«Ένας παραγωγικός διάλογος ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την πρόοδο της Ευρώπης. Καμιά χώρα δεν μπορεί καλύτερα από τη Γαλλία να πείσει τη Γερμανία να υποστηρίξει πλήρως την πολιτική της ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει για τις σχέσεις της με τις χώρες της νότιας Ευρώπης. Το σημαντικό για τη Γαλλία δεν είναι να αναλάβει την καθοδήγηση αυτών των χωρών, αλλά να ευθυγραμμιστεί με τις Βρυξέλλες ώστε να τις πείσει να κάνουν το ίδιο».
Αυτά λέει σε συνέντευξή του στη Le Figaro ο Μάριο Μόντι, που άσκησε την πρωθυπουργία της Ιταλίας από τις 16 Νοεμβρίου του 2011 ως τις 17 Απριλίου του 2013. Καθηγητής οικονομίας, στη συνέχεια επίτροπος της ΕΕ και από τον Νοέμβριο του 2011 ισόβιος γερουσιαστής, ο Μόντι διηγείται στη γαλλική εφημερίδα ότι έλαβε πρόσφατα μέρος σε οικονομικές ημερίδες για την Ευρώπη που έλαβαν χώρα στη Λυών. «Έμεινα έκπληκτος από τον τόνο και την έκταση της κριτικής απέναντι στις Βρυξέλλες. “Μα πού είμαι, στην Αθήνα ή στη Λισαβόνα;”, αναρωτήθηκα. Όχι, στη Γαλλία, σε μια χώρα γνωστή για τον ηγετικό της ρόλο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. “Πώς είναι δυνατόν”, σκέφτηκα, “η μία από τις δύο ατμομηχανές της Ευρώπης να αισθάνεται τόση απογοήτευση και τόση αποξένωση και να μην μπορεί να αξιοποιήσει τα ευρωπαϊκά σχέδια;” Μπορώ να το καταλάβω όταν το κάνουν οι μικρές χώρες. Όχι η Γαλλία».
Ο Μόντι ανησυχεί εδώ και πολλά χρόνια για την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη. Το είχε επισημάνει μάλιστα και το 2010, σε μια έκθεσή του προς τον Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. «Ο λαϊκισμός, μεταξύ άλλων, είναι αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας που προκαλούν οι εισοδηματικές ανισότητες, οι οποίες οξύνθηκαν με την κρίση. Είμαι πεισμένος ότι η μοναδική απάντηση είναι μια βαθύτερη και πιο υπεύθυνη ενοποίηση της Ευρώπης. Οι πολιτικοί δεν εξηγούν όμως σε ικανοποιητικό βαθμό την ευρωπαϊκή πολιτική. Συμφωνούν στις Βρυξέλλες πάνω σε ορισμένες αποφάσεις, και στη συνέχεια τις επικρίνουν μόλις επιστρέφουν στις χώρες τους. Στη διάρκεια της διακυβέρνησής μου, χρειάστηκε να επιβάλω βαριές θυσίες στους Ιταλούς, εξηγώντας τους όμως ότι είναι για το συμφέρον των παιδιών μας, όχι επειδή το απαιτούν οι Βρυξέλλες».
Για τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας, ο φεντεραλισμός είναι μια μακρινή προοπτική, μιας μακροπρόθεσμη στρατηγική. «Σε ορισμένα θέματα», τονίζει, «όσο περισσότερο διακηρύσσεις ότι θέλεις να οικοδομήσεις τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, τόσο μεγαλύτερες αντιστάσεις προκαλείς. Ένα μεγάλο βήμα, για παράδειγμα, έγινε με αφορμή την ελληνική κρίση, όταν αποφασίστηκε ότι οι χώρες-μέλη θα υποβάλλουν το σχέδιο του προϋπολογισμού τους στις Βρυξέλλες πριν από το εθνικό τους κοινοβούλιο. Μπορώ να καταλάβω όμως την ανησυχία της Γαλλίας σε αυτόν τον τομέα. Το Σύνταγμα της Πέμπτης Δημοκρατίας παρέχει τόσο ευρείες εξουσίες στον πρόεδρο, ώστε δημιουργείται συχνά η εντύπωση ότι το Κράτος δεν έχει όρια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πάλι, στηρίζεται από την ίδρυσή της σε έναν αποδεκτό περιορισμό της εθνικής ανεξαρτησίας κάθε χώρας, ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερη η από κοινού διαχείρισή τους».
Πώς θα αποφασιστεί εν τέλει στις 31 Δεκεμβρίου 2014 αν ο χρόνος που ξεκίνησε ήταν επιτυχημένος για την Ευρώπη; Ένα κριτήριο, απαντά ο Τόνι Μπάρμπερ στους Financial Times, είναι ασφαλώς η οικονομική ανάκαμψη και η επούλωση των πληγών που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση. Ένα άλλο είναι μια αμερικανοευρωπαϊκή συμφωνία για το εμπόριο. Το σημαντικότερο απ’ όλα, όμως, θα είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, τόσο τους εγχώριους όσο και τους ευρωπαϊκούς.
Αποφασιστικό ρόλο θα παίξουν οι εκλογές του Μαΐου. Αν ενισχυθούν σημαντικά οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, θα είναι ένα κακό σημάδι. Σε κάθε περίπτωση, οι ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να αποτρέψουν μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο νέο σώμα και τις εθνικές κυβερνήσεις για το όνομα του νέου προέδρου της Κομισιόν.
Ένα άλλο τεστ θα είναι τα δημοψηφίσματα για την ανεξαρτησία της Σκοτίας και της Καταλονίας. Το πρώτο θα διεξαχθεί τον Σεπτέμβριο και το δεύτερο – αν δεν το εμποδίσουν οι ισπανικές αρχές – δύο μήνες αργότερα. Ακόμη κι αν ηττηθούν οι δυνάμεις που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία, το Λονδίνο και η Μαδρίτη δεν μπορούν να τις αγνοήσουν.