Πέντε γενιές μετρά σήμερα μία από τις πλουσιότερες δυναστείες του κόσμου, η οποία παραμένει εν πολλοίς άγνωστη στο πλατύ κοινό.
Το Bloomberg εκτίμησε την οικογενειακή περιουσία των Johnson για το 2020 στα 37,3 δισ. δολάρια.
Όσο για τον κολοσσό που έχουν στα χέρια τους, την SC Johnson, που φτιάχνει καθαριστικά, προϊόντα για το σπίτι και πολλά ακόμα (με γνωστότερα σε μας τα Autan, Raid, Baygon, Glade, Mr Muscle, Windex κ.ά.), παραμένει ιδιωτικών συμφερόντων.
Ο H. Fisk Johnson, ο σημερινός πρόεδρος και γενικός διευθυντής της εταιρίας από το 2004, ανήκει στην πέμπτη γενιά της οικογένειας. Είναι τρισέγγονος του ιδρυτή.
Είναι απλώς ένας ακόμα Johnson που γίνεται αφεντικό και δίνει διαταγές από το ίδιο στρατηγείο του Ουισκόνσιν, όπως έκαναν και οι πρόγονοί του εδώ και 130 χρόνια.
Ο όμιλος δίνει σήμερα δουλειά σε 13.000 ανθρώπους, έχει παρουσία σε 70 χώρες και οι πωλήσεις του ξεπερνούν τα 10 δισ. δολάρια ετησίως.
Κι όλα αυτά από έναν άνθρωπο που άρχισε το 1882 να γυρνά από σπίτι σε σπίτι πουλώντας δάπεδα παρκέ…
Όπως και κάθε αυθεντική και αξιοσημείωτη ιστορία επιτυχίας, η πορεία του Samuel Curtis Johnson ως τα πλούτη μόνο γραμμική δεν ήταν. Ο δρόμος είχε και πολλές στροφές και ακόμα περισσότερες λακκούβες.
Γεννημένος το 1833, ο Samuel πέρασε τις 5 πρώτες δεκαετίες της ζωής του χωρίς να πλησιάσει καν σε αυτό που ονομάζουμε οικονομική εξασφάλιση.
Πέρασε από πολλές πολιτείες κάνοντας όποια δουλειά μπορούσε να βρει, από εργάτης φάμπρικας μέχρι πωλητής. Και δούλεψε από τους σιδηρόδρομους ως και το λιανεμπόριο.
Το 1882 μετακόμισε για άλλη μια φορά, τώρα στο Racine του Ουισκόνσιν, για να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα. Ήταν πλέον πλασιέ δαπέδων για λογαριασμό του κατασκευαστή Racine Hardware Manufacturing Co.
Εδώ τα πήγε πολύ καλά ο Samuel και το 1886 κατάφερε να αγοράσει το τμήμα παρκέ από τον κατασκευαστή. Η εταιρία που ίδρυσε έφερε το όνομά του. Και πολύ σωστά, καθώς ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές.
Στα πρώτα χρόνια της SC Johnson, ο Samuel έκανε τα πάντα. Ήταν αφεντικό, ήταν λογιστής, ήταν πωλητής. Δούλευε ακούραστα και συνέχισε να οργώνει την αμερικανική επικράτεια πουλώντας τα δάπεδά του σε μηχανικούς, κατασκευαστές και ιδιώτες.
Αυτό έκανε πέντε μέρες τη βδομάδα και τα Σαββατοκύριακα επέστρεφε στο Racine για να κάνει τις δουλειές του γραφείου και να ελέγξει την κατάσταση στην οποία άφηνε κάθε φορά το εργοστάσιό του.
Δεν θα αργούσε να δει τα πρώτα καλά του κέρδη και όσο περισσότερο έτρεχε, τόσο καλύτερα τα πήγαινε.
Ο Samuel έφτανε πια από το Κολοράντο ως τη Νέα Αγγλία και ακόμα πιο νότια, ως το Μισισίπι. Όσο οι παραγγελίες αυξάνονταν, άρχισε να παίρνει γράμματα από πελάτες του που τον ρωτούσαν πώς να γυαλίζουν τα παρκέ τους.
Όπως και κάθε σωστός επαγγελματίας, ο Samuel άρχισε να ψάχνει τρόπους για τη συντήρηση των παρκέ. Ο εταιρικός θρύλος τον εμφανίζει να κάνει πειράματα με καθαριστικά και βερνίκια στην μπανιέρα του σπιτιού του, ώστε να βρει το ιδανικό μείγμα που και θα καθάριζε και θα έδινε ταυτοχρόνως λάμψη στο παρκέ. Και το βρήκε.
Τα παρκέ του έρχονταν τώρα πακέτο με το Prepared Paste Wax της Johnson, το δικό του κερί για το γυάλισμα των δαπέδων. Και αυτό ήταν πραγματικά ακαταμάχητο. Ακόμα και άνθρωποι που δεν είχαν αγοράσει τα δικά του παρκέ τού τηλεφωνούσαν τώρα ρωτώντας πώς μπορούσαν να το προμηθευτούν.
Και ήταν αυτό που τον έσωσε όταν πέρασε η μόδα των παρκέ και οι Αμερικανοί το γύρισαν στα δρύινα πατώματα ή αυτά από σφεντάμι. Ακόμα κι αυτά χρειάζονταν όμως λίγη λάμψη και το προϊόν του Johnson ήταν το καλύτερο της αγοράς.
Μερικές διαφημίσεις στην εφημερίδα αργότερα, το κερί του υπήρχε πια στα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ. Το 1898 έβγαλε για πρώτη φορά περισσότερα από τα προϊόντα περιποίησης των ξύλινων πατωμάτων παρά από τα ίδια τα πατώματα.
Ο Samuel έφερε κάποια στιγμή στην επιχείρησή του τον γιο του Herbert να τον βοηθήσει. Γεννημένος το 1868, ο Herbert Fisk Johnson θα ήταν ο δεύτερος γενικός της εταιρίας. Τα πρώτα του χρόνια τα πέρασε μάλιστα στο εργοστάσιο (από το 1892), όσο ο πατέρας του συνέχιζε να τρέχει σαν τρελός στην αμερικανική επαρχία.
Πριν φύγει από τη ζωή το 1919, ο Samuel του είχε αφήσει μια πολύ καλή δουλειά. Αλλά και την αγάπη του για τη φιλανθρωπία, έδινε βλέπετε κάθε μα κάθε χρόνο το 10% του εισοδήματός του για έργα κοινής ωφέλειας.
Ο κολοσσός του συνεχίζει να δίνει ακόμα και σήμερα το 5% των ετήσιων κερδών του (προ φόρων) σε φιλανθρωπικές δράσεις. Μια παράδοση που μετρά πλέον 80 χρόνια. Ο Samuel έζησε απλά, πλουσιοπάροχες ήταν μόνο οι δωρεές του στην κοινωνία.
Ο Herbert έγινε συνέταιρος το 1906 και η εταιρία μετονομάστηκε σε S.C. Johnson & Son. Αυτός θα αναλάμβανε το έργο της επέκτασης. Ενθουσιώδης και ακάματος, σαν τον πατέρα του, αποδείχτηκε εξίσου καλός πωλητής.
Αυτός θέλησε να επεκτείνει την γκάμα των προϊόντων, περιλαμβάνοντας πια ακόμα και βερνίκια για αυτοκίνητα. Η εταιρία του αριθμούσε το 1910 λίγο περισσότερους από 90 υπαλλήλους. Ο Herbert κατανοούσε τον ρόλο της τεχνολογίας στις γραμμές παραγωγής και από το 1912 υιοθέτησε κάθε βιομηχανικό νεωτερισμό.
Είχε βλέπετε την παγκόσμια αγορά κατά νου. Πίστευε πως αν ένα προϊόν τα πήγαινε καλά στην Αμερική, δεν υπήρχε λόγος να μην έχει αντίστοιχη πορεία και στο εξωτερικό. Και σαν τον πατέρα του, θα έπαιρνε παραμάσχαλα το δειγματολόγιο. Μόνο που αυτός θα όργωνε τον κόσμο.
Το πρώτο υπερατλαντικό του ταξίδι θα τον φέρει στη Βρετανία, όπου και θα κάνει το πρώτο παράρτημά του. Η βρετανική Johnson ιδρύθηκε το 1914 και ήταν απόλυτη επιτυχία.
Η πρώτη αποστολή συνέπεσε βέβαια με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου και το πλοίο που μετέφερε τα προϊόντα του βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο. «Τα έχουν αυτά οι δουλειές», τον εμφανίζει να λέει ο εταιρικός μύθος, μη χάνοντας το κέφι του.
Ο Herbert συνέχισε τα υπερατλαντικά ταξίδια. Το 1917 έφτιαξε εργοστάσιο στην Αυστραλία και το 1920 στον Καναδά. Το 1917 έκανε όμως και την κίνηση-ματ: δημιούργησε ένα πρόγραμμα διανομής των κερδών στους υπαλλήλους του. Ήταν από τους πρώτους καπιταλιστές που υιοθετούσαν την πρακτική και του βγήκε σε πολύ καλό.
Ο ίδιος πίστευε πως όλοι οι υπάλληλοι δικαιούνταν μερίδιο από την επιτυχία της εταιρίας. Οι εταιρίες είναι συλλογικές δουλειές, έλεγε. Την πρώτη χρονιά, οι 193 υπάλληλοί του μοιράστηκαν 31.250 δολάρια. Η SC Johnson το συνεχίζει αυτό εδώ και έναν αιώνα, διανέμοντας πια εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο.
Ο λόγος του το 1927, έναν χρόνο πριν πεθάνει, ήταν πολύ χαρακτηριστικός της επιχειρηματικής φιλοσοφίας του: «Η ευημερία των ανθρώπων είναι το μόνο διαχρονικό πράγμα σε κάθε δουλειά. Είναι η μόνη ουσία … Τα υπόλοιπα είναι σκιές».
Ο Herbert πίστευε ακράδαντα στην καλή προαίρεση των ανθρώπων, η ζωή τού έδειχνε ωστόσο συχνά πως δεν σκέφτονταν όλοι έτσι. Όταν πέθανε το 1928, δεν άφησε διαθήκη, θεωρώντας πως τα δυο του παιδιά, ο Herbert Fisk Johnson Jr και η Henrietta Johnson Louis, θα τα έβρισκαν.
Δεν τα βρήκαν όμως και η περιουσία μοιράστηκε στα δυο. Ο γιος του (γεννημένος το 1899) ήταν ο τρίτος Johnson που θα καθόταν στο τιμόνι της εταιρίας το 1928. Συνέχισε την αναπτυξιακή φιλοσοφία του πατέρα του και εξαπλώθηκε σε ακόμα περισσότερες γωνιές του κόσμου.
Ο δικός του γιος, Samuel Curtis Johnson Jr, θα τον διαδεχόταν στην προεδρία του ομίλου (μεταξύ 1966-2000). Η δική του κληρονομιά, πέρα από τη γιγάντωση της επιχείρησής του, ήταν «να προστατεύσουμε τον πλανήτη και να τον αφήσουμε ένα καλύτερο μέρος για να ζήσουν οι επόμενες γενιές».
Και σαν τον προπάππο του, πίστευε πως «ένα καλό στέλεχος, ένα πολυάσχολο στέλεχος, έχει πάντα χρόνο να κάνει και κάποια άλλα πράγματα, ειδικά για το καλό της κοινότητας».
Τα προϊόντα που έριχνε στην αγορά είχαν απομακρυνθεί πια πολύ από τα βερνίκια και τα κεριά για τα πατώματα. Τα γνωστότερα σήμερα προϊόντα της SC Johnson ήταν δική του σύλληψη.
Ένα από τα 4 παιδιά του Samuel του νεότερου, που πέθανε το 2004, είναι σήμερα ο πέμπτος πρόεδρος της οικογενειακής επιχείρησης.
Ο Herbert Fisk Johnson III (γεννημένος το 1958) και τα τρία αδέρφια του (αλλά και η μαμά τους) έχουν περιουσία 3,9 δισ. δολαρίων ο καθένας, σύμφωνα με το Forbes.
Όπως και όλοι τους, μπήκε στην εταιρία μετά τις σπουδές του στο Cornell το 1987 και ξεκίνησε από χαμηλόβαθμη θέση στο τμήμα μάρκετινγκ. Αφού πέρασε από διάφορα πόστα, έγινε πρόεδρος το 2000 και γενικός διευθυντής το 2004.
Και όπως όλοι οι Johnson, συνεχίζει να ζει στο Racine του Ουισκόνσιν, λες και δεν πέρασε στιγμή από τη δεκαετία του 1880…