18.000.000 κατοίκους, το Sao Paulo είναι μια τεράστια μεγαλούπολη με τρελό μποτιλιάρισμα, αφόρητη ατμοσφαιρική ρύπανση, αρχιτεκτονικό πανδαιμόνιο, απίστευτη κοσμοπλημμύρα, εκατοντάδες ουρανοξύστες και φαβέλες γεμάτες φτώχια και εξαθλίωση.
Στην οικονομική και επιχειρηματική καρδιά της Βραζιλίας δεν άντεξα πάνω από δυο ημέρες. Με κούρασαν αφάνταστα οι γρήγοροι ρυθμοί της, αλλά και οι ακραίες αντιθέσεις της. Μετά την μοναξιά της Αφρικής και την χαλαρότητα της Αργεντινής, μάλλον δεν ήμουν κατάλληλα προετοιμασμένος ψυχολογικά να αντιμετωπίσω την πρόκληση που αντιπροσώπευε η πολύβουη μητρόπολη της Βραζιλίας.
Ούτε η ευγένεια, τα χαμόγελα και η φιλικότητα των κατοίκων στάθηκαν ικανά να με κρατήσουν στο χαοτικό Sao Paulo περισσότερο από δυο εικοσιτετράωρα. Έτσι, ανέβηκα εσπευσμένα στη σέλα της μοτοσυκλέτας κι όπου φύγει, φύγει…»