Ο πρωθυπουργός Σουμέιλου Μπουμπέγιε Μαϊγκά, ακολουθούμενος από σύσσωμη την υπόλοιπη κυβέρνηση του Μάλι, υπέβαλε την παραίτησή του στον πρόεδρο Ιμπραήμ Μπουμπακάρ Κεϊτά, τέσσερις εβδομάδες μετά τη σφαγή 160 κτηνοτρόφων, μελών της φυλής Φουλάνι, που προκάλεσε σοκ στη χώρα.
«Ο πρόεδρος αποδέχεται την παραίτηση του πρωθυπουργού και αυτές των μελών της κυβέρνησης», ανέφερε ανακοίνωση της προεδρίας, στην οποία προστίθεται ότι ο Κεϊτά «ευχαρίστησε» τον Μαϊγκά για την «πίστη του και την υψηλή αίσθηση του καθήκοντος» που τον διέκρινε και ότι «πολύ σύντομα θα ονομαστεί νέος πρωθυπουργός και νέα κυβέρνηση», έπειτα από «διαβουλεύσεις με όλες τις πολιτικές δυνάμεις», όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ.
Στο δελτίο Τύπου που δημοσιοποιήθηκε από τις υπηρεσίες του αρχηγού του Κράτους της Αφρικής δεν περιέχεται η παραμικρή διευκρίνιση για τους λόγους της παραίτησης του Μαϊγκά, που ανέλαβε το αξίωμα πριν από 16 μήνες, καθώς και όλων των μελών της κυβέρνησής του. Ωστόσο, στο κοινοβούλιο έγινε συζήτηση σε υψηλούς τόνους την Τετάρτη για την υποβολή πρότασης μομφής από την αντιπολίτευση αλλά και μερίδα της συμπολίτευσης εξαιτίας της σφαγής, της ανικανότητας ή της απροθυμίας της κυβέρνησης να αφοπλίσει τις παραστρατιωτικές ομάδες που δρουν στη χώρα, της δράσης των τζιχαντιστών και της γενικής έλλειψης ασφάλειας στη χώρα.
Η σφαγή, την 23η Μαρτίου, από άγνωστους που πιστεύεται ότι ήταν κυνηγοί, μέλη της φυλής Ντογκόν, στο Ογκοσαγκού, ένα χωριό στο κεντρικό τμήμα της χώρας, ήταν συνταρακτική ακόμα και για το Μαλί, όπου η βία δεν παύει να επιδεινώνεται τα τελευταία χρόνια.
Η σφαγή ακολούθησε επίθεση τζιχαντιστών σε θέση του στρατού, που είχε αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 23 στρατιωτικοί. Την ευθύνη για την ενέργεια ανέλαβε οργάνωση που θεωρείται προσκείμενη στην Αλ Κάιντα, μέλη της οποίας είναι πολλοί κτηνοτρόφοι Φουλάνι.
Οι αρχές έχουν θέσει υπό κράτηση πέντε πρόσωπα που θεωρούν ότι ενέχονταν στη σφαγή, αλλά δεν έχουν μπορέσει να αφοπλίσουν την παραστρατιωτική δύναμη που πιστεύεται πως τη διέπραξε, παρά τις δεσμεύσεις του Μαϊγκά και του Κεϊτά γι’ αυτό.
Το βόρειο Μάλι είχε πέσει τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2012 στα χέρια ισλαμιστικών οργανώσεων που συνδέονταν με την Αλ Κάιντα, που κατόπιν εκδιώχθηκαν από τις περιοχές που κυρίευσαν με διεθνή στρατιωτική επέμβαση, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2013 με πρωτοβουλία της Γαλλίας και συνεχίζεται. Από το 2015, οι επιθέσεις εξαπλώθηκαν στο κεντρικό και το νότιο τμήμα της χώρας, καθώς και σε γειτονικά κράτη, την Μπουρκίνα Φάσο και τον Νίγηρα. Στις επιθέσεις των ισλαμιστών προστίθενται οι συγκρούσεις μεταξύ των φυλών, στις οποίες έχουν σκοτωθεί περίπου 600 άμαχοι στο κεντρικό Μαλί από τις αρχές του 2018, κατά υπολογισμούς του ΟΗΕ.