Πριν από την κατάληψη της Κριμαίας, η δημοτικότητα του Ρώσου προέδρου ήταν 27%. Σήμερα είναι 67%. Ύστερα από πολλά χρόνια εξευτελισμών, όλοι ήθελαν ένα «μικρό νικηφόρο πόλεμο». Όλοι θέλουν μια ρεβάνς για τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Το πιο εντυπωσιακό, γράφει στη Le Monde η ουκρανικής καταγωγής συγγραφέας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, είναι ότι από τις ιμπεριαλιστικές αυτές φιλοδοξίες έχει μολυνθεί ακόμη και η νεολαία.

Πράγματι, μιλάμε πολύ για τον Πούτιν και τον αυταρχισμό του, αλλά ο αυταρχισμός δεν υπάρχει στο κενό. Πρέπει λοιπόν να μιλήσουμε για τον συλλογικό Πούτιν. Στη Δούμα, η αποστολή στρατιωτών στην Κριμαία ψηφίστηκε ομόφωνα. Τα κανάλια και οι εφημερίδες υιοθέτησαν άκριτα τον πόλεμο κατά της νέας κυβέρνησης του Κιέβου: έγινε ναζιστικό πραξικόπημα, οι φασίστες κυβερνούν στο Κίεβο, υπάρχουν εκατοντάδες πρόσφυγες στα σύνορα, γίνονται πογκρόμ κατά των Εβραίων, καταστρέφονται ορθόδοξες εκκλησίες, απαγορεύτηκε η ρωσική γλώσσα. Οι ρωσόφωνοι έγιναν, σύμφωνα με την προπαγάνδα αυτή, πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Αυτά ακούει ο Ρώσος πολίτης καθημερινά. Πρόκειται για πραγματική πλύση εγκεφάλου, σημειώνει η συγγραφέας, που γεννήθηκε στην Ουκρανία αλλά σήμερα ζει στη Μόσχα.

Η Κριμαία αποτελεί ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα. Υπήρξε ταταρική μέχρι τον 18ο αιώνα και ρωσική από τότε μέχρι το 1954. «Άρα είναι δική μας», λένε οι Ρώσοι, «ο Χρουστσόφ την έκανε δώρο στους Ουκρανούς μια μέρα που είχε πιει». Μόνο να σκεφτεί κανείς πόσοι τάφοι Ρώσων υπάρχουν εκεί πέρα!

Η Αλεξίεβιτς διηγείται την εξής σκηνή. Κοντά στην Κόκκινη Πλατεία, δύο νέοι κρατούν ένα πανό που γράφει: «Πόσα παιδιά, αδέλφια και γείτονες πρέπει να θυσιαστούν για να αποτελέσει η Κριμαία μέρος της Ρωσίας;» Οι περαστικοί τους βρίζουν, τους προσβάλλουν, τους χαρακτηρίζουν φασίστες, οπαδούς του Μπαντέρα, τσιράκια των Αμερικανών. Ηλικιωμένες γυναίκες τους φτύνουν. Άνδρες φωνάζουν πως η Σεβαστούπολη είναι ρωσική πόλη και σε όποιον δεν αρέσει να πάει στο Ισραήλ. Γρήγορα φτάνει ένα περιπολικό και μαζεύει τους δύο νεαρούς. Γυναίκες που παρακολουθούσαν τη σκηνή δήλωσαν έτοιμες να καταθέσουν ότι οι δύο νεαροί βωμολοχούσαν και κτυπούσαν ηλικιωμένους.

Ο Πούτιν επένδυσε στα πιο χαμηλά ένστικτα της κοινωνίας και κέρδισε, σημειώνει η συγγραφέας. «Ακόμη κι αν εξαφανιζόταν αύριο, πώς θα γλυτώναμε εμείς από τον εαυτό μας;»

Η Αλεξίεβιτς παρέστη σε δύο συγκεντρώσεις, μία φιλοπολεμική και μία αντιπολεμική. Στην πρώτη είχαν συγκεντρωθεί 20.000 άτομα με πανό που έγραφαν: «Το ρωσικό πνεύμα είναι ανίκητο!» «Δεν θα αφήσουμε την Κριμαία στους Αμερικανούς!» Σε όλα τα πρόσωπα διέκρινε κανείς την οργή, το μίσος. Πώς συμβιβάζονται όλα αυτά με τα ακριβά ρούχα, τα υπερμοντέρνα αυτοκίνητα και τις διακοπές στο Μαϊάμι και την Ιταλία;

Στην αντιπολεμική συγκέντρωση δεν υπήρχαν παρά μερικές χιλιάδες άτομα που φώναζαν: «Ναι στην ειρήνη, όχι στον πόλεμο!» Οι περαστικοί τους χαρακτήριζαν εχθρούς της Ρωσίας. Σε παρόμοιες στιγμές, η συγγραφέας φέρνει στο μυαλό της εικόνες όπως αυτές των Ρώσων στρατιωτών που προήλαυναν στην Κριμαία με τεθωρακισμένα οχήματα και τανκς. Ανθρώπων που δεν είχαν χρήματα να πάνε στην Κριμαία ως τουρίστες, οπότε πήγαν ως κατακτητές. Έχουν υπάρξει και στο παρελθόν τέτοιες σκηνές – στο Αφγανιστάν, για παράδειγμα.

Πρόκειται πάντα για το ίδιο ψέμα των δικτατόρων: «Ύστερα από αίτημα της αφγανικής κυβέρνησης, στείλαμε μια μικρή δύναμη Ρώσων στρατιωτών. Μπήκαμε στο Αφγανιστάν για να μην μπουν οι Αμερικανοί.» Δεκαετίες αργότερα, επαναλαμβάνεται το ίδιο σενάριο. Η ρωσική πατρίδα. Τα ίδια με την Αμπχαζία, τη Γεωργία.

Ο πατέρας της Αλεξίεβιτς είναι Λευκορώσος, η μητέρα της Ουκρανή. Ανάλογη καταγωγή έχουν πολλοί Ρώσοι. Έζησαν μαζί για τριακόσια χρόνια στην ίδια χώρα. Όλα αναμίχθηκαν, οικογένειες, πολιτισμοί. Πέρασαν μαζί δύο παγκόσμιους πολέμους. Το πιο τρομακτικό που μπορεί τώρα να συμβεί είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Δεν θα υπάρξουν ξένοι σε αυτόν τον πόλεμο. Ούτε νικητές.