Η φωτιά που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στον ιστορικό ναό της Παναγίας των Παρισίων είναι πιθανό να ξεκίνησε από τη βάση του βέλους, όπως κατέγραψε κάμερα μιας από τις εταιρείες που είχαν τοποθετήσει σκαλωσιές και συμμετείχαν στις εργασίες ανοικοδόμησης.
Ωστόσο ο εμβληματικός καθεδρικός ναός της γαλλικής πρωτεύουσας φαίνεται να είχε πέσει θύμα, πριν από τη φωτιά, της οικονομικής λιτότητας και της πολιτικής του γαλλικού κράτους.
Μίας πολιτικής, που θεωρεί πως η κουλτούρα και τα μνημεία δεν αποτελούν την προτεραιότητα των δαπανών και επενδύσεων, παρά το γεγονός ότι αφήνουν χρήματα στο κράτος (ή ανάλογα στους ιδιώτες διαχειριστές τους), χάρη στην υψηλή επισκεψιμότητά τους, όπως σημειώνει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Χρόνια πριν, το Δεκέμβριο του 2017, ο ιταλικός Τύπος στο σύνολό του εξέφραζε με εκτεταμένα άρθρα του την έκπληξη για το γεγονός ότι η αγαπημένη των Γάλλων και των θαυμαστών της απ’ όλον τον κόσμο Νοτρ Νταμ κατέρρεε, αλλά το γαλλικό κράτος δεν διέθετε τα χρήματα για να την ανακαινίσει, ή να την αποκαταστήσει. Η Repubblica δημοσίευε μεγάλο αφιέρωμα με τίτλο «Η Ντοτρ Νταμ γίνεται κομμάτια», ενώ η Giornale είχε την είδηση αλλά κι ένα άρθρο γνώμης με τίτλο «Το όνειδος της Ευρώπης», για το γεγονός ότι η γαλλική κυβέρνηση έδινε μόνον 2 εκατ. ευρώ ετησίως για τη συντήρηση ενός τόσο σημαντικού μνημείου, το οποίο κάθε χρόνο επισκέπτονται τουλάχιστον 12 εκατ. επισκέπτες—πληρώνοντας μάλιστα και εισιτήριο. Και αναρωτιόνταν επίσης πως είναι δυνατόν το γαλλικό κράτος να μη βρίσκει –όπως τώρα- πρόθυμους χορηγούς για να συμβάλλουν στη συλλογή χρημάτων για τις εργασίες ανακαίνισης.
Από το 2017, ο εκπρόσωπος Τύπου της Παναγίας των Παρισίων Αντρέ Φρινό προειδοποιούσε πως τα 2 εκατ. ευρώ δεν φτάνουν και για να αποκατασταθεί στο περασμένο του μεγαλείο ο ναός. Χρειάζονταν 150 εκατ. ευρώ, που ο αρχιεπίσκοπος Αντρέ Βαν-Τρουά είχε ξεκινήσει να αναζητεί μέσω crowdfounding.
Μάλιστα, μεγαλύτερη ήταν η έκπληξη των αρθρογράφων, όταν το γαλλικό κράτος διεμήνυε πως μπορεί να συμβάλλει εκτάκτως μόλις με 40 εκατ. ευρώ, ενώ ο Μακρόν, εν μέσω πολιτικής λιτότητας που όφειλε να ακολουθήσει προκειμένου να μην υπερβεί πέραν του 3% το γαλλικό έλλειμμα, το μόνο που είχε να προτείνει ήταν η δημιουργία ενός ειδικού λαχείου, που μέσω των εσόδων του θα κατόρθωνε σιγά σιγά να συγκεντρώσει τα ποσά. Ενώ παράλληλα θα βασιζόταν και στην «καλοσύνη των ξένων» θαυμαστών του μνημείου, όπως για παράδειγμα των Αμερικανών που δημιούργησαν τον σύλλογο «Φίλοι της Νοτρ Νταμ», με σκοπό την ευαισθητοποίηση ακόμη και των τουριστών που επρόκειτο να επισκεφθούν το μνημείο. Και αναρωτιούνταν από τότε πολλοί πως είναι δυνατόν, κράτη, αλλά και διάφοροι μαικήνες, που ξοδεύουν τόσα για τις προσωπικές τους συλλογές, ή για αμφίβολες επενδύσεις, να μην συμβάλλουν στη διάσωση ενός τέτοιου συμβολικού μνημείου.
Όπως σημειώνουν σήμερα και κάποιοι αρθρογράφοι, ο «Μακρόν έχει τα χέρια δεμένα όσον αφορά την αποκατάσταση του καθεδρικού και ξεκινά μία εκστρατεία εθνικού εράνου, όπου οι πλούσιοι της Γαλλίας συμβάλλουν γενναία, με κίνητρο και τις μεγάλες φοροαπαλλαγές. Κοντολογίς σε μία τόσο μεγάλη δημοσιότητα με μηδαμινό, ή ακόμη και μηδενικό κόστος».
«Ιδού ποιο είναι το σχιζοφρενικό σύστημα στο οποίο ζούμε: τα κράτη παγιδευμένα στη λιτότητα αφήνουν στην τύχη της την πολιτιστική κληρονομιά τους και μετά έρχονται οι Τρανοί Πλούσιοι (που κατά κανόνα είναι οι μόνοι κερδισμένοι από την λιτότητα τούτη) συμμετέχουν σε εράνους (εντελώς φοροαπαλλασσόμενους) για να ανακατασκευάσουν αυτό που το κράτος δεν μπόρεσε να διαφυλάξει για να επιτρέψει σε εκείνους να πλουτίσουν τόσο ανερυθρίαστα» γράφει ο Τζουζέπε Μασάλα στο Indifferenti.
Δάκρυα λοιπόν σήμερα πάνω από την Παναγία των Παρισίων, αντί για οργή για μία πολιτική που θεωρεί πως ο πολιτισμός είναι μόνον καλός όταν φέρει έσοδα, μέσω της κατανάλωσης της κουλτούρας και του τουρισμού, αλλά όχι πεδίο για κρατικές επενδύσεις προς όφελος της πολιτιστικής κληρονομιάς. Όπως σημειώνει και ο Πιερλουΐτζι Φαγκάν στο μπλογκ του «Συναίσθημα και λογική, σύμβολο και σημασία. Η λογική δομή που οδήγησε στην οικοδόμηση του ναού μένει η ίδια και σήμερα. Εκείνο που αλλάζει είναι το σημαίνον, και διαβάζοντας τα σημαίνοντα κατανοούμε καλύτερα τους καιρούς, τα συναισθήματά τους, τις λογικές τους, την ανάγκη τους για σύμβολα και την πυρπόλησή τους».