Μπέιμπι μπούμερς φορώντας ξεβαμμένα τζιν, σπρώχνοντας αναπηρικά αμαξίδια και κυνηγώντας μια ανάμνηση ειρήνης και έρωτα συνέρρευσαν στο Μπέθελ της Νέας Υόρκης για την 50ή επέτειο του Γούντστοκ, του μουσικού φεστιβάλ που καθόρισε την αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60.

Χιλιάδες επισκέπτες με λουλούδια στα μαλλιά έκαναν το ταξίδι μέχρι το Κέντρο Τεχνών Μπέθελ Γουντς, στο οποίο ανήκει τώρα ο χώρος του αρχικού φεστιβάλ, για να ακούσουν ορισμένους από τους ίδιους μουσικούς όπως ο Άρλο Γκάθρι, να παρακολουθήσουν την προγραμματισμένη για σήμερα Σάββατο συναυλία του Σαντάνα και να αισθανθούν εκείνο το κοινοτικό πνεύμα που γέννησε το φεστιβάλ του 1969.

«Αν και βλέπω την περιοχή 50 χρόνια αργότερα, αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι εκεί στην πρώτη συναυλία», δήλωσε ο Πίτερ Χάντλεϊ, 63 ετών, ο οποίος έφθασε εδώ την Πέμπτη. «Όλοι μας χαιρετούν, μας μιλάνε. Είναι η αγάπη που ξεκίνησε το ’69 και είναι παρούσα εδώ, τώρα».

Το Γούντστοκ, που πραγματοποιήθηκε στο αγρόκτημα του Μαξ Γιασγκούρ στο βόρειο τμήμα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης από τις 15 έως τις 18 Αυγούστου και προέβαλε περίπου 30 δράσεις, μετατράπηκε σε εφιάλτη για τις υλικοτεχνικές υποδομές όταν περισσότεροι από 400.000 άνθρωποι έκαναν την εμφάνισή τους προκαλώντας κυκλοφοριακή συμφόρηση χιλιομέτρων.

 

Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, αυτό το Σαββατοκύριακο, σε αντίθεση με το 1969, οι προσερχόμενοι βρήκαν μεταλλικούς ανιχνευτές, εγκαταστάσεις υγιεινής και συνάντησαν πολλούς πωλητές φαγητών στο Κέντρο Μπέθελ Γουντς, το οποίο φιλοξενεί πολλές συναυλίες για την επέτειο.

Όμως εκείνοι που κάνουν το ταξίδι της επιστροφής είπαν πως δεν τους είχαν πτοήσει το χάος και οι ανθυγιεινές συνθήκες το 1969 και ότι, αντίθετα, αυτό που θυμούνται είναι η καλοσύνη των ντόπιων, των δυνάμεων επιβολής του νόμου και άλλων θεατών των συναυλιών που πρόσφεραν τρόφιμα και ιατρική βοήθεια.

«Ό,τι μπορούσε να πάει άσχημα πήγε χάλια. Κι όμως, όλα πήγαν καλά», δήλωσε ο Ντιουκ Ντέβλιν, 77 ετών, που είχε φθάσει στο Γούντστοκ με ωτοστόπ από το Τέξας και από τότε μένει κοντά στον χώρο όπου πραγματοποιείται το φεστιβάλ. «Ήμασταν βομβαρδισμένοι από ευτυχία», είπε.

Η Αρλίν Σέιμουρ, 69 ετών, έφθασε για το Σαββατοκύριακο φορώντας το ίδιο πουκάμισο που είχε αγοράσει καθ΄οδόν για τη συναυλία του 1969. Θυμάται με αγάπη ότι μοιράστηκε το φαγητό με ανθρώπους που είχε μόλις γνωρίσει και ότι κοιμήθηκε στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου ενός άγνωστου άνδρα για να γλιτώσει από τη βροχή.

«Δεν θα συνέβαινε αυτό σήμερα», είπε. «Λόγω της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, οι άνθρωποι θα ανησυχούσαν να είναι όλα τόσο χαλαρά».

Η επέτειος δεν προσελκύει μόνο μπέιμπι μπούμερς. Νεότεροι, φορώντας παντελόνια καμπάνα με γυρισμένα ρεβέρ και με φράντζες στα μαλλιά, ήρθαν για να αποκτήσουν την εμπειρία της ατμόσφαιρας που έχασαν το 1969.

Από την άλλη πλευρά του δρόμου από το Μπέθελ, μια πιο ανεπίσημη συγκέντρωση με μουσική πραγματοποιείτο για την επέτειο του Σαββατοκύριακου με ένα στιλ που θυμίζει εκείνο πριν από 50 χρόνια.

«Μπορείς ακόμη να αισθανθείς την αγάπη», δήλωσε η Μισέλ Λεκούγιερ, μια 53χρονη διευθύντρια πωλήσεων από το Νιου Χάμσαϊρ, που περιγράφει την εμπειρία στον αγρό όπου τραγουδούσαν θρύλοι της ροκ όπως ο Τζίμι Χέντριξ, ο Τζο Κόκερ και η Τζάνις Τσόπλιν ως μια «φέτα του ουρανού».

Προηγούμενες επέτειοι του Γούντστοκ δεν είχαν τέτοια αρμονία. Θεατές πέταξαν λάσπη στους τραγουδιστές σε ένα βροχερό Γούντστοκ το 1994 στο Σότζερτις της Νέας Υόρκης. Πυρκαγιά ξέσπασε στην 30ή επέτειο στη Ρώμη της Νέας Υόρκης, όπου η εκδήλωση κατέληξε βίαια.

Τον περασμένο μήνα τα σχέδια του παραγωγού του αρχικού Γούντστοκ, Μίχαελ Λανγκ, για ένα επετειακό των 50 χρόνων φεστιβάλ κατέρρευσαν λόγω αποτυχίας εξεύρεσης κατάλληλου χώρου, ενώ καλλιτέχνες όπως ο Τζέι-Ζ και η Μάιλι Σάιρους απέσυραν τη συμμετοχή τους.

Όμως τα πλήθη των γκριζομάλληδων που συγκεντρώθηκαν στο Μπέθελ είναι αποφασισμένα να κάνουν ειρήνη. Αγνοώντας τη βροχή που έπεφτε την Πέμπτη και την Παρασκευή και τους κακούς οιωνούς προηγούμενων επετειακών Γούντστοκ, ένωσαν τα χέρια σε κύκλο γύρω από ένα σήμα ειρήνης στο γρασίδι, κάπνισαν μαριχουάνα τραγουδώντας μαζί με τον Άρλο Γκάθρι, και λικνίστηκαν στους ρυθμούς της γενιάς τους.