Η 62χρονη Ισπανίδα που θέλει να αναγνωριστεί ως βιολογική κόρη του διάσημου σουρεαλιστή ζωγράφου Σαλβαδόρ Νταλί διαβεβαίωσε σήμερα ότι δεν ζητά χρήματα, αλλά μόνο να μάθει ποια είναι η πραγματική καταγωγή της.
Δικαστήριο της Μαδρίτης διέταξε πρόσφατα την εκταφή του Νταλί, 28 χρόνια μετά τον θάνατό του, προκειμένου να ληφθούν δείγματα DNA και να εξεταστούν για να διαπιστωθεί αν ήταν ο πατέρας της Πιλάρ Άμπελ Μαρτίνεθ από την Καταλονία. Το Ίδρυμα Σαλβαδόρ Νταλί που διαχειρίζεται την κληρονομιά του ζωγράφου ανακοίνωσε ότι θα εφεσιβάλει την απόφαση του δικαστηρίου.
Όπως μετέδωσε το AFP, βέβαιη ότι η εξέταση του DNA θα αποδείξει ότι είναι απόγονος του Νταλί, η Πιλάρ Άμπελ δήλωσε σήμερα στον ανταποκριτή του Γαλλικού Πρακτορείου στη Βαρκελώνη: «Θα ένιωθα απίστευτη ανακούφιση, θα ήξερα επιτέλους ποια είμαι πραγματικά και θα αναγνωριζόμουν. Δεν θέλω την περιουσία του. Αν την πάρω, τόσο το καλύτερο, όμως αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που επιθυμώ. Αυτό που θέλω πάνω απ’ όλα είναι η ταυτότητά μου», πρόσθεσε.
Η 62χρονη, που ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με τη χαρτομαντεία, προσπαθεί επί μια δεκαετία να αποδείξει ότι είναι κόρη του Νταλί. Υποστηρίζει ότι ο ζωγράφος διατηρούσε ερωτική σχέση με τη μητέρα της όταν εκείνη εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στο σπίτι κάποιων φίλων του στο Καντακές. Όμως τελικά η μητέρα της παντρεύτηκε κάποιον άλλον. «Όταν ήμουν επτά-οκτώ χρονών, η γιαγιά μου, μου είπε: ξέρω ότι δεν είσαι κόρη του γιου μου, ότι ο πατέρας σου είναι ένας μεγάλος ζωγράφος αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σ’ αγαπώ λιγότερο. Και μετά μου είπε το όνομά του: Νταλί», αφηγήθηκε.
Ωστόσο, η Πιλάρ περίμενε μέχρι το 2007 για να ρωτήσει ευθέως τη μητέρα της. Εκείνη της επιβεβαίωσε (όπως λέει) ότι ο πατέρας της ήταν ο Νταλί αλλά δεν της είπε «σχεδόν τίποτα» για τη σχέση τους. «Με ενθάρρυνε όμως να κάνω αυτό που κάνω σήμερα», πρόσθεσε.
Να σημειωθεί πάντως ότι πριν από μερικά χρόνια η Πιλάρ Άμπελ δήλωνε ότι η μητέρα της έχει προσβληθεί από γεροντική άνοια.
Η 62χρονη είπε ότι στο παρελθόν είχε συναντήσει πολλές φορές τον Νταλί στους δρόμους του Φιγκέρας, της πόλης όπου ζούσαν και οι δύο. «Δεν λέγαμε τίποτα, μόνο ανταλλάζαμε μια ματιά. Αλλά ένα βλέμμα αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις», κατέληξε.