Οι ηγέτες των χωρών της G7 (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ιταλία και Καναδάς) συναντώνται στη Χιροσίμα, στην πόλη σύμβολο της φρίκης του πυρηνικού πολέμου. Σχεδόν οκτώ δεκαετίες αργότερα από τη ρίψη της πρώτης πυρηνικής βόμβα, στο επίκεντρο της Συνόδου Κορυφής βρίσκονται τα νέα πολεμικά μέτωπα σε μια νέα ψυχροπολεμική περιόδο. Η Ρωσία και η Κίνα αποτελούν τον αντίπαλο πόλο για τις χώρες της G7 και το ζητούμενο είναι να υπάρξει ένας κοινός βηματισμός για την αντιμετώπισή τους.
Η στάση απέναντι στη Ρωσία θεωρείται πλέον δεδομένη μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την Κίνα, καθώς τα συμφέροντα των χωρών των G7 σε αυτή την περίπτωση είναι εν μέρει αντικρουόμενα.
Η Ιαπωνία έστειλε μήνυμα προθέσεων ενόψει της συνάντησης στη Χιροσίμα: «Η σύνοδος αυτή είναι ο κατάλληλος χώρος για να συζητηθεί η συνεργασία μας και η ασφάλεια, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην περιοχή του Ινδοειρηνικού ωκεανού», ανέφερε ο εκπρόσωπος του Ιάπωνα πρωθυπουργού στο Politico. Αντίστοιχες ασφαλώς είναι και οι επιδιώξεις των ΗΠΑ. «Στο τέλος αυτών των συζητήσεων θα διαπιστώσετε ότι όλοι οι ηγέτες της G7 έχουν κοινή αντίληψη για το πως θα αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις σχετικά με την Κίνα», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζον Κίρμπι.
Ωστόσο, όπως σημειώνει το Politico, εκτός από μια πιθανή σύμπλευση στο τυπικό διπλωματικό επίπεδο ενός κοινού ανακοινωθέντος, είναι δύσκολο να επιτευχθεί μια συναίνεση για μέτρα ασφαλείας ενάντια στην Κίνα στην περιοχή του Ινδοειρηνικού ωκεανού. Ειδικοί που έχουν γνώση του παρασκηνίου, υπογραμμίζουν το χάσμα μεταξύ των Ευρωπαίων και των ΗΠΑ σε ζητήματα σχετικά με την Κίνα. Το πιο θερμό πεδίο σε αυτή τη φάση είναι η Ταϊβάν. Οι ΗΠΑ προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, αποδυναμώνοντας την Κίνα, ωστόσο ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος μιας κινεζικής εισβολής. Μια σύρραξη θα μπορούσε να φέρει αντιμέτωπες τις ισχυρότερες δυνάμεις στον πλανήτη με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν είναι διατεθειμένες, μετά την Ουκρανία, να εμπλακούν σε μια ακόμη πολεμική σύγκρουση, έστω και δια αντιπροσώπων. Ή τουλάχιστον δεν είναι προτεραιότητά τους. Πόσο μάλλον όταν οι εμπορικοί δεσμοί με την Κίνα είναι ιδιαίτερα σημαντικοί.
Είναι ενδεικτικές οι δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος έχει επανειλημμένα καλέσει το ΝΑΤΟ να επικεντρωθεί στον ευρωατλαντικό χώρο, τονίζοντας πως η περιοχή της Ασίας – και άρα η Κίνα – δεν θα πρέπει να περιλαμβάνεται στο πεδίο δράσης του. Είχε προκαλέσει μάλιστα αντιδράσεις στην Ουάσιγκτον όταν ευθαρσώς δήλωσε πως η ασφάλεια της Ταϊβάν δεν μπορεί να είναι ένας «αγώνας» της Ευρώπης και ότι ΕΕ δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις ΗΠΑ στα σχέδιά της.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ιαπωνία επιμένουν πως ο χώρος της ανατολικής Ασίας θα μπορούσε να είναι «αυριανή Ουκρανία». Σχεδόν όλοι συμμερίζονται αυτήν την ανησυχία, όμως αυτό δεν σημαίνει πως είναι και όλοι πρόθυμοι να εμπλακούν σε αυτό. Ακόμη και σε επίπεδο οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Κίνας, όπως επιθυμούν οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, με πρόσχημα τις σχέσεις της με τη Ρωσία.
Οι ευρωπαϊκές χώρες – τουλάχιστον στη σημερινή κατάσταση – φαίνεται πως θα περιοριστούν σε κάποιες διπλωματικής επικρίσεις σχετικά με την οικονομική πίεση που ασκεί η Κίνα σε μικρότερες χώρες, οι οποίες εναντιώνονται στα συμφέροντά της. Το σίγουρο είναι πως χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούν να κλείσουν την πόρτα στην Κίνα και φαίνεται πως αυτή είναι και η πρόθεση του Πεκίνου.
Ο Σι κάνει «ghosting» στον Μπάιντεν
Η κατάσταση είναι διαφορετική με τις ΗΠΑ με το Foreign Policy να κάνει λόγο για «ghosting» (κλείσιμο των διαύλων επικοινωνίας) του Σι Τζινπίνγκ στον Τζο Μπάιντεν. Όπως σημειώνει το δημοσίευμα: Η άρνηση του Πεκίνου να συνομιλήσει με την Ουάσιγκτον αποτελεί μέρος του πολέμου φθοράς ενάντια στην επιρροή των ΗΠΑ.
Η στάση της Κίνας ασφαλώς βρήκε πάτημα στις επιθέσεις από τις ΗΠΑ και την αμερικανική γεωπολιτική στρατηγική στον ινδοειρηνικό ωκεανό, φτάνοντας πλέον στο σημείο να στέλνει σαφές μήνυμα στην Ουάσιγκτον, επιβεβαιώνοντας αυτό που όλοι λίγο έως πολλοί γνωρίζουν: ότι οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται στα χειρότερα επίπεδα των τελευταίων χρόνων. «Η επικοινωνία με τις ΗΠΑ δεν πρέπει να πραγματοποιείται απλώς για επικοινωνιακούς λόγους». Με απλά λόγια: «Μην μας τηλεφωνείτε και ίσως να μην σας τηλεφωνήσουμε ούτε εμείς».
Το Foreign Policy υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν φέρει σημαντική ευθύνη για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Η χάραξη πολιτικής σχετικά με την Κίνα – αν υπάρχει κάτι τέτοιο – είναι κατακερματισμένη και με πολλές αντιφάσεις, προκαλώντας σύγχυση για τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον σε οικονομικό, διπλωματικό και γεωστρατηγικό επίπεδο.
«Ωστόσο, το πιο σημαντικό ελάττωμα της ασυνάρτητη προσέγγισης Μπάιντεν για την Κίνα είναι ότι η Ουάσιγκτον ερμηνεύει εσφαλμένα τους γεωπολιτικούς στόχους του Πεκίνου […] Αντιμετωπίζοντας την Κίνα σαν έναν αμετακίνητο παράγοντα ισχύος, η κυβέρνηση των ΗΠΑ υιοθετεί μια διαπραγματευτική στάση που έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό, καθώς εξυπηρετεί και κανονικοποιεί τη συμπεριφορά της Κίνας», αναφέρει μεταξύ άλλων το αμερικανικό περιοδικό.
Και προσθέτει πως στον αντίποδα, ο στόχοι του Σι είναι ξεκάθαροι: «Προωθεί ενεργά μια εναλλακτική διεθνή αρχιτεκτονική που δεν ακολουθεί τις ισχύουσες αρχές και αφήνει στο περιθώριο τις ΗΠΑ. Το αναδυόμενο σύστημά του απομακρύνεται από το σημερινό σύστημα παγκόσμιων κανόνων και διεθνών οργανισμών που κυριαρχούνται από τη Δύση, δίνοντας έμφαση στις εθνικές κυβερνήσεις […] Το σχέδιό του χαίρει ευρείας απήχησης από συμμάχους του στον παγκόσμιο νότο, ακόμη και από ορισμένους εταίρους των ΗΠΑ, όπως η Ινδία και η Τουρκία […] Και θα πρέπει να είναι σαφές λοιπόν ότι όλα αυτά αποτελούν έναν διπλωματικό πόλεμο που στόχο έχει να μειώσει και να φθείρει την παγκόσμια αμερικανική επιρροή».