Είναι βέβαιο ότι απ’ όλα τα κακά, ο θάνατος, που βρίσκεται διαρκώς κοντά ή μέσα στη ζωή, θεωρείται ως «τό μέγιστον τῶν κακῶν».
Γράφει ο Ηρακλής Ρεράκης
Ο άνθρωπος, αν και γνωρίζει πως το γεγονός του θανάτου είναι το πιο βέβαιο, που μπορεί να συμβεί στη ζωή του, προγραμματίζει συνήθως το μέλλον του, περισσότερο με την απουσία, παρά με την παρουσία του θανάτου. Και τούτο διότι, από τη φύση του πλάστηκε για τη ζωή και μάλιστα την αιώνια και όχι για τον θάνατο. Είναι πολύ φυσικό, επομένως, να θεωρεί τον θάνατο αποκρουστικό εχθρό της ύπαρξής του και να αντιστέκεται απέναντι σε απειλές θανάτου, που εισέρχονται απειλητικά στη ζωή του.
Η πίστη της Εκκλησίας, πάντως, είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί, όχι μόνο να αγωνίζεται και να ανθίσταται κατά του αιώνιου θανάτου της φύσεώς του, αλλά και ότι μπορεί, επίσης, να αναδεικνύεται νικητής σ’ αυτόν τον αγώνα και μέτοχος της Αιώνιας Ζωής με τον Χριστό, τον νικητή του θανάτου. Στη νίκη αυτή μπορεί να φτάσει κάποιος, μόνον, μετέχοντας στην Ανάσταση του Χριστού, διά της οποίας όλοι οι άνθρωποι, «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἃδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιωτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν».
Για να φτάσει όμως ο άνθρωπος να γίνει μέτοχος της Αναστάσεως και νικητής του Θανάτου είναι ανάγκη να αποδεχτεί τον θάνατο, μέσω μιας ξεχωριστής φιλοσοφίας ζωής. Η ζωή ολόκληρη, τότε μόνο διατηρεί το πλήρες νόημά της, όταν συμπεριλαμβάνει και τον θάνατο. Για να προσδώσει ο άνθρωπος νόημα στη ζωή του, οφείλει να προσδώσει νόημα και στον θάνατό του.
Η, κατά τους Αγίους Πατέρες, φιλοσοφία του θανάτου αποτελεί μια άκρως θετική ενέργεια, που οδηγεί τον άνθρωπο στην εγρήγορση, στην εγκράτεια και στον σωφρονισμό. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος διδάσκει ότι: δεν είναι δυνατόν να περάσουμε με ευσέβεια τη σημερινή μέρα, εάν δεν την λογαριάσουμε ως την τελευταία της ζωής μας. Και είναι αξιοθαύμαστο, συνεχίζει, ότι κάτι παρόμοιο εξέφρασαν και οι Έλληνες φιλόσοφοι, οι οποίοι χαρακτήριζαν τη φιλοσοφία ως «μελέτη θανάτου».
Και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μιλάει για την ανάγκη να κάνουμε τη ζωή μας «Μελέτην θανάτου», προκειμένου να αποκοπεί η ψυχή από τις βιοτικές μέριμνες και να αποτραπεί η προσήλωσή της σε όσα φθείρονται. Αν ο άνθρωπος έχει διαρκώς τη συναίσθηση της θνητότητάς του, τοποθετείται με ένα ξεχωριστό τρόπο εντός του κόσμου και της ζωής και έτσι δεν απειλείται από τον θάνατο. Αιτία του θανάτου των ανθρώπων είναι η αμαρτία. Γι’ αυτό ο άνθρωπος οφείλει να αποθάνει, ως προς τις αμαρτίες του, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον σπόρο του σίτου, που μόνον όταν πέσει στη γη και αποθάνει, τότε «πολύν καρπόν φέρει». Επομένως, μόνον αν νικήσει ο άνθρωπος την αμαρτία, μπορεί να μετέχει της θείας και αιωνίου ζωής του Θεανθρώπου και να επιζήσει, όπως ο σίτος, μετά τον θάνατο: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ, οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰώνα».
Η Χριστιανική πίστη, συνεπώς, προτείνει έναν άλλον θάνατο, τον εκούσιο, κατά τον οποίον ο άνθρωπος πεθαίνει ως προς την αμαρτία, για να ζήσει κατά Χριστόν.
Ο θάνατος αυτός, μάλιστα, είναι εκείνος που προτυπώνεται στα αναγνώσματα του Μυστηρίου του Βαπτίσματος των Χριστιανών και σηματοδοτεί, κατά τον Απ. Παύλο, ένα νέον τρόπο ζωής, στον νέο κόσμο του Θεού: «ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν, συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἵνα ὣσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν, οὓτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». Μόνον έτσι, μπορεί κανείς να βιώσει τη σημασία της Σταύρωσης και του θανάτου του Θεανθρώπου αλλά και της συσταύρωσης των ανθρώπων με τον Χριστό. Ο άνθρωπος, δηλαδή, σημειώνει ο Απ. Παύλος, συμμετέχει στη σταύρωση και τον Θάνατο του Χριστού, εάν αυτοβούλως νεκρωθεί, ως προς την αμαρτία: «ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ… Εἰ δέ ἀπεθάνομεν σύν Χριστῷ, πιστεύομεν ὃτι καί συζήσομεν αὐτῷ… Οὓτω καί ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτούς νεκρούς μέν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντες δέ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Επομένως, η εν Χριστώ υπέρβαση της αμαρτίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση του θανάτου. Όπως ο Χριστός νικά δια του εκουσίου θανάτου Του το κράτος του θανάτου: «θανάτῳ θάνατον πατήσας», έτσι και οι Χριστιανοί δια της συσσωματώσεώς τους στο Άγιον Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, γίνονται μέτοχοι στην αιώνια ζωή του Χριστού και μέτοχοι στη νίκη που επέφερε Εκείνος εναντίον του θανάτου διά της Αναστάσεως.
Το ίδιο φοβερό όπλο του θανάτου, που είχε στην κατοχή του ο διάβολος, έστρεψε ο Χριστός εναντίον του, ως Αρχηγού του θανάτου, και τον νίκησε. Έτσι, όπως σημειώνει ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, «διά του θανάτου και της Αναστάσεως του θεανθρώπου, η ανθρώπινη φύση, οδηγείται τελεσίδικα στην οδό της αθανασίας, και καθίσταται φοβερά και γι’ αυτόν τον θάνατον. Διότι, προ της Αναστάσεως του Χριστού, ο θάνατος ήταν φοβερός για τον άνθρωπο, από δε της Αναστάσεως του Κυρίου, γίνεται ο άνθρωπος φοβερός για τον θάνατο». Ο Χριστιανός οφείλει να γνωρίζει ότι είναι μέλος του νικηφόρου σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, φορέας δηλαδή της Αναστάσεως. Η Εκκλησία δεν προσφέρει ιδέες και θεωρίες, για την αντιμετώπιση του θανάτου ή του φόβου που προκαλεί, αλλά προσφέρει, με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, το λυτρωτικό και αναστάσιμο σώμα του Χριστού προς αληθινή μετοχή και κοινωνία της αθανασίας.
Ο ίδιος ο Χριστός, διά της Αναστάσεώς του, δεν δίδαξε πώς να φιλοσοφούμε, απλώς, για τον θάνατο, αλλά, πώς να μαχόμαστε και να νικούμε τον θάνατο. Και μπορεί το σώμα του ανθρώπου να διατηρεί τη θνητότητά του και να πεθαίνει. Ωστόσο, ήδη η έκβαση του πολέμου έχει κριθεί, η αποφασιστική μάχη έχει δοθεί, με νικηφόρα αποτελέσματα, από τον Πρωτότοκο των νεκρών, τον θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.
Η ευχή όλων μας προς όλους είναι το σπουδαιότερο δώρο μας: Χριστός Ανέστη για όλους και σε όλους!
* Ο Ηρακλής Ρεράκης είναι Καθηγητης ΑΠΘ και Πρόεδρος της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων