Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς απευθύνεται στους μαθητές του και διατυπώνει μια εξαιρετική κατηγορία, κατακεραυνώνοντας τους Φαρισαίους και τους νομοδιδασκάλους.
«Δεν υπάρχει τίποτε σκεπασμένο που δε θα ξεσκεπαστεί, και τίποτε κρυφό που δε θα μαθευτεί. Ό,τι, λοιπόν, λέτε στο σκοτάδι θα ακουστεί στο φως, κι ό,τι ψιθυρίζετε σε κλειστό χώρο θ’ ανακοινωθεί στα φανερά» (Λουκάς 12:2-3).
Η κατηγορία εξόργισε όπως ήταν φυσικό τους ιερείς της πόλης: «Ενώ ο Ιησούς τους έλεγε αυτά, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να δείχνουν έντονη εχθρότητα και να τον προκαλούν με πολλές ερωτήσεις· του έστηναν παγίδες, προσπαθώντας ν’ αρπάξουν κάτι από το στόμα του, με σκοπό να τον κατηγορήσουν» (Λουκάς 11:53-54).
Για τι πράγμα έκανε όμως λόγο ο Χριστός; Και πώς έφτασε να κατέχει τέτοια γνώση που να απειλεί ευθέως άντρες με μεγάλη δύναμη στα χέρια τους;
Για κάποιους μελετητές, αυτό είναι το σημείο-κλειδί στον θνητό βίο του Ιησού Χριστού.
Ήταν εξάλλου η τελευταία εβδομάδα της επίγειας διακονίας του και διαδραματίστηκε στην Ιερουσαλήμ. Οι εξελίξεις θα ήταν καταιγιστικές και όλα ξεκίνησαν με τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στην πόλη…
Η τέχνη της υποβολής
Τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο έλληνας εθνικός φιλόσοφος Κέλσος έγραψε το έργο «Αληθής Λόγος» (170-180 μ.Χ.), ένα σημαντικό βιβλίο αντιχριστιανικής πολεμικής που παρέθετε μια σειρά από παλαιότερες πηγές.
Το πόνημα προκάλεσε τριγμούς και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ζήτησαν από τον σπουδαίο αλεξανδρικό θεολόγο Ωριγένη να γράψει μια απάντηση στο βιβλίο του Κέλσου.
Ο Ωριγένης Αδαμάντιος απάντησε λέξη τη λέξη σχεδόν στο «Αληθής Λόγος» με το δικό του «Κατά Κέλσου», παραθέτοντας αυτούσια αποσπάσματα από τα λόγια του Κέλσου, διασώζοντας έτσι τα λεγόμενά του (ο «Αληθής Λόγος» δεν σώζεται, παραθέτεται ωστόσο κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο απολογητικό βιβλίο του Ωριγένη).
Αυτό που ενδιαφέρει πολύ τους βιβλικούς μελετητές είναι η αναφορά του Κέλσου, στηριγμένη σε παλαιοχριστιανικές πηγές, ότι ήταν η φτώχεια αυτή που έφερε τον Ιησού στην Αίγυπτο. Ως γιος μαραγκού, θα μπορούσε ίσως να βρει εκεί δουλειά.
Στην Αίγυπτο έμαθε «κάποιες τέχνες για τις οποίες είναι διάσημοι οι Αιγύπτιοι. Κατόπιν, επιστρέφοντας από κει, θεώρησε τόσο σημαντικό τον εαυτό του, γνωρίζοντας πως κατείχε αυτές τις τέχνες, που έφτασε να ανακηρύξει τον εαυτό του Θεό», όπως τον κατηγορεί ο Κέλσος.
Στο ίδιο χωρίο, ο Κέλσος αφηγείται την τέχνη που κατείχαν καλά οι Αιγύπτιοι, την υποβολή: «Αυτοί οι μάγοι κάνουν τα ζώα να φαίνονται ότι κινούνται, τα οποία δεν είναι στην πραγματικότητα ζώα, αλλά εμφανίζονται απλώς ως τέτοια στη φαντασία».
Σαν τους μάγους της Αιγύπτου λες, ο Ιησούς έμεινε γνωστός για την ικανότητά του να ξορκίζει τα δαιμόνια και να γιατρεύει τους ψυχικά ασθενείς.
Την ίδια τέχνη της υποβολής επιστράτευε και ο Ιησούς, όπως τον κατηγορεί ο Κέλσος, κι έτσι κατάφερε να κάνει τους εντυπωσιακούς εξορκισμούς του. Ο υπνωτισμός δεν ήταν εξάλλου καθόλου άγνωστος στους Αιγύπτιους.
Ο Ιησούς θα γνώριζε σίγουρα ότι οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τέτοιες τεχνικές παραπλάνησης για πολιτικούς σκοπούς. Υπνωτισμός και υποβολή ήταν πανίσχυρα όπλα και αν τα κατείχε ο Χριστός, τότε θα μπορούσε να ξεκλειδώσει τα επτασφράγιστα μυστικά του ιερατείου της Ιερουσαλήμ, όπως τους απειλεί.
«Να θεραπεύετε τους αρρώστους εκείνης της πόλης και να τους λέτε: “έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού”» καλούσε εξάλλου και τους 70 μαθητές του (Λουκάς 10:9).
Η θριαμβευτική είσοδος στην Ιερουσαλήμ
Καθόλου συμπτωματικά μάλλον, ο Ιησούς επέλεξε να κάνει την εμφάνισή του στην Ιερουσαλήμ κατά τη γιορτή του εβραϊκού Πάσχα. Όσο έμπαινε στην πόλη, το πλήθος τον υποδεχόταν θριαμβευτικά, πιστεύοντας πως είχε καταφτάσει ο Μεσσίας.
«Όταν ο Ιησούς πλησίαζε πια στο σημείο που κατηφορίζει από το όρος των Ελαιών, το πλήθος των μαθητών του άρχισαν να δοξάζουν χαρούμενοι το Θεό με δυνατή φωνή για όλα τα θαύματα που είδαν. ‘‘Ευλογημένος ο βασιλιάς που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο!’’ έλεγαν. ‘‘Ειρήνη στον ουρανό, και δόξα στον ύψιστο Θεό!’’» (Λουκάς 19:37-38).
Ο κόσμος υποδέχτηκε πανηγυρικά τον Ιησού πάνω στο γαϊδουράκι του.
«Οι πιο πολλοί από το πλήθος έστρωναν τα ρούχα τους στο δρόμο, ενώ άλλοι έκοβαν κι έστρωναν κλαδιά από τα δέντρα. Και το πλήθος, όσοι βάδιζαν μπροστά του κι όσοι ακολουθούσαν, κραύγαζαν: Δόξα στον Υιό του Δαβίδ! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο!
Δόξα στον ύψιστο Θεό! Όταν μπήκε στα Ιεροσόλυμα, αναστατώθηκε όλη η πόλη. ‘‘Ποιος είναι αυτός;’’ ρωτούσαν. Το πλήθος έλεγε: ‘‘Αυτός είναι ο προφήτης Ιησούς, από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας’’» (Ματθαίος 21:8-11).
Τέτοια θερμή υποδοχή δεν θα μπορούσε να μην τραβήξει την προσοχή του ιερατείου, που δεν είδαν ακριβώς με καλό μάτι την τρομακτική αυτή επίδειξη λατρείας προς το πρόσωπο του Ιησού. Κι έτσι μοιραία όταν «ο Ιησούς ήρθε στο ναό και δίδασκε, τον πλησίασαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού και του είπαν: ‘‘Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Και ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία;’’» (Ματθαίος 21:23).
Οι Ρωμαίοι ήταν τότε τα αδιαφιλονίκητα αφεντικά της περιοχής, χρησιμοποιώντας τους ντόπιους βασιλιάδες ως πληρεξούσιούς τους. Εκείνη τη μοιραία όμως μέρα, ήταν παρών και ο έπαρχος της Ιουδαίας, Πόντιος Πιλάτος.
Ο Πιλάτος όπως γνωρίζουμε είναι ένας από τους τρεις βασικούς χαρακτήρες που απεργάστηκαν τη συνωμοσία για τη σταύρωση του Χριστού.
Οι άλλοι δύο ήταν ο αρχιερέας Καϊάφας, επικεφαλής του Μεγάλου Εβραϊκού Συνεδρίου, και ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας, που τον αποκάλεσε ο Ιησούς «αλεπού» (Λουκάς 13:32).
Ο Ιησούς μίλησε όπως αισθανόταν, κατηγορώντας τον Καϊάφα και τον Αντίπα ως υποκριτές: «Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί χτίζετε τάφους για τους προφήτες και διακοσμείτε τα μνήματα των δικαίων του Ισραήλ. “Αν ζούσαμε εμείς”, λέτε, “στην εποχή των προγόνων μας, δε θα παίρναμε μέρος μαζί τους στο φόνο των προφητών”. Έτσι ομολογείτε πως είστε απόγονοι αυτών που σκότωσαν τους προφήτες. Ολοκληρώστε λοιπόν τώρα εσείς ό,τι άρχισαν οι πρόγονοί σας. Φίδια, γεννήματα οχιάς, πώς θα ξεφύγετε από την τελική κρίση και την κόλαση;» (Ματθαίος 23:29-33).
Οι τάφοι για τους οποίους μιλά ο Ιησούς αναφέρονται στον Ναό του Σολομώντα, που είχε χτιστεί για να στεγάσει την Κιβωτό της Διαθήκης, μέσα στην οποία φυλάσσονταν οι πέτρινες πλάκες με τις 10 Εντολές που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή.
Τα λόγια του Ιησού είναι εδώ πολύ σκληρά, κατηγορεί το ιερατείο ότι ήταν το αίμα του Μωυσή αυτό που έχυσαν οι πρόγονοι του Καϊάφα και του Αντίπα. Ο Ιωσήφ «Καϊάφας» προερχόταν από την τρίτη φυλή του Ισραήλ, από τον τρίτο γιο του Ιακώβ δηλαδή, τον Λευί.
Οι πρόγονοι του Ηρώδη Αντίπα προέρχονταν από το Βασίλειο του Εδώμ (Ιδουμαία), εκεί όπου γεννήθηκε ο πεθερός του Μωυσή, Ιοθόρ (Ραγουήλ). Ο Ιησούς θα είχε ακούσει σίγουρα ως εβραίος την υπόθεση ότι ο Μωυσής είχε δολοφονηθεί από τον Ραγουήλ στο Όρος του Θεού.
Ο Ραγουήλ, που είχε θητεύσει επίσης στην αρχαία αιγυπτιακή τέχνη της υποβολής, χρησιμοποιούσε μαγεία και υπνωτισμό για να χειραγωγεί τον κόσμο και να απολαμβάνει τη ζηλευτή δύναμη με την οποία έζησε τη ζωή του ως νομαδικός αρχηγός.
Σε αυτή τη γραμμή σκέψης, οι απόγονοι του Λευί, οι Λευίτες, διαπρεπείς ιερείς και παντοδύναμοι, συγκάλυψαν τον φόνο του Μωυσή ξαναγράφοντας ουσιαστικά την Παλαιά Διαθήκη.
Οι κατηγορίες δεν θα μπορούσαν να μείνουν χωρίς απάντηση
Ήταν η ιδιαίτερη μόρφωση του Ιησού που τον έκανε να επικαλεστεί την ιστορία με τον Μωυσή. Ό,τι κι αν υπονόησε ότι γνωρίζει ο Ιησούς για τα μυστικά που κρατούσαν οι Καϊάφας και Αντίπας, ήταν πιθανότατα αυτά που προσυπέγραψαν τη μοίρα του. Αμφότεροι δεν θα τον άφηναν να ξεσκεπάσει τα σκοτεινά μυστικά των προγόνων τους.
Αν ο λαός έφτανε να πιστέψει πως οι πρόγονοί τους είχαν δολοφονήσει τον προφήτη και κριτή Μωυσή, η τύχη τους δεν θα ήταν καλή. Ήταν όμως πολύ επικίνδυνο να του απαντήσουν, να σηκώσουν το γάντι στις εκρηκτικές κατηγορίες που διατύπωνε εναντίον τους.
«Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, που σκοτώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς αυτούς που σου στέλνει ο Θεός!» (Ματθαίος 23:37), φώναξε για άλλη μια φορά ο Ιησούς. Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι έμειναν σιωπηλοί.
Καϊάφας και Αντίπας κατάλαβαν πως έπρεπε να βγάλουν από τη μέση τον ταραχοποιό. Αποφάσισαν να τον συλλάβουν και να τον περάσουν από δίκη-παρωδία.
Το γεγονός ότι ο Ιησούς αναφερόταν στον Μωυσή, πιστοποιείται και από ένα ακόμα γεγονός. Αναζητώντας πρόφαση για την εκτέλεση του Ιησού, ο Καϊάφας τον ρώτησε αν ήταν πράγματι ο υιός του Θεού. Ο Χριστός το επιβεβαίωσε: «Ο Ιησούς όμως σιωπούσε. Κι ο αρχιερέας του είπε: ‘‘Σε εξορκίζω στο όνομα του αληθινού Θεού, να μας πεις αν εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού’’. ‘‘Είμαι’’, του λέει ο Ιησούς, ‘‘όπως μόνος σου το είπες. Και σας λέω πως σύντομα θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού’’» (Ματθαίος 26:63-64).
Τι έκανε τότε ο Καϊάφας; Έσκισε τα ρούχα του, «διέρρηξε τότε τα ιμάτιά του από αγανάκτηση ο αρχιερέας» (Ματθαίος 26:65). Από την εποχή όμως του Μωυσή, απαγορευόταν για έναν αρχιερέα να σκίζει τα ιμάτιά του (ένδειξη πένθους στον ιουδαϊσμό).
Με τη θεατρική αυτή κίνηση, που είχε ωστόσο τον συμβολισμό της, ο Καϊάφας αποκρίθηκε: «‘‘Αυτό είναι βλασφημία στο Θεό. Τι μας χρειάζονται τώρα πια οι μάρτυρες; Να, μόλις τώρα ακούσατε τα βλάσφημα λόγια του. Τι απόφαση παίρνετε;’’. Κι αυτοί αποκρίθηκαν: ‘‘Είναι ένοχος και πρέπει να θανατωθεί’’». Ο Καϊάφας τα κατάφερε, ο Ιησούς θα σιωπούσε για πάντα.
Αρκετοί βιβλικοί μελετητές επιχειρηματολογούν πως η σταύρωση του Ιησού συνδέεται με την ίδια την ιστορία του Μωυσή. Σταυρώθηκε εξάλλου κατά την περίοδο του εβραϊκού Πάσχα, που συνδέεται με την απελευθέρωση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, με τη βοήθεια του Μωυσή.
Οι υπέρμαχοι αυτής της θεωρίας μάς λένε πως ο Ιησούς κατηγόρησε τους Λευίτες και τους Εδωμίτες για τον θάνατο του Μωυσή, καθώς ήξερε τι πανικό θα προκαλούσαν τέτοιες κατηγορίες ανάμεσά τους.
Ήξερε πως θα αναγκάζονταν οι αρχιερείς να αντιδράσουν σπασμωδικά. Ακόμα κι αν αυτό κατέληγε στον επίγειο θάνατό του…