Η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε χθες το μεσημέρι σε εργοστάσιο που παρήγε παντόφλες στη Μανίλα προκάλεσε τον θάνατο συνολικά 72 ανθρώπων, με τις οικογένειες των θυμάτων να καταγγέλλουν τις άθλιες συνθήκες εργασίας, όπως συχνά συμβαίνει στις αναπτυσσόμενες χώρες στη Ασία.
Οι ομάδες διάσωσης ανέσυραν σήμερα δεκάδες πτώματα από τις στάχτες του διώροφου κτιρίου στη βιομηχανική περιοχή της Βαλενζουέλα, βορείως της Μανίλας, όπου οι έντρομοι εργάτες είχαν παγιδευτεί, κατά τα φαινόμενα γιατί δεν υπήρχαν αρκετές θύρες εξόδου, ούτε εκπαίδευση για την αντιμετώπιση κινδύνων.
Ο διοικητής της εθνικής αστυνομίας Λεονάρντο Εσπίνα δήλωσε πως «βρέθηκε μεγάλος αριθμός θυμάτων, είχαν μείνει μόνο κρανία και οστά».
Ο δήμαρχος της Βαλενζουέλα ανακοίνωσε ότι τα συνεργεία διάσωσης ανέσυραν 72 πτώματα από τα ερείπια. Ο αριθμός αυτός πρέπει να πλησιάζει τον τελικό απολογισμό των θυμάτων γιατί ανταποκρίνεται στον αριθμό των αγνοουμένων.
«Θα απαγγελθούν κατηγορίες για τους θανάτους αυτούς. Δεν έχει σημασία αν ήταν ατύχημα ή όχι. Χάθηκαν άνθρωποι. Επί του παρόντος διεξάγουμε έρευνα για να διαπιστώσουμε τι συνέβη. Χωρίς καμιά αμφιβολία, κάποιος θα παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη».
Η φωτιά προκλήθηκε κατά τα φαινόμενα κατά εργασίες οξυγονοκόλλησης για την επισκευή πύλης όταν σπινθήρες έπεσαν σε χημικά προϊόντα που φυλάσσονταν σε πολύ κοντινό σημείο.
Το εργοστάσιο παρήγε φθηνές παντόφλες και σαγιονάρες, οι οποίες προορίζονταν για την τοπική αγορά.
Απουσία μέτρων ασφαλείας
Οι εργάτες δούλευαν για αποδοχές κάτω του ελάχιστου νόμιμου μισθού, χωρίς ειδική προστασία από τις τοξικές αναθυμιάσεις, ενώ δεν είχαν λάβει οδηγίες για εκκένωση του εργοστασίου σε περίπτωση πυρκαγιάς, εξηγούν οι συγγενείς των θυμάτων.
«Οι οικογένειες δεν μπορεί παρά να είναι οργισμένες. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ», είπε ο Ροντρίγκο Ναμπόρ, οι δύο αδελφές του οποίου ήταν μέσα στο εργοστάσιο όταν ξέσπασε η πυρκαγιά.
Όπως και άλλοι συγγενείς, ο Ροντρίγκο περίμενε την άφιξη των σορών κοντά σε αυτοσχέδιο νεκροτομείο. «Δεν έχω πλέον ελπίδες να τις δω ζωντανές», δήλωσε ο 31χρονος που εργάζεται σε κοντινό εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων κόντρα πλακέ.
Οι αδελφές του, Μπερναρντίνα Λογκρόνιο, 32 ετών και Τζενιλίν Ναμπόρ, 26 χρόνων, παραπονιούνταν συχνά για τις δυσάρεστες οσμές που προέρχονταν από τα χημικά. «Έλεγαν ότι είχαν συνέχεια αναμμένο έναν ανεμιστήρα για να διώχνει τις άσχημες οσμές».
Ο Ροντρίγκο είπε ότι οι αδελφές του πληρώνονταν με το κομμάτι και ότι η αμοιβή τους μόλις που έφθανε τα 300 πέσος την ημέρα (5,9 ευρώ). Το κατώτατο ημερομίσθιο στη Μανίλα είναι 481 πέσος.
Ο 23χρονος εργάτης Λισάντρο Μεντόζα επέζησε γιατί κατάφερε να διαφύγει τρέχοντας από την πίσω πόρτα. «Ενώ έτρωγα για μεσημέρι, είδα τον καπνό, έτρεξα και συνέχισα να τρέχω». Ο νεαρός λέει ότι εργαζόταν 12 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα για 3.500 πέσος (69 ευρώ) το μήνα και ότι η δουλειά του ήταν να αναμιγνύει χημικά προϊόντα.
Η Τζάνετ Βικτοριάνο, επίσης επιζήσασα, απέδωσε τις ευθύνες στους ελλιπείς κανόνες ασφαλείας. «Ουδέποτε συμμετείχα σε άσκηση αντιπυρικής προστασίας», δηλώνει.
Όπως και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας, πολλοί Φιλιππινέζοι εργάζονται σε φρικτές συνθήκες μέσα σε εργοστάσια που δεν τηρούν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας.
Πριν από δύο χρόνια στο Μπανγκλαντές, περισσότεροι από 1.100 εργάτες που μέσα σε άθλιες συνθήκες έραβαν ενδύματα για γνωστές δυτικές μάρκες, σκοτώθηκαν κατά την κατάρρευση του Ράνα Πλάζα, ενός εννεαώροφου κτιρίου στο οποίο στεγάζονταν βιοτεχνίες.