Ο Κολομβιανός πρόεδρος Χουάν Μανουέλ Σάντος, ο οποίος τιμήθηκε σήμερα με το Νόμπελ Ειρήνης, ρίσκαρε όλο του το πολιτικό κεφάλαιο προκειμένου να τερματίσει τον εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται εδώ και 50 χρόνια στη χώρα του, ένα όνειρο το οποίο δεσμεύθηκε να μην εγκαταλείψει ποτέ.
«Θα συνεχίσω να επιδιώκω την ειρήνευση μέχρι το τελευταίο λεπτό της θητείας μου, διότι είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε για να αφήσουμε μια καλύτερη χώρα στα παιδιά μας», δήλωνε ακόμη και την Κυριακή ο Σάντος, παρότι οι συμπατριώτες του μόλις είχαν απορρίψει την ειρηνευτική συμφωνία στην οποία κατέληξε η κυβέρνηση με τους μαρξιστές αντάρτες FARC.
«Ο πρόεδρος επέδειξε ηγετική γενναιότητα. Γενναιότητα διότι προτίμησε την ειρήνη από την αδράνεια του πολέμου. Γενναιότητα διότι υπέβαλε την απόφαση στην κρίση των πολιτών», υπογράμμισε στις αρχές της εβδομάδας ο Ουμπέρτο ντε λα Κάγιε, επικεφαλής διαπραγματευτής με τους FARC.
Η ιστορική συμφωνία στην οποία κατάφερε να καταλήξει με τους αντάρτες είναι αποτέλεσμα σχεδόν τεσσάρων ετών διαπραγματεύσεων που διεξάγονταν στην Κούβα. Η συμφωνία υπεγράφη στις 24 Αυγούστου στην Αβάνα.
Ο Χουάν Μανουέλ Σάντος, 65 ετών, προέρχεται από μια οικογένεια της υψηλής κοινωνίας της Μπογοτά και ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία το 1991.
Αρχικά ήταν δημοσιογράφος, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο του βασιλιά της Ισπανίας για τα άρθρα του για την επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα.
Η εργασία αυτή «μας σημάδεψε βαθιά», δήλωσε ο Σάντος αναφερόμενος στην έρευνα που έκανε με τον αδελφό του Ενρίκε, ο οποίος επίσης διαδραμάτισε ρόλο κλειδί στη διαδικασία ειρήνευσης με τους FARC που ξεκίνησε επισήμως το 2012, όμως μυστικά ήδη από την ανάληψη της προεδρίας από τον Σάντος το 2010.
Ο Κολομβιανός πρόεδρος είχε ξεκινήσει μια εκστρατεία εναντίον των FARC ήδη από τότε που ήταν υπουργός Άμυνας υπό την προεδρία του δεξιού προκατόχου του Άλβαρο Ουρίμπε. Στόχος του: να αποδυναμώσει τους αντάρτες ώστε να τους αναγκάσει να διαπραγματευτούν.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, έκανε πόλεμο για να καταλήξει στην ειρήνη.
Πάντως ο Σάντος επιμένει ότι δεν επιδιώκει την επιβράβευση για τον αγώνα του για συμφιλίωση στην Κολομβία, η οποία εδώ και δεκαετίες σπαράσσεται από τη σύγκρουση αυτή που έχει κοστίσει τη ζωή σε περισσότερους από 260.000 ανθρώπους, έχει οδηγήσει στον εκτοπισμό 6,9 εκατομμυρίων, ενώ 45.000 άνθρωποι αγνοούνται.
«Δεν επιζητώ το χειροκρότημα. Θέλω να κάνω το σωστό», είχε τονίσει σε συνέντευξή του.
Ο Κολομβιανός πρόεδρος που τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης, εκτίμησε σήμερα ότι η ειρήνη είναι «πολύ, πολύ κοντά» για τη χώρα του, παρά το γεγονός ότι οι συμπατριώτες του απέρριψαν μόλις την προηγούμενη Κυριακή την συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ της κυβέρνησης και των μαρξιστών ανταρτών FARC.
«Είμαστε πολύ, πολύ κοντά στην επίτευξη της ειρήνης», δήλωσε ο Σάντος, όπως αναφέρεται στον επίσημο λογαριασμό στο Twitter του Ιδρύματος Νόμπελ.
Ο Σάντος πρόσθεσε ότι τιμήθηκε με το βραβείο «στο όνομα (…) του λαού της Κολομβίας που έχει υποφέρει τόσο από αυτό τον πόλεμο» και εκτίμησε ότι το βραβείο είναι «μια μεγάλη παρότρυνση» για να επιτευχθεί η ειρήνευση.