Η συμπλήρωση 25 χρόνων από το «πικ-νικ ειρήνης» που δρομολόγησε το τέλος του «Σιδηρού Παραπετάσματος», γιορτάστηκε σήμερα με τη συμμετοχή επισήμων και πολλών πολιτών.
Στις 19 Αυγούστου 1989, με την υποκίνηση του αυστριακού ευρωβουλευτή Otto von Habsburg και του ούγγρου υπουργού Imre Pozsgay, συμφωνήθηκε να διοργανωθεί ένα «πανευρωπαϊκό πικ-νικ», έξω από την πόλη Σόπρον της Ουγγαρίας, στα σύνορα με την Αυστρία.
Η ιδέα ήταν να ανοίξουν τα σύνορα για περίπου 3 ώρες και να επιτραπεί στους συμμετέχοντες να περάσουν στην Αυστρία χωρίς ελέγχους, μια συμβολική κίνηση που ήρθε σε συνέχεια της κοπής των συνοριακών συρματοπλεγμάτων από τους πρωθυπουργούς της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, 2 μήνες νωρίτερα.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία με τους υπουργούς των δύο χωρών να κόβουν τα συρματοπλέγματα είχε κάνει τότε το γύρο του κόσμου και έως σήμερα θεωρείται συμβολική για το τέλος του «Σιδηρού Παραπετάσματος».
Περίπου 600 Ανατολικογερμανοί εκμεταλλεύτηκαν το πικ-νικ για να διαφύγουν στην Αυστρία. Μόλις λίγες εβδομάδες μετά, η Ουγγαρία άνοιξε διάπλατα τα σύνορά της, και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μετά τη νύκτα της 10ης Σεπτεμβρίου, συνολικά 50.000 Ανατολικογερμανοί διέφυγαν χωρίς κανένα πρόβλημα στη Δύση.
Το περίφημο αυτό «πικ-νικ» γιορτάστηκε σήμερα με πανηγυρικές εκδηλώσεις. Στις ομιλίες τονίστηκε ιδιαίτερα πως το γεγονός εκείνο υπήρξε η αφετηρία και λειτούργησε στη συνέχεια, ως «ουγγρικό ντόμινο», για την αποκαθήλωση του «Σιδηρού Παραπετάσματος», την κατάρρευση των κομμουνιστικών συστημάτων στην Ανατολική Ευρώπη και τελικά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
«Πριν από 25 χρόνια αυτή η ημέρα άλλαξε τον κόσμο» επισήμανε ο Φραντς Στάιντλ, ο αναπληρωτής κυβερνήτης του αυστριακού ομόσπονδου κρατιδίου Μπρούργκενλαντ, το οποίο είχε υποδεχτεί τότε τους 600 Ανατολικογερμανούς και λίγες εβδομάδες αργότερα υπήρξε ο πρώτος σταθμός στη Δύση για τους χιλιάδες άλλους που εγκατέλειπαν την Ουγγαρία.
Για «επανάσταση χωρίς αιματοχυσία, κάτι το μοναδικό», έκανε λόγο ο κυβερνήτης του Μπούργκενλαντ, Χανς Νισλ, τονίζοντας την τότε προθυμία και την ετοιμότητα των κοινοτήτων και των κατοίκων της περιοχής να δεχθούν τους ανθρώπους που με κίνδυνο της ζωής τους βρίσκονταν σε φυγή.