Τουλάχιστον είκοσι άνθρωποι τραυματίστηκαν στο Χονγκ Κονγκ, όπου νέες συγκρούσεις σημειώθηκαν για δεύτερη συνεχή νύχτα μεταξύ φιλοδημοκρατικών διαδηλωτών και αστυνομικών, με τη μια πλευρά να κατηγορεί την άλλη για τα βίαια επεισόδια.
Δεκάδες αστυνομικοί των μονάδων καταστολής επιτέθηκαν τη χθεσινή νύχτα σε ομάδα διαδηλωτών στο Μονγκόκ, πυκνοκατοικημένη ηπειρωτική συνοικία και ένα από τα τρία σημεία που έχουν καταλάβει οι διαδηλωτές εδώ και τρεις εβδομάδες στην πρώην βρετανική αποικία.
Οι αστυνομικοί άρχισαν να χτυπούν με ρόπαλα διαδηλωτές, ορισμένοι από τους οποίους απομακρύνθηκαν από το σημείο με φορεία, ενώ άλλοι δέχτηκαν τις πρώτες βοήθειες για τραύματα που έφεραν στο κεφάλι, κατάγματα και μώλωπες, σύμφωνα πηγές των πρώτων βοηθειών που έσπευσαν στην περιοχή.
Η αστυνομία δήλωσε ότι επέδειξε αυτοσυγκράτηση και ανέλαβε δράση τη στιγμή που οι διαδηλωτές «προσπάθησαν ξαφνικά να παραβιάσουν» τις κορδέλες ασφαλείας που είχε βάλει. Η αστυνομία χρησιμοποίησε «ελάχιστη δύναμη για να διαλύσει» τους διαδηλωτές «ώστε να αποτρέψει κλιμάκωση της κατάστασης», αναφέρει σε ανακοίνωση της.
Οι διαδηλωτές εξήγησαν ότι δεν είχαν κάνει τίποτα για να προκαλέσουν τις δυνάμεις της τάξης. Οι αστυνομικοί επιτέθηκαν όταν οι διαδηλωτές άνοιξαν τις ομπρέλες τους –που έγιναν το σύμβολο της κινητοποίησής τους για περισσότερες δημοκρατικές ελευθερίες– και τις τοποθέτησαν πάνω στα οδοφράγματα.
«Μας χτυπούσαν χωρίς λόγο», δήλωσε ο 30χρονος Τζάκι. «Με χτύπησαν τέσσερις ή πέντε φορές με ρόπαλο. Είχα αίμα παντού στο κεφάλι και έλαβα τις πρώτες βοήθειες».
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι 20 άνθρωποι τραυματίστηκαν μεταξύ 22.00 και 06.00 τοπική ώρα χωρίς να διευκρινίσει αν πρόκειται για αστυνομικούς ή διαδηλωτές ή αν όλοι τραυματίστηκαν στο Μονγκόκ.
Οι διαδηλώσεις εντάθηκαν στις 28 Σεπτεμβρίου, όταν η αστυνομία έκανε χρήση δακρυγόνων εναντίον των διαδηλωτών, ενέργεια που κατέβασε στους δρόμους δεκάδες χιλιάδες πολίτες.
Έκτοτε, ο αριθμός των διαδηλωτών έχει μειωθεί αισθητά παρότι καταλαμβάνουν ακόμη τρία κεντρικά σημεία στο Χονγκ Κονγκ, διαταράσσοντας σοβαρά την κυκλοφορία και τη δραστηριότητα στο έδαφος.
Τις τελευταίες ημέρες, η αστυνομία άρχισε να δίνει στην κυκλοφορία δρόμους που είχαν αποκλείσει οι διαδηλωτές στα σημεία αυτά, ελευθερώνοντας την πρόσβαση στην πολυσύχναστη εμπορική συνοικία Causeway Bay και το Ναυαρχείο, κοντά στην έδρα της κυβέρνησης, αλλά χάνοντας εκ νέου έδαφος στο Μονγκόκ.
Ωστόσο οι διαδηλωτές δεν τρέφουν αυταπάτες για τις πιθανότητες να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Λίγοι παρατηρητές αναμένουν το Πεκίνο, που φοβάται εξάπλωση του κινήματος αυτού, να κάνει την ελάχιστη παραχώρηση.
Οι διαδηλωτές ζητούν την παραίτηση του κυβερνήτη Λεούνγκ Τσουν-γινγκ και την καθιέρωση πραγματικής καθολικής ψηφοφορίας στο αυτόνομο έδαφος που γνωρίζει τη σοβαρότερη πολιτική κρίση του μετά την επιστροφή του στην Κίνα το 1997.
Αν η Κίνα δεχθεί την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας για την εκλογή του επόμενου κυβερνήτη το 2017, προτίθεται να διατηρήσει τον έλεγχο της εκλογικής διαδικασίας και των υποψηφιοτήτων για τη θέση αυτή.