Όποιος παρακολουθεί και διαβάζει τα μικρά γράμματα πίσω από τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων θα έχει διακρίνει, ότι αρχίζουμε να ζούμε πολιτικά εποχές του 2008 – 10. Η ειδησιογραφία εστιάζει αποκλειστικά στη σταθερή διαφορά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και δεν επισημαίνει την τάση αύξησης της επιρροής των άκρων του πολιτικού φάσματος στο ελληνικό εκλογικό σώμα.
*Γράφει ο Σπύρος Πέγκας
Ένα μοναδικό γεγονός που με την εμφάνιση του μας ένωσε, η Πανδημία, έχει αρχίσει σε αυτή τη χρονική φάση της διαχείρισης και αναχαίτησής του και μας διχάζει και μας οδηγεί στα άκρα.
Η κοινωνική ρωγμή που προκάλεσε η αντιπαράθεση εμβολιασμένων και αντι-εμβολιασμένων αρχίζει και γεννά επικίνδυνες κοινωνικές παρενέργειες και λειτουργεί ως φυτώριο ακραίων συμπεριφορών και μετωπικών συγκρούσεων. Συμπεριφορές κοινωνικού αποκλεισμού, ξενοφοβίας και ρατσισμού, που ήπια καλλιεργούνταν ιδεολογικά τα προηγούμενα άμεσα χρόνια ως νέες συμπεριφορές μιας καινούργιας ελληνικής κανονικότητας (μια τόσο αγαπητή λέξη στις συντηρητικές ελίτ της χώρας) σκάνε στα μούτρα μας με βίαιο και παράλογο τρόπο.
Στη Θεσσαλονίκη ο κεντρικός δήμος δίνει τον πολιτικό τόνο και καθορίζει το ιδεολογικό στίγμα της πόλης. Δεν είναι τυχαίο, ότι τα πρώτα ακροδεξιά δείγματα με το πέρας της δεκαετίας της κρίσης που πέρασε η χώρα, ξεκινάνε από τις δυτικές παρυφές της Θεσσαλονίκης. Εκεί που «σπρώχτηκαν» τα τελευταία χρόνια τα «καταπιεσμένα» αισθήματα αντίδρασης στην κοινωνική ελευθερία που καλλιέργησε η διοίκηση Μπουτάρη (ενεργή κοινωνική πολιτική, ανάδειξη πολύ-πολιτισμικής ταυτότητας και εβραϊκής κληρονομιάς της πόλης, θετική στάση στην επίλυση του Μακεδονικού, τοπικό Pride/EuroPride) και που τώρα βρίσκουν πολιτικό κενό και αναδύονται με ορμή και βία.
Συνηθίζω να λέω σε σχετικές εκδηλώσεις, ότι δεν έχει αποτιμηθεί ακόμα ιστορικά και ολοκληρωμένα το γεγονός, ότι σε μια περίοδο βαθιάς πολιτικής και ηθικής κρίσης της χώρας στις πόλεις των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης υπηρέτησαν ως δήμαρχοι ο Γιώργος Καμίνης και ο Γιάννης Μπουτάρης. Σε εποχές ακραίων τάσεων, αγανακτισμένων και παραλογισμού, στάθηκαν με σθένος και οι δύο απέναντι τόσο στις κακουργηματικές, όπως αποδείχθηκε, πράξεις της Χρυσής Αυγής όσο και με την πλευρά του ορθολογισμού και της σύνεσης στις μέρες του δημοψηφίσματος του 2015. Αυτό το δημοκρατικό και ορθολογιστικό κεκτημένο μοιάζει να έχει χαθεί με την αποχώρηση του Μπουτάρη και την πολιτική αδιαφορία, ως τον ηπιότερο χαρακτηρισμό που μπορεί αν δώσει κανείς για τη στάση της τωρινή διοίκησης.
Ο πολιτικός χαριεντισμός με την παραληρηματική φλυαρία ενός νέου αναδυόμενου «αστέρα» της παλαβής ακροδεξιάς στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης και η άρνηση να κατεβάσουν τόσο την πινακίδα της καταδικασμένης ναζιστικής οργάνωσης στη δυτική είσοδο της πόλης όσο και της Ελληνικής Λύσης με το πρόσωπο του αρχηγού της στο δυτικό άκρο της παραλιακής λεωφόρου πιστοποιούν την απροθυμία μιας ενεργούς πολιτικής παρέμβασης και δίνουν σε τρίτους την εντύπωση άφιξης σε μια ακροδεξιά πόλη – Ντίσνευλαντ. Η κάκιστη διαχείριση της πανδημίας στην πόλη με τους συνεχείς αρνητικούς χαρακτηρισμούς της Θεσσαλονίκης στα ΜΜΕ και τα συνεχή lockdown επιτείνουν το κλίμα ασφυξίας και ταΐζουν τις τάσεις αντίδρασης.
Είναι ευχάριστη, αν και καθυστερημένη χρονικά, η αντίδραση και ξεκάθαρη έκφραση του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Παύλου Μελά ενάντια στους υποκινητές των αποτρόπαιων γεγονότων. Ακόμα πιο σημαντική, αν και σε συμβολικό επίπεδο, είναι η αντίδραση από την ανώτατη πολιτειακά αξιωματούχο της χώρας.
Τώρα, όμως, είναι και η ώρα της κυβέρνησης να δείξει αποφασιστικότητα και να πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στους ακροδεξιούς τραμπούκους. Μέσα από κάποια, παρόμοια επεισόδια σε περιφερειακές γειτονιές της Αθήνας πριν από δέκα περίπου χρόνια, που δεν εκτιμήθηκαν σωστά και δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και αποτελεσματικά, θέριεψε το θεριό και επωάστηκε το αυγό του φιδιού. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι σχολικές κοινότητες, οι σύλλογοι γονέων είναι οι επόμενοι που οφείλουν να πάρουν θέση, προτού αρχίσει η βία να εξαπλώνεται και δοθεί χώρος είτε σε ακροαριστερές ομάδες ή στην ελληνική αστυνομία να αποτελέσουν τους αποκλειστικούς σταθερούς συνομιλητές των ακροδεξιών στοιχείων.
Ηγεσία σε όλα τα επίπεδα (κυβέρνηση, περιφέρεια, ΠΕΔ και κεντρικός δήμος), ξεκάθαρες, κάθετες θέσεις από δημάρχους των δυτικών περιοχών, που διαθέτουν πολυετή αυτοδιοικητική εμπειρία απαιτούν οι καιροί, για να μην μετατραπούν οι κοινότητες τους σε θερμοκήπια φασιστικών ομάδων και οργανώσεων, που με την εμμονική τους ιδεολογική καθαρότητα αποτελούν σαγηνευτικό πόλο για τους νέους που βιώνουν αυτά τα αβέβαια και ανασφαλή χρόνια.
Και φυσικά η πιο αποτελεσματική απάντηση στον παραλογισμό και τη βία των ακροδεξιών είναι τα γράμματα και η γνώση, όπως ακριβώς τα περιγράφει στις αναρτήσεις του στο facebook και ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Νικόλαος Σεβαστάκης. Μάθηση και καλλιέργεια της δημοκρατίας και της ελευθερίας μέσα από την ανεκτικότητα και την ειρηνική συνύπαρξη. Μια πρώτη έμπρακτη κίνηση ελευθερίας θα ήταν ο στόχος να φύγουν σταδιακά όλα τα κάγκελα από τα παράθυρα των δημόσιων σχολείων. Σχολεία που πολύ μοιάζουν με φυλακές παρά με ιδρύματα εκπαίδευσης και γνώσης.
*O Σπύρος Πέγκας είναι είναι ιδρυτής και ΔΣ της εταιρείας προώθησης προορισμών Wise Ram και πρώην αντιδήμαρχος Θεσσαλονίκης.