Με τη σφραγίδα της αμερικανικής Γερουσίας, η Τζίνα Χάσπελ έγινε η πρώτη γυναίκα που διορίστηκε στην ηγεσία της CIA, παρά τον αμφιλεγόμενο ρόλο της στα προγράμματα ανακρίσεων μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Η Γερουσία επικύρωσε χθες τον διορισμό με ψήφους 54 υπέρ 45 κατά.
Η 61χρονη Χάσπελ, με καριέρα 33 ετών στην αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών, ήταν η υποψήφια που είχε προτείνει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Την υποψηφιότητά της στήριξαν έξι στελέχη των αντιπολιτευόμενων Δημοκρατικών ενώ δύο Ρεπουμπλικάνοι την καταψήφισαν.
Τον διορισμό της Χάσπελ είχε νωρίτερα επικυρώσει και η επιτροπή της Γερουσίας, που είναι αρμόδια για τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Στην ακρόασή της, την περασμένη εβδομάδα, σημαδεύτηκε από ερωτήσεις για τον ρόλο της στη χρήση μεθόδων όπως ο εικονικός πνιγμός, που θεωρείται ευρέως τύπος βασανιστηρίου, πριν από μια δεκαετία επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του νεώτερου.
Ο Μακέιν, που απουσιάζει από την Ουάσινγκτον όλο τον χρόνο καθώς μάχεται με τον καρκίνο στον εγκέφαλο, κάλεσε την περασμένη εβδομάδα τους συναδέλφους του γερουσιαστές να μην ψηφίσουν τη Χάσπελ. Θύμα και ο ίδιος βασανιστηρίων, ως αιχμάλωτος πολέμου στο Βιετνάμ, ο Μακείν επικαλέστηκε τον ρόλο της Χάσπελ στο πρόγραμμα ανάκρισης της CIA λέγοντας πως η χώρα πρέπει να χρησιμοποιεί μόνο μεθόδους που τη διατηρούν ασφαλή οι οποίες είναι «σωστές και δίκαιες όπως οι αξίες με τις οποίες φιλοδοξούμε να ζήσουμε και να προωθήσουμε στον κόσμο».
Η Χάσπελ δεσμεύτηκε κατά την ακρόασή της ότι δεν θα επαναφέρει ποτέ το πρόγραμμα ανάκρισης που δημιουργήθηκε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά δεν τοποθετήθηκε ως προς το αν θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει.