H Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινεί διαδικασίες, επί παραβάσει, κατά της Κύπρου και της Μάλτας εκδίδοντας προειδοποιητικές επιστολές σχετικά με τα συστήματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές στις χώρες αυτές, τα οποία είναι επίσης γνωστά ως σχήματα «χρυσών διαβατηρίων».
Η Κομισιόν θεωρεί ότι η χορήγηση από τα εν λόγω κράτη-μέλη της υπηκοότητάς τους -και, συνεπώς, της ιθαγένειας της ΕΕ- ως αντάλλαγμα για προκαθορισμένη πληρωμή ή επένδυση και χωρίς να υπάρχει πραγματικός δεσμός με τα οικεία κράτη-μέλη, δεν συνάδει με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτόχρονα, υπονομεύει την ακεραιότητα του καθεστώτος της ιθαγένειας της ΕΕ που προβλέπεται στο άρθρο 20 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Λόγω της φύσης της ιθαγένειας της ΕΕ, τα συστήματα αυτά έχουν επιπτώσεις στο σύνολο της Ένωσης. Όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ιθαγένεια, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο καθίσταται αυτομάτως πολίτης της ΕΕ και απολαύει όλων των δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτό το καθεστώς, όπως το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, διαμονής και εργασίας εντός της ΕΕ ή το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές, καθώς και στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα των συστημάτων χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές δεν περιορίζονται στα κράτη μέλη που τα εφαρμόζουν, ούτε είναι ουδέτερα σε σχέση με τα άλλα κράτη μέλη και την ΕΕ στο σύνολό της.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι η χορήγηση της ιθαγένειας της ΕΕ ως αντάλλαγμα για προκαθορισμένες πληρωμές ή επενδύσεις χωρίς να υπάρχει πραγματικός δεσμός με τα οικεία κράτη μέλη υπονομεύει την ουσία της ιθαγένειας της ΕΕ.
Οι κυβερνήσεις της Κύπρου και της Μάλτας έχουν προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσουν στις προειδοποιητικές επιστολές. Εάν οι απαντήσεις δεν είναι ικανοποιητικές, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη για το θέμα αυτό.