Σε μια ξεχωριστή στιγμή της νεότερης ιστορίας της Σερβίας, ο πρόεδρος της χώρας και αρχηγός του Σερβικού Προοδευτικού Κόμματος, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ανήγγειλε τη σύσταση κυβέρνησης συνασπισμού από όλα τα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή.
Στη νέα κυβέρνηση εκτός από το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα (SNS) θα συμμετάσχουν το Σοσιαλιστικό Κόμμα Σερβίας (SPS) του Ίβιτσα Ντάτσιτς και η Σερβική Πατριωτική Ένωση (SPAS), της οποίας ηγείται ο πολίστας, Αλεξάνταρ Σάπιτς.
Ο Βούτσιτς υπογράμμισε ότι η κυβερνητική συνεργασία όλων των κομμάτων αποτελεί επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων επιλογή με δεδομένο ότι τα επόμενα δύο χρόνια θα χρειαστεί να αντιμετωπιστούν πολλές προκλήσεις στην οικονομία και κυρίως στα εθνικά θέματα. Ο ίδιος απέφυγε να αναφερθεί στα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τη νέα κυβέρνηση, αποκάλυψε ωστόσο ότι ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών, Ίβιτσα Ντάστιτς, θα αναλάβει πρόεδρος της βουλής.
Επίσης, σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι η θητεία της νέας κυβέρνησης θα διαρκέσει δύο χρόνια περίπου, μέχρι τον Απρίλιο του 2022 όταν θα πραγματοποιηθούν πρόωρες βουλευτικές εκλογές, ταυτόχρονα με τις προεδρικές.
Οι προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης, όπως ανέφερε ο Βούτσιτς, θα είναι: η αντιμετώπιση της πανδημίας, η υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας στο ζήτημα του Κοσόβου, η πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις και η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας.
Σημειώνεται ότι, θα είναι η πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της Σερβίας και συγκεκριμένα από την εφαρμογή του πολυκομματικού συστήματος το 1990, που στη σερβική βουλή δεν θα υπάρχει αντιπολίτευση και όλα τα κόμματα θα συμμετέχουν στην κυβέρνηση.
Από τις 250 έδρες που συνθέτουν τη βουλή της Σερβίας, το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα καταλαμβάνει 188 έδρες, το Σοσιαλιστικό Κόμμα 32 και η Σερβική Πατριωτική Ένωση 11 έδρες. Με 19 βουλευτές εκπροσωπούνται οι εθνικές μειονότητες.
Στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Ιουνίου αρνήθηκαν να συμμετάσχουν τα κόμματα που ασκούσαν αντιπολίτευση κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο καταγγέλλοντας έλλειψη δημοκρατικών συνθηκών για τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών.