Τον Μάιο του 2008, οι κινεζικές Αρχές της επαρχίας Σετσουάν ανακοίνωσαν ότι η πόλη Beichuan θα μετεγκατασταθεί σε γειτονική κομητεία, αφήνοντας την παλιά πόλη στην εγκατάλειψη.
Η Beichuan ήταν μια από τις πόλεις που χτυπήθηκε θανάσιμα από τον φονικό Εγκέλαδο του 2008, ο οποίος διεκδίκησε φόρο αίματος 50.000 ανθρώπων.
Ο καταστροφικός σεισμός ισοπέδωσε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, σπέρνοντας τον όλεθρο και την απερήμωση.
Το Beichuan δεν είναι ωστόσο η μόνη σύγχρονη πόλη-φάντασμα.
Κι όσο αν ο όρος παραπέμπει ευθέως στην αμερικανική Άγρια Δύση, με τις πόλεις να ξεφυτρώνουν και να πεθαίνουν ακολουθώντας τα χνάρια των ορυχείων χρυσού και ασημιού, το σύγχρονο αντίστοιχό τους είναι εξίσου σοκαριστικό.
Οι εγκαταλειμμένες πόλεις της σύγχρονης εποχής διαθέτουν τη δική τους ιστορία φρίκης και το μερίδιό τους στο δράμα.
Η αιώνια ακινησία και η απερήμωση που περιβάλλουν τις πόλεις αυτές στοιχειώνουν άλλωστε μια για πάντα τον νου.
Με αυτά υπόψη, ας δούμε πέντε σύγχρονες-πόλεις φαντάσματα…
Prypiat – Ουκρανία
Στις 26 Απριλίου 1986, μια έκρηξη στον αντιδραστήρα No 4 του πυρηνικού εργοστασίου του Τσέρνομπιλ της Ουκρανίας θα έσπερνε τον ραδιενεργό όλεθρο σε όλη την Ευρώπη. Οι αποδεκατισμένοι πληθυσμοί των γειτονικών πόλεων θα μετακινούνταν και οι σοβιετικοί αξιωματούχοι θα περιέβαλλαν το εργοστάσιο με μια ζώνη αποκλεισμού μπόλικων χιλιομέτρων.
Η πόλη όπου ζούσε το μεγαλύτερο ποσοστό των εργατών του πυρηνικού σταθμού, η Prypiat, συμπεριλήφθηκε στη ζώνη αποκλεισμού, με τις 44.000 πληθυσμό της να την εγκαταλείπει μέσα σε 60 ώρες από το τραγικό συμβάν.
Η μοίρα της Prypiat σφραγίστηκε τελεσίδικα από τον πυρηνικό όλεθρο, αφού η πόλη δεν θα είναι ασφαλής για ανθρώπινη κατοίκηση για εκατοντάδες ακόμα χρόνια.
Παρά τον αποκλεισμό, κάποιοι αψήφησαν το μέτρο και μπήκαν στην πόλη είτε για να λεηλατήσουν τις εγκαταλειμμένες περιουσίες είτε απλώς για να καταγράψουν με την κάμερά τους τη ζοφερή νέα πραγματικότητα.
Η βλάστηση κάλυψε την Prypiat, κι εκεί όπου κάποτε ήταν το ποδοσφαιρικό γήπεδο της πόλης, σήμερα συναντά κανείς ένα παρθένο δάσος. Άγρια ζωή περιδιαβαίνει πλέον τους δρόμους της πόλης, με αρκούδες και ελάφια να βολτάρουν αμέριμνα στα κατεστραμμένα κτίρια.
Το φρικιαστικότερο ίσως χαρακτηριστικό είναι η θανατερή ακινησία και η αίσθηση της προσμονής: τα κρεβάτια παραμένουν στρωμένα, τα θρανία στοιχισμένα στις σχολικές αίθουσες, τα παιχνίδια στο πάρκο αναψυχής έτοιμα να υποδεχτούν τα παιδιά…
Humberstone και Santa Laura – Χιλή
Η Humberstone εγκαινιάστηκε το 1862 ως τόπος κατοικίας των εργατών του γειτονικού ορυχείου, με το όνομά της να το παίρνει το 1925 από τον βρετανό διευθυντή των ορυχείων που τόνωσε την οικονομία της πολίχνης.
Η Humberstone και η γειτονική Santa Laura άκμασαν ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, η δόξα τους έμελλε ωστόσο να φτάσει στο τέλος της. Το νιτρικό άλας που παραγόταν αφειδώς στις δύο πόλεις θα έδινε τη θέση του σε ένα φτηνότερο συνθετικό υποκατάστατο, κάνοντας την εξόρυξή του αχρείαστη.
Με τη βασική πηγή πλουτισμού τους παροπλισμένη, οι δύο πόλεις ήταν καταδικασμένες να παρακμάσουν. Δεν εγκαταλείφθηκαν ωστόσο αμέσως, αλλά η διαδικασία της σταδιακής πτώσης τους κράτησε πάνω από 3 δεκαετίες, ενώ το 1961 έκλεισε και το τελευταίο εργοστάσιο κατεργασίας νιτρικού άλατος.
Οι πόλεις αφέθηκαν άθικτες από την εποχή που έφυγε και ο τελευταίος δημότης τους, με την καυτή άμμο από τη γειτονική έρημο να είναι πλέον η μόνη μορφή κίνησης. Ο εργοστασιακός εξοπλισμός παραμένει στη θέση του και τα σπίτια των εργατών στέκονται αγέρωχα εκεί όπου τα είχαν χτίσει οι ιδιοκτήτες τους.
Η Humberstone και η Santa Laura θα ξανάβλεπαν ωστόσο ζωή, ως τεράστια μουσεία: το 1970, η κυβέρνηση της Χιλής θα ανακήρυσσε τις δύο πόλεις εθνικά μνημεία, ενώ το 2005 η UNESCO θα τις αναγόρευε σε μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς…
(Τμήμα του) Ντιτρόιτ – ΗΠΑ
Κάποιες από τις σύγχρονες πόλεις-φαντάσματα αποτελούν μέρη λειτουργικών πόλεων και το καλύτερο παράδειγμα είναι οι εγκαταλειμμένες συνοικίες της βιομηχανικής πόλης του Ντιτρόιτ. Η πάλαι ποτέ «βασίλισσα» της αυτοκινητοβιομηχανίας, η Motor City όπως την αποκαλούν στην Αμερική, είδε τη δεκαετία του ’20 να της χαρίζεται απλόχερα, με τη νέα γραμμή παραγωγής του Χένρι Φορντ να κάνει τα αυτοκίνητα φτηνότερα και να πυροδοτεί την ανάγκη του κόσμου για αυτοκίνηση.
Η πόλη επεκτάθηκε ραγδαία και μέχρι το 1950 το Ντιτρόιτ, με την ανθηρή του αυτοκινητοβιομηχανία και τα 2 εκατομμύρια πληθυσμού του, ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ. Το υψηλό εισόδημα των κατοίκων και ο ακόμα υψηλότερος δείκτης απασχόλησης εξασφάλισαν την ακμή της πόλης, με τα ψηλά της κτίρια να αντικατοπτρίζουν τη δύναμη και τον πλούτο που συσσώρευε η βιομηχανία αυτοκινήτου.
Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ωστόσο η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία θα γνώριζε σημαντική ύφεση, με το Ντιτρόιτ να νιώθει πρώτο τους κλυδωνισμούς. Οι αναδυόμενοι κατασκευαστές αυτοκινήτων από την Ευρώπη και την Ιαπωνία έφεραν ραγδαίες αλλαγές στο μερίδιο της αγοράς, με τις πωλήσεις των 3 μεγαλύτερων αυτοκινητοβιομηχανιών της πόλης (Chrysler, Ford και General Motors) να γνωρίζουν κατακόρυφη πτώση.
Υπήρχε όμως και το άλλο: η μετακίνηση του πληθυσμού στα προάστια της πόλης, για οικονομικότερο τρόπο ζωής, κίνηση που θα ακολουθήσουν και οι βιομηχανίες: οι κατασκευαστές έχτισαν νέα και μεγαλύτερα εργοστάσια στα περίχωρα του Ντιτρόιτ, με τη γη εκεί σαφώς φτηνότερη, αφήνοντας περιοχές ολόκληρες στην αφάνεια και την εγκατάλειψη.
Το Ντιτρόιτ κατέρρεε. Οι ιδιοκτήτες των κτιρίων είδαν τις επενδύσεις τους να βαλτώνουν, όταν ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να τα πουλήσουν ή να τα μισθώσουν. Το λιανεμπόριο δεν μπορούσε να επιζήσει στις γειτονιές που εξαφανίζονταν σιγά-σιγά: κτιριακά συγκροτήματα, ξενοδοχεία, εκκλησίες, θέατρα, κινηματογράφοι, εργοστάσια, σπίτια και μαγαζιά εγκαταλείπονταν, με γειτονιές ολόκληρες να μετατρέπονται σε στοιχειωμένες εκφάνσεις του ίδιου τους του εαυτού.
Σήμερα γίνονται κάποιες προσπάθειες αναζωογόνησης του εγκαταλειμμένου κέντρου της πόλης, με αναβάθμιση κτιρίων ή μετατροπή τους σε σταθμούς αυτοκινήτων…
Νησί Hashima – Ιαπωνία
Η βραχονησίδα Hashima είναι μια μικρή γλώσσα γης 15 εκταρίων λίγο έξω από τις ακτές του Ναγκασάκι. Παρά το μικροσκοπικό του μέγεθος, το νησί ήταν τεράστιο σε σημασία: αποτελούσε το μεγαλύτερο κέντρο εξόρυξης άνθρακα στην Ιαπωνία για πάνω από έναν αιώνα. Η Mitsubishi Corporation αγόρασε όλο το Hashima από τις οικογένειες που κατοικούσαν πάνω του το 1890, όταν και ξεκίνησε η περίοδος της ακμής του.
Η Mitsubishi έχτισε πελώριες πολυκατοικίες στο νησί για να στεγάσει τους εργάτες στον σταθμό παραγωγής, με τον περιορισμένο κατοικήσιμο χώρο να στοιβάζει τη μια οικογένεια πάνω στην άλλη και να τις αναγκάζει να μοιράζονται μπάνιο και κουζίνα.
Ανέσεις όπως κινηματογράφος, ιατρείο, εστιατόρια και χώροι διασκέδασης προστέθηκαν αργότερα, κάνοντας την πόλη έναν ακμάζοντα μικρόκοσμο. Το όλο πολεοδομικό συγκρότημα συνδέθηκε μάλιστα με υπόγειες στοές, ενώ το 1959, στην απόλυτη ακμή του, το νησί Hashima ήταν η πλέον πυκνοκατοικημένη πόλη του κόσμου, με 5.259 κατοίκους στριμωγμένους στη βραχονησίδα.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ωστόσο οι συνθήκες ζωής βελτιώθηκαν για τους δημότες του νησιού, με νέες ανέσεις να προστίθενται στα βασικά. Η κοινότητα ζούσε αρμονικά και αγαπημένα.
Η χρυσή εποχή του Hashima δεν θα κρατούσε όμως για πολύ. Τον Ιανουάριο του 1974, με το πετρέλαιο να έχει ήδη υποσκελίσει το κάρβουνο ως η πλέον προτιμώμενη μορφή ενέργειας παγκοσμίως, η Mitsubishi ανακοίνωσε ότι το ορυχείο ήταν αναγκασμένο να κλείσει. Μέχρι τον Απρίλιο και ο τελευταίος κάτοικος είχε μεταφερθεί στην ενδοχώρα και οι πύλες του νησιού έκλεισαν διά παντός.
Τα πράγματα στο εσωτερικό του νησιού αφέθηκαν ανέγγιχτα: το ιατρείο διαθέτει ακόμα τον τομογράφο και το κρεβάτι εξέτασης, ενώ και τα διαμερίσματα δεν έχουν αδειάσει εντελώς, με παλιές τηλεοράσεις και παιδικά παιχνίδια να μαρτυρούν την ύπαρξη των αλλοτινών ιδιοκτητών τους. Όσο για τα υπόγεια τούνελ, παραμένουν άθικτα και προσβάσιμα.
Παρά τις 3 δεκαετίες της λησμονιάς, τα κτίρια παραμένουν σε καλή λειτουργική κατάσταση, αφήνοντας την πόλη-φάντασμα στην περασμένη της μεγαλοπρέπεια. Η ιαπωνική κυβέρνηση έχει ήδη καταθέσει αίτηση στην UNESCO να περιληφθεί το νησί στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς, μπορεί λοιπόν να αποκτήσει και πάλι ζωή, ως τεράστιο μουσείο μιας άλλης εποχής…
Centralia – Πενσιλβάνια, ΗΠΑ
Υπήρχε μια εποχή που η Centralia φιλοξενούσε 3.000 κατοίκους, με καταστήματα, εκκλησίες, πανδοχεία και μπαρ. Ήταν μια πόλη που ξεπετάχτηκε στα ξαφνικά το 1866, για να στεγάσει τους εργαζομένους στα ορυχεία άνθρακα της πολιτείας. Και ήταν τα ίδια ορυχεία που θα οδηγούσαν κατόπιν στον οριστικό μαρασμό της.
Δημοτικοί εργάτες που έκαιγαν σκουπίδια το 1962 λαμπάδιασαν κατά λάθος μια φλέβα από ανθρακίτη, τμήμα μόνο του τεράστιου αποθέματος που κειτόταν κάτω από την πόλη. Σύντομα η φωτιά γενικεύτηκε υπογείως, με τις φλόγες να μεταφέρονται στα γειτονικά κοιτάσματα. Οι κάτοικοι της πόλης προσπάθησαν για χρόνια(!) να σβήσουν τη φωτιά που σιγόκαιγε στο εσωτερικό της γης, με διάφορες τεχνικές. Καμία ωστόσο δεν απέδωσε, ενώ το μεγαλεπήβολο σχέδιο που περιλάμβανε ένα εκτεταμένο δίκτυο από χαρακώματα και οχυρωματικά έργα, για να απομονωθούν τα φλεγόμενα σημεία, θεωρήθηκε υπέρογκο οικονομικά και εγκαταλείφθηκε.
Το 1981, με τη φωτιά να καίει σταθερά και αδιάλειπτα για 2 δεκαετίες και χωρίς τρόπο να σβήσει, η επιλογή ήταν επιβεβλημένη: με κονδύλι 42 εκατομμυρίων δολαρίων της κυβέρνησης, ο πληθυσμός της Centralia θα μεταστεγαζόταν αλλού, αφήνοντας την πόλη στην εγκατάλειψη. Πράγμα που έγινε την επόμενη χρονιά, με τους περισσότερους κατοίκους να εγκαταλείπουν οικειοθελώς την πόλη. Λίγοι ωστόσο αποφάσισαν να παραμείνουν: 20 άνθρωποι όλοι κι όλοι θα απομείνουν ως ζωντανά εκθέματα της απερήμωσης.
Η κυβέρνηση θα κλείσει ακόμα και τον δρόμο που οδηγούσε στην πόλη, απομονώνοντας τη φλεγόμενη πόλη και τους λιγοστούς της κατοίκους από τον υπόλοιπο κόσμο. Πυκνή βλάστηση καλύπτει πλέον το μεγαλύτερο μέρος της Centralia, ενώ οι λευκοί τοξικοί καπνοί δεν έχουν σταματήσει ποτέ να βγαίνουν από τα σπλάχνα της γης.
Τα περισσότερα κτίρια είτε κάηκαν είτε κατεδαφίστηκαν από τους εναπομείναντες κατοίκους για να μην πιάσουν φωτιά. Τα μόνα πράγματα που λειτουργούν σήμερα είναι τα λιγοστά σπίτια της πόλης και το νεκροταφείο…