Τουλάχιστον τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Μάλι, κατά το πραξικόπημα εναντίον του προέδρου Αμαντού Τουμάνι Τουρέ από στρατιωτικούς οι οποίοι έκλεισαν τα σύνορα και απαγόρευσαν την κυκλοφορία τις νυχτερινές ώρες, προκαλώντας κύμα αντιδράσεων στο εξωτερικό.
«Ο πρόεδρος βρίσκεται στο Μπαμακό, σε ένα στρατόπεδο απ’ όπου διοικεί», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο αξιωματικός του στρατού που παραμένει πιστός στον Τουρέ. Η πληροφορία επιβεβαιώθηκε από ένα άτομο του περιβάλλοντος του προέδρου που διευκρίνισε ότι έχει μαζί του τα μέλη της προεδρικής φρουράς. Όλες οι πηγές διέψευσαν ότι ο πρόεδρος έχει καταφύγει στην πρεσβεία κάποιας ξένης χώρας ή ότι είναι καθ’ οδόν για χώρα του εξωτερικού.
Από τα μέσα Ιανουαρίου το Μαλί βρίσκεται αντιμέτωπο με μια εξέγερση των Τουαρέγκ εξαιτίας της οποίας έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους 206.000 άνθρωποι, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ.
Όλα ξεκίνησαν την Τετάρτη, όταν στρατιώτες στασίασαν ζητώντας να τους δοθούν περισσότερα μέσα για να πολεμήσουν τους εξεγερμένους στο βορρά της χώρας, μια τεράστια ερημική περιοχή όπου δρουν και ένοπλες ισλαμικές οργανώσεις, όπως η Αλ Κάιντα του Ισλαμικού Μαγρέμπ (Aqmi). Η στάση εκδηλώθηκε αρχικά στην Κίτα (15 χλμ. από το Μπαμακό), επεκτάθηκε στην Κουλούμπα (κοντά στην πρωτεύουσα) και από εκεί στο Μπαμακό και στο Γκάο.
Την Πέμπτη οι στασιαστές ανακοίνωσαν ότι «έβαλαν τέλος στο ανίκανο καθεστώς» του προέδρου Τουρέ, έκλεισαν τα σύνορα “μέχρι νεωτέρας” και κάλεσαν τους δημοσίους υπαλλήλους να επιστρέψουν στη δουλειά τους την Τρίτη, 27 Μαρτίου.
Στις συγκρούσεις με την προεδρική φρουρά κοντά στην Κουλούμπα σκοτώθηκε ένας από τους στασιαστές. Η οργάνωση Διεθνής Αμνηστία ωστόσο κάνει λόγο για τρεις νεκρούς. Μέσα σε δύο ημέρες περίπου 40 άτομα, μεταξύ των οποίων και τρεις-τέσσερις πολίτες, νοσηλεύτηκαν στο Μπαμακό με τραύματα από σφαίρες. Έχουν γίνει επίσης πολλές συλλήψεις μελών της κυβέρνησης του Τουρέ και ανωτάτων αξιωματικών που παραμένουν πιστοί στον πρόεδρο.
Τις τελευταίες εβδομάδες οι αρχές του Μαλί δέχονταν πυρά από δύο μέτωπα: από τους στρατιώτες που υποστήριζαν ότι δεν είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι για να πολεμήσουν τους εξεγερμένους του βορρά και από τις οικογένειες των στρατευμένων που επέκριναν τη «σιωπή» της κυβέρνησης για τις συνθήκες που αντιμετώπιζαν τα παιδιά τους.
Οι πραξικοπηματίες κατήγγειλαν την ανικανότητα της κυβέρνησης στο χειρισμό της κρίσης και υποσχέθηκαν ότι θα συγκροτήσουν κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Το αντιπολιτευόμενο κόμμα Αφρικανική Αλληλεγγύη για τη Δημοκρατία και την Ανεξαρτησία (Sadi) χαιρέτισε το πραξικόπημα, δηλώνοντας ότι είναι έτοιμο να συμμετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Το βράδυ της Πέμπτης ωστόσο φαινόταν ότι οι στασιαστές δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις λεηλασίες στην πρωτεύουσα. Εργαζόμενοι στη δημόσια ραδιοτηλεόραση ORTM είπαν ότι στο κτίριο δεν έχει απομείνει ούτε μια κάμερα γιατί οι στασιαστές στρατιώτες πήραν μαζί τους ό,τι βρήκαν.
Το ιδιωτικό παναφρικανικό κανάλι Africable, που εδρεύει στο Μπαμακό, σταμάτησε να εκπέμπει για πολλές ώρες. Η οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα κατήγγειλε με τη σειρά της την “ομηρία” της πληροφόρησης.
Η είδηση του πραξικοπήματος προκάλεσε κύμα αντιδράσεων στο εξωτερικό, ανοίγοντας το δρόμο για την επιβολή κυρώσεων στο Μαλί.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ζήτησε «να αποκατασταθεί αμέσως η συνταγματική τάξη και η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση» της χώρας ενώ η Γαλλία αποφάσισε να διακόψει κάθε συνεργασία με τη χώρα, ζητώντας να απελευθερωθούν οι συλληφθέντες.
Την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης ζήτησαν και οι ΗΠΑ, που ήδη επανεξετάζουν την ετήσια βοήθεια, ύψους 137 εκατομμυρίων δολαρίων, που προσφέρουν στη χώρα.
Η Παγκόσμια Τράπεζα και η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης ανακοίνωσαν με τη σειρά τους ότι διακόπτουν την παροχή βοήθειας στο Μαλί. Το πραξικόπημα καταδικάστηκε από πολλές άλλες χώρες (Γερμανία, Νιγηρία Μαρόκο) και διεθνείς οργανισμούς, όπως την Αφρικανική Ένωση και τον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης.