Οι υπουργοί Εργασίας της ΕΕ κατέληξαν το βράδυ της Δευτέρας σε μια συμβιβαστική συμφωνία για την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής οδηγίας όσον αφορά τους αποσπασμένους εργαζόμενους, η οποία προβλέπει κυρίως τη μείωση της μέγιστης διάρκειας των αποσπάσεων στους 18 μήνες και την καταβολή των ίδιων επιδομάτων στους αποσπασμένους με τους εργαζόμενους στις χώρες υποδοχής, εξέλιξη που η Γαλλία χαιρέτισε κάνοντας λόγο περί μιας «νίκης για την Ευρώπη».
«Αυτό είναι ένα ουσιαστικό βήμα για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην Ευρώπη», έκρινε το Ελιζέ αναφερόμενο στη «φιλόδοξη» αυτή συμφωνία που οδηγεί την ΕΕ «μπροστά». Για την αναθεώρηση της οδηγίας κατέβαλε εντατικές προσπάθειες ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, παρά την αντίσταση που πρόβαλαν ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, ειδικά η Πολωνία.
Μετά τις μαραθώνιες διαπραγματεύσεις –κράτησαν κάπου δώδεκα ώρες– στο Λουξεμβούργο, η γαλλίδα υπουργός Εργασίας Μιριέλ Πενικό εξέφρασε και αυτή ικανοποίηση διότι υπήρξε ευρεία πλειοψηφία υπέρ της συμφωνίας.
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας δε σηματοδοτεί «μια ρήξη ανατολής-δύσης. Δεν υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι σήμερα, μόνο η Ευρώπη κερδίζει», διαβεβαίωσε η Πενικό.
Από τις 28 χώρες μέλη, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, τέσσερις αντιτάχθηκαν στο κείμενο: η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Λετονία και η Λιθουανία. Άλλες τρεις απείχαν στην ψηφοφορία: το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Κροατία. Οι υπόλοιπες 21 χώρες μέλη τάχθηκαν υπέρ της πρότασης.
Οι υπουργοί κατάφεραν να συμφωνήσουν όσον αφορά τη διάρκεια της απόσπασης, του συστήματος που επιτρέπει στους Ευρωπαίους να εργάζονται σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ έχοντας ασφαλιστική κάλυψη στη χώρα προέλευσής τους: 12 μήνες μάξιμουμ –όπως ζητούσε η Γαλλία– ωστόσο η απόσπαση θα μπορεί να παρατείνεται για έξι μήνες κατόπιν αίτησης της επιχείρησης-εργοδότη, αν και η απόφαση θα επαφίεται στις αρχές της χώρας υποδοχής. Στην πράξη, η διάρκεια των αποσπάσεων θα μειωθεί από τους 24 στους 18 μήνες.
Η Γαλλία αναγκάστηκε εξάλλου να αφήσει κατά μέρος τον τομέα των οδικών μεταφορών, καθώς οι χώρες του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία), καθώς επίσης η Ισπανία και η Πορτογαλία ανησυχούσαν για τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε η μεταρρύθμιση για τους οδηγούς τους.
Προβλέπεται η συνέχιση της εφαρμογής για τους οδηγούς, κυρίως φορτηγών, της παλιάς οδηγίας για την απόσπαση (του 1996), όχι της νέας και αναθεωρημένης, ωσότου προωθηθεί μια νέα, τροποποιημένη ευρωπαϊκή οδηγία, ειδικά για τις οδικές μεταφορές.
Το ζήτημα χαρακτηριζόταν δοκιμασία για τις μεθόδους διαπραγμάτευσης του προέδρου Μακρόν στην ΕΕ, καθώς ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας είχε ήδη προεκλογικά αναγορεύσει το θέμα των αποσπασμένων εργαζόμενων σε προτεραιότητά του, παρότι αυτό αφορά έναν συγκριτικά μικρό αριθμό απασχολουμένων (λίγοι περισσότεροι από 2 εκατ., το 0,9% του συνόλου του εργατικού δυναμικού στην ΕΕ).
Βασικός στόχος της μεταρρύθμισης της οδηγίας, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, είναι να εφαρμοστεί η αρχή «ίση αμοιβή για ίση εργασία στον ίδιο τόπο».
Με βάση την αρχική οδηγία (1996) οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι αμείβονταν πρακτικά με τον κατώτερο μισθό της χώρας υποδοχής.
Όμως η διεύρυνση της ΕΕ το 2004 και η εισδοχή δέκα νέων κρατών με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και φθηνότερους μισθούς ανέτρεψαν τα δεδομένα, οδηγώντας σε αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων και κοινωνικό ντάμπινγκ.
Το ζήτημα δίχασε τις πλουσιότερες και τις φτωχότερες χώρες, καθώς οι τελευταίες ήθελαν να προστατεύσουν αυτό που θεωρούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τους εργαζομένους τους. Από την άλλη, υπέρ των θέσεων του Μακρόν τάχθηκαν ιδίως η Γερμανία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία.
Η Πολωνία, που εξάγει το περισσότερο φθηνό εργατικό δυναμικό στην ΕΕ, συνεχίζει να εναντιώνεται στις γαλλικές προτάσεις, ενώ η Ουγγαρία έκρινε ότι το τελικό κείμενο είναι εξαιρετικά αόριστο και αφήνει πολλά ανοιχτά σε ερμηνεία.
Η Ολλανδία εξήρε τη συμφωνία –βάσει της οποίας δίνεται το πράσινο φως για την έναρξη διαπραγματεύσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι οποίες πιθανόν θα σημάνουν πως το τελικό κείμενο θα υποστεί αρκετές αλλαγές– τονίζοντας πως όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να προστατεύονται από τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Η Μαριάν Τίσεν, η ευρωπαία επίτροπος αρμόδια για την Απασχόληση, τις Κοινωνικές Υποθέσεις, τις Δεξιότητες και την Κινητικότητα του Εργατικού Δυναμικού, δήλωσε ότι στόχος της νέας οδηγίας είναι «ο δίκαιος ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας»: «είμαι ανεπιφύλακτα υπέρ της ελευθερίας της κίνησης (των εργαζομένων), αλλά αυτή πρέπει να οργανωθεί με δίκαιο τρόπο (…)». «Η εσωτερική αγορά βασίζεται σε κανόνες, δεν είναι ζούγκλα», συμπλήρωσε.