Σακούλες πλαστικές, χάρτινες, μικρές, μεγάλες, πολύχρωμες ή μονόχρωμες, με μεγάλα γράμματα ή/και σχέδια. Οι σακούλες και οι τσάντες στις οποίες κουβαλάμε τα ψώνια μας δεν αποτελούν απλά ένα «χρηστικό εργαλείο», αλλά ένα σύμβολο προτιμήσεων, γούστου και επιδιώξεων.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι λειτουργούν ως «σουβενίρ» του πού έχει πάει κανείς, από ποια μαγαζιά έχει κάνει αγορές και ως ένας τρόπος επίδειξης του καταναλωτισμού του.
Σε μια εποχή όμως που το «διαδικτυακό shopping» έχει αρχίσει να κατακτά όλο και περισσότερους οπαδούς και που οι καταναλωτές αρχίζουν να υιοθετούν –σε κάποιες χώρες σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στην Ελλάδα- την άποψη «φέρνω τη δική μου τσάντα όταν πηγαίνω για ψώνια», μήπως οι παραδοσιακές σακούλες και τσάντες βρίσκονται σε σημείο… παρακμής;
Ίσως.
Εν τω μεταξύ, όπως αναφέρει το nymag.com, ας γνωρίσουμε την… ιστορία τους!
Τα πρώτα χρόνια
Μέχρι τις αρχές του 1800 οι καταναλωτές έκαναν τα ψώνια τους από τους μικροπωλητές και τα μετέφεραν με τα δικά τους καλάθια. Σύμφωνα με όσα γράφει η Pamela Klaffke στο βιβλίο της «Spree: A Cultural History of Shopping» οι ιδιοκτήτες καταστημάτων και πωλητές ξεκίνησαν στις αρχές του 1800 να προσφέρουν τα προϊόντα τους σε πακεταρισμένα σε συσκευασίες από μόνοι τους. Η μαζική παραγωγή χαρτιού κατέστησε σχετικά φτηνό το κόστος αυτό, με αποτέλεσμα αρκετά μαγαζιά να χρησιμοποιούν χαρτί και ένα κομμάτι σχοινί για να φτιάξουν αυτοσχέδιες λαβές.
Επίσης πρόσφεραν και υπηρεσίες «ντελίβερι» των προϊόντων τους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα τα καταστήματα άρχισαν να προσφέρουν δωρεάν υπηρεσίες ντελίβερι ως εργαλείο μάρκετινγκ, για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους.
Μέχρι το 1910 τα ιππήλατα αμαξάκια αντικαταστάθηκαν από αυτοκίνητα και φορτηγά. Τα καταστήματα ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν τα εμπορικά σήματα και τα λογότυπά τους στα φορτηγά, αναφέρει ο Jan Whitaker στο βιβλίο του «Service and Style», χαρακτηρίζοντας την κίνηση αυτή ως «τον πρόδρομο της κινητής διαφήμισης που ακολούθησε με τις σακούλες».
Η σακούλα για τα ψώνια, όπως τη γνωρίζουμε, εξελίχθηκε σταδιακά.
Το 1852 ο Francis Wolle, δάσκαλος στο επάγγελμα, εφηύρε την χάρτινη σακούλα, η οποία αρχικά είχε σχήμα φακέλου.
Δεκαεννέα χρόνια μετά η Margaret Knight, εργάτρια σε εργοστάσιο βαμβακιού, εφηύρε μια μηχανή η οποία μπορούσε να παράγει αυτές τις τσάντες. Όμως κάποιος της έκλεψε την ιδέα και ακολούθησαν δικαστικές μάχες για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, από τις οποίες τελικά βγήκε νικήτρια και σύστησε την εταιρεία Eastern Paper Bag Company.
Περίπου δέκα χρόνια μετά, ο Charles Stilwell κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μια μηχανή, η οποία έκανε «πλισέ» τις πλαϊνές πλευρές στις τσάντες και τις οποίες ονόμασε SOS από τα αρχικά «self-opening sack».
Η πρώτη σακούλα για ψώνια με χερούλια «γεννήθηκε» τον επόμενο αιώνα.
Το 1912 ο Walter Deubner, ιδιοκτήτης παντοπωλείου, παρατήρησε ότι οι πελάτες του μπορούσαν να κουβαλήσουν περιορισμένο αριθμό αγαθών. Έτσι, προκειμένου να τους… διευκολύνει να αγοράζουν περισσότερα, κατασκεύασε μια προκατασκευασμένη και φτηνή συσκευασία, η οποία μπορούσε να αντέξει έως 34 κιλά σε βάρος: μια χάρτινη σακούλα με ένα σχοινί. Την αποκαλούσε «Deubner Shopping Bag» και την πωλούσε για 5 σεντς.
Το 1915 πατεντάρισε την εφεύρεσή του και πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο τσάντες μέσα σε ένα χρόνο.
Το 1949 η εταιρεία Interstate Bag Company κατασκεύασε ένα μηχάνημα που τοποθετούσε χερούλια στις σακούλες, τις οποίες οι λιανοπωλητές μπορούσαν να… χαρίζουν στους πελάτες τους.
Οι σύγχρονες τσάντες
Περίπου την ίδια εποχή οι ιδιοκτήτες καταστημάτων άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις σακούλες αυτές, για να διαφημίζουν τα μαγαζιά τους.
Μέχρι τα τέλη του 1950 τα καταστήματα είχαν αρχίσει να «στολίζουν» τις σακούλες με τα λογότυπα και τις υπογραφές τους.
Πολλά συνεργάστηκαν με ζωγράφους, καλλιτέχνες, φωτογράφους και αρχιτέκτονες για να διακοσμήσουν τις σακούλες «σήματα κατατεθέν» τους. Οι David Hockney, Keith Haring, Annie Leibowitz, Richard Avedon, Joseph Beuys, Paloma Picasso και Michael Graves έχουν όλοι σχεδιάσει κάποια τσάντα για ψώνια.
Το 1964 οι Andy Warhol και Roy Lichtenstein σχεδίασαν τσάντες για την έκθεση American Supermarket στη Νέα Υόρκη. Έφτιαξαν περίπου 300 κομμάτια, και ένα πουλήθηκε για πάνω από 4.000 δολάρια σε μια δημοπρασία του οίκου Sotheby’s.
Ο συλλέκτης Howard Foreman που ζει έξω από την Ουάσινγκτον έχει πάνω από 7.000 τσάντες. Συνεχίζει τη συλλογή που ξεκίνησε η σύζυγός του τη δεκαετία του 1970 και ίδρυσε το «Museum of Bags» το 2002.
Σήμερα, λόγω των περιβαλλοντικών ανησυχιών, η δημοτικότητα των πλαστικών τσαντών/σακουλών φαίνεται πως έχει αρχίσει να εξασθενεί και πλέον στη «μόδα» είναι οι επαναχρησιμοποιούμενες τσάντες από λινάτσα ή βαμβάκι.
Και φυσικά, πολλά καταστήματα έχουν αρχίσει να πωλούν τις δικές τους επαναχρησιμοποιούμενες τσάντες… άλλωστε και αυτές αποτελούν «status symbol».