Περισσότερο από ένα εκατομμύριο Βρετανοί εργαζόμενοι πήραν σήμερα αύξηση καθώς τέθηκε σε ισχύ ο αυξημένος κατώτατος μισθός, σε ένα οικονομικό πείραμα που τροφοδοτεί την έντονη πολιτική διαμάχη για την παραμονή ή την αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πέρυσι ο υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν ανακοίνωσε μια σειρά αυξήσεων στο μισθό που θα έχουν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί κατά 13% έως το 2020. Ο υπουργός ελπίζει ότι η αλλαγή αυτή θα τονώσει την παραγωγικότητα και θα δώσει την ευκαιρία στους εργαζόμενους να αντλούν ικανοποίηση από τη δουλειά τους και να μην τη θεωρούν μόνο ως μέσο επιβίωσης. Αλλά οι επιχειρήσεις στους κλάδους φιλοξενίας, λιανεμπορίου και κοινωνικής πρόνοιας, όπου συνήθως οι μισθοί είναι χαμηλοί, έχουν πει ότι ίσως αναγκαστούν με αυτό τον τρόπο να μειώσουν το προσωπικό τους.
Υπουργός της κυβέρνησης, που θέλει η Βρετανία να αποχωρήσει από την ΕΕ, δήλωσε την Παρασκευή ότι μια αύξηση θα καταστήσει τη χώρα πιο ελκυστική σε ξένους εργαζομένους σε μια περίοδο κατά την οποία η καθαρή μετανάστευση ξεπερνά κατά πολύ το στόχο της κυβέρνησης.
Η OBR, η ανεξάρτητη βρετανική υπηρεσία η οποία έχει την ευθύνη του προϋπολογισμού, εκτιμά ότι η αύξηση του μισθού θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι θέσεις εργασίας κατά 60.000 και να αυξηθεί το κόστος των επιχειρήσεων.
Ο Όσμπορν είπε ότι η αλλαγή σημαίνει πως οι ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων άνω των 25 ετών που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό θα αυξηθούν περισσότερο απ’ ό,τι για αντίστοιχες κατηγορίες απασχολουμένων οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.
Στο πλαίσιο της πρώτης αύξησης, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σήμερα στις 7,20 λίρες την ώρα από 6,70 λίρες προηγουμένως.
Ο υπουργός Πολιτισμού Τζον Γούιτινγκέιλ δήλωσε στην εφημερίδα the Times ότι η νέα αύξηση θα λειτουργήσει ως μαγνήτης για περισσότερους μετανάστες εκτός κι αν η Βρετανία αναλάβει η ίδια τον έλεγχο των συνόρων της ψηφίζοντας υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ. «Οι μισθοί στη Βρετανία θα είναι πολύ υψηλότεροι απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη», δήλωσε.