Η Τεχεράνη εκτέλεσε έναν Ιρανό ο οποίος είχε κριθεί ένοχος για διενέργεια κατασκοπείας για λογαριασμό των ΗΠΑ, πωλώντας πληροφορίες για το πυραυλικό πρόγραμμα του Ιράν, δήλωσε σήμερα ο εκπρόσωπος των ιρανικών δικαστικών αρχών Γολαμχοσεΐν Εσμαϊλί.
Ο Ρεζά Ασγαρί, ένας Ιρανός που είχε εργαστεί για την αεροδιαστημική υπηρεσία του υπουργείου Άμυνας ως την συνταξιοδότησή του πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, εκτελέστηκε την περασμένη εβδομάδα, σημείωσε ο Εσμαϊλί, τις δηλώσεις του οποίου επικαλέστηκε ο επίσημος ιστότοπος Mizan Online.
Αυτός είχε εργαστεί στο υπουργείο για χρόνια και πήρε τη σύνταξή του στις αρχές του ιρανικού έτους 1395 (Μάρτιος 2016-17), πρόσθεσε ο εκπρόσωπος.
Ο Ασγαρί έλαβε σημαντικά χρηματικά ποσά από την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (CIA) «μετά την συνταξιοδότησή του πωλώντας της τις πληροφορίες που είχε για τους πυραύλους μας», σημείωσε.
«Αυτός αναγνωρίστηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο», κατέληξε ο Εσμαϊλί.
Ο Εσμαϊλί πρόσθεσε παράλληλα ότι η θανατική ποινή που επιβλήθηκε στον Μαχμούντ Μουσαβί Μαζντ, έναν άλλον Ιρανό που καταδικάστηκε τον Ιούνιο για κατασκοπεία, θα εκτελεστεί επίσης.
Ο Μαζντ κατηγορείτο ότι έδωσε πληροφορίες στις ΗΠΑ και το Ισραήλ για τις μετακινήσεις του στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί, διοικητή της Δύναμης αλ Κοντς, της επίλεκτης μονάδας που είναι υπεύθυνη για τις εξωτερικές επιχειρήσεις των Φρουρών της Επανάστασης. Ο Σουλεϊμανί σκοτώθηκε στις αρχές του Ιανουαρίου από πλήγμα αμερικανικού μη επανδρωμένου αεροσκάφους στη Βαγδάτη.
Σε αντίποινα το Ιράν εξαπέλυσε πυραύλους εναντίον ιρακινών στρατιωτικών βάσεων στις οποίες στάθμευαν Αμερικανοί στρατιώτες, προκαλώντας σημαντικές υλικές ζημιές, σύμφωνα με την Ουάσινγκτον.
Τον Φεβρουάριο η Τεχεράνη ανακοίνωσε την καταδίκη σε θάνατο του Αμίρ Ραχιμπούρ, ενός άλλου Ιρανού που κρίθηκε ένοχος ότι «προσπάθησε να δώσει (στην CIA) πληροφορίες για το πυρηνικό» πρόγραμμα της χώρας.
Το Ιράν είχε ανακοινώσει εξάλλου τον Ιούλιο του 2019 ότι συνέλαβε 17 Ιρανούς στο πλαίσιο της εξάρθρωσης ενός «δικτύου κατασκόπων» της CIA και καταδίκασε σε θάνατο πολλούς από αυτούς.
Η Ουάσινγκτον χαρακτήρισε «εντελώς ψευδείς» τις κατηγορίες αυτές.
Ο Εσμαϊλί ανακοίνωσε παράλληλα ότι επικυρώθηκε η θανατική ποινή που είχε επιβληθεί σε τρεις ανθρώπους που εμπλέκονταν στις διαδηλώσεις του Νοεμβρίου του 2019, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από μια αύξηση της τιμής της βενζίνης.
Η θανατική ποινή «επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο έπειτα από έφεση των κατηγορουμένων και των δικηγόρων τους», διευκρίνισε ο ίδιος, ο οποίος δεν αποκάλυψε τα ονόματά τους ούτε πότε καταδικάστηκαν πρωτοδίκως.
Οι δύο από αυτούς είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια «ένοπλης ληστείας» και βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που βρέθηκαν στα τηλέφωνά τους, αυτοί είχαν πυρπολήσει τράπεζες, δημόσια κτίρια και λεωφορεία στη διάρκεια των διαδηλώσεων, σημείωσε ο εκπρόσωπος της ιρανικής δικαιοσύνης.
Ένα κίνημα αμφισβήτησης ξέσπασε στις 15 Νοεμβρίου σε περίπου 100 πόλεις μετά την ανακοίνωση μιας μεγάλης αύξησης στην τιμή της βενζίνης, εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Τότε είχαν σημειωθεί επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, είχαν λεηλατηθεί καταστήματα και τράπεζες και είχαν πυρποληθεί πρατήρια καυσίμων, ενώ οι αρχές είχαν προβεί στην διακοπή της πρόσβασης στο Διαδίκτυο για μια εβδομάδα.
«Οι ίδιοι τα βιντεοσκόπησαν όλα αυτά (…) και τα έστειλαν σε ξένες υπηρεσίες Τύπου», διευκρίνισε ο Εσμαϊλί, σύμφωνα με απόσπασμα των δηλώσεών του που επικαλέστηκε παράλληλα η κρατική τηλεόραση.
«Έτσι προσδιορίστηκε ότι αυτοί οι ένοπλοι ληστές είναι οι κακοποιοί που διέπραξαν τα εγκλήματα αυτά κατά τη διάρκεια των ταραχών. Οι ίδιοι έδωσαν από μόνοι τους τις καλύτερες αποδείξεις», πρόσθεσε.
Ο Εσμαϊλί δεν διευκρίνισε πότε καταδικάστηκαν οι τρεις άνδρες, αλλά σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε το Σάββατο στην εφημερίδα των μεταρρυθμιστών Charq, ο συνήγορος των κατηγορουμένων καταδίκασε την απόφαση αυτή της ιρανικής δικαιοσύνης, λέγοντας ότι η υπεράσπιση δεν είχε πρόσβαση στους φακέλους τους.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο Μοσταφά Νιλί, οι τρεις κατηγορούμενοι ήταν παρόντες στις διαδηλώσεις του Νοεμβρίου «καθώς η ζωή τους επηρεαζόταν από την αυξημένη τιμή της βενζίνης».
Σύμφωνα με την Charq, οι τρεις που καταδικάστηκαν είναι ο 26χρονος Αμιρχοσεΐν Μοραντί, πωλητής κινητών τηλεφώνων, ο 28χρονος Σαΐντ Ταμντζιντί, φοιτητής, και ο Μοχαμάντ Ρατζαμπί, επίσης 26 ετών.
Ο Νιλί πρόσθεσε ότι η υπεράσπιση θα ζητήσει τη διεξαγωγή νέας δίκης, καθώς οι νεαροί αυτοί άνδρες «επιμένουν ότι δεν διέπραξαν καμία ενέργεια δολιοφθοράς ούτε πυρπόλησαν ούτε προκάλεσαν ταραχές» και δεν υπάρχει «κανένα έγγραφο» που να αποδεικνύει ότι διέπραξαν εγκληματικές ενέργειες, πέραν των «δικών τους ομολογιών», τις οποίες ήδη ανακάλεσαν κατά τη δίκη.