Πολυετείς ποινές φυλάκισης στους ενόχους στο λεγόμενο σκάνδαλο της Δρομολαξιάς, επέβαλε σήμερα το Μόνιμο Κακουργιοδικείο στη Λάρνακα.
Στον πρώην πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών (ATHK) Κύπρου Στάθη Κιττή επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 χρόνων και στο πρώην μέλος του Συμβουλίου Χαράλαμπο Τσουρή, φυλάκιση 3 χρόνων.
Στον Ορέστη Βασιλείου, διευθυντή του Τμήματος Σύτα-Βίζιον της ΑΤΗΚ και ηγέτη της μεγαλύτερης συντεχνίας του προσωπικού της Αρχής επιβλήθηκε η μεγαλύτερη ποινή, φυλάκιση για 9 χρόνια για ιδιαίτερα επιβαρυντικά στοιχεία. Ο Ορ. Βασιλείου βρέθηκε ένοχος ότι πήρε 700.000 ευρώ σε αντάλλαγμα της υπόσχεσής του ότι θα διασφάλιζε ότι τα μέλη της συντεχνίας δεν θα αντιδρούσαν στην επένδυση.
Ο τέως υπάλληλος του Τμήματος Κτηματολογίου Γρηγόρης Σουρουλλάς καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι ετών και έξι μηνών και ο Βενιζέλος Ζανέττος, πρώην επαρχιακός ηγέτης του ΑΚΕΛ στη Λάρνακα καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών και έξι μηνών.
Το δικαστήριο επέβαλε στην εταιρεία Polleson, που ανήκει στον Γρηγόρη Σουρουλλά, επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο, ύψους 300.000.
Οι κατηγορίες στις οποίες βρέθηκαν ένοχοι αφορούσαν δωροληψία από επιχειρηματία γης, που ενήργησε ως μεσάζων για επένδυση 20 και πλέον εκατομμυρίων ευρώ από το Ταμείο Συντάξεων των υπαλλήλων της ΑΤΗΚ.
Όπως κατατέθηκε στο δικαστήριο, το κόστος του έργου, που αφορούσε την ανέγερση κτιρίων με γραφεία και διαμερίσματα κοντά στο Αεροδρόμιο Λάρνακος υπερδιπλασιάστηκε με σκοπό να καταβληθούν μεγάλα ποσά στους εμπλεκόμενους.
Αιτιολογώντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου, ο Δικαστής Νικόλαος Σάντης, ανέφερε ότι τα αδικήματα στα οποία βρέθηκαν ένοχοι θέτουν σε κίνδυνο τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου, υπονομεύουν τη χρηστή διοίκηση και διασαλεύουν τον ανταγωνισμό.
Τόνισε ότι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν εν κρυπτώ, με τρόπο προσεγμένο, μεθοδικό και προγραμματισμένο, ζητώντας δωροδοκία από τον επιχειρηματία γης Νίκο Λίλλη, ο οποίος, όπως ανέφερε το δικαστήριο, δεν ήταν ο ιθύνων νους της υπόθεσης, αλλά λειτούργησε σαν στυγνός επιχειρηματίας.
Αναφερόμενος σε όσους διετέλεσαν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΣΥΤΑ, ο κ. Σάντης, είπε ότι εκμεταλλεύθηκαν και σφετερίστηκαν την εμπιστοσύνη με την οποία τους περιέβαλε η Κυπριακή Δημοκρατία και υπέσκαψαν αντί να προστατεύσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Σχετικά δε με τους συνδικαλιστές είπε ότι προέταξαν τις εξουσίες τους, για να προβούν σε εκβιασμούς και, χωρίς ψήγμα αναστολής, προσπάθησαν να παραπλανήσουν τις ανακριτικές αρχές με πλαστό έγγραφο.
Το δικαστήριο, με προηγούμενη απόφασή του, διέταξε τη δήμευση της περιουσίας μερικών από τους καταδικασθέντες. Όπως δε αναφέρθηκε, η αξία της περιουσίας τους δεν είναι αρκετή για να καλυφθεί το ποσό που πήρε ο καθένας.