Η πρώην Δημοκρατική βουλευτής, Τούλσι Γκάμπαρντ, η οποία προσχώρησε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, για να υποστηρίξει τον Ντόναλντ Τραμπ, είναι η επιλογή του εκλεγμένου προέδρου για τη θέση της διευθύντριας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DNI). Η συγκεκριμένη θέση περιλαμβάνει την εποπτεία των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, όπως η CIA, το FBI και η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA), που επικεντρώνονται στη συλλογή πληροφοριών.
Η υποψηφιότητά της έχει προκαλέσει αμφιβολίες, κυρίως λόγω της έλλειψης εμπειρίας της στον τομέα των πληροφοριών, καθώς και των κατηγοριών που την εμπλέκουν στο παρελθόν με την προώθηση ρωσικής προπαγάνδας. Για να αναλάβει τη θέση, θα χρειαστεί την έγκριση της Γερουσίας.
Αν επιβεβαιωθεί για τη θέση, η Γκάμπαρντ θα διαχειρίζεται έναν προϋπολογισμό άνω των 70 δισ. δολαρίων και θα εποπτεύει 18 υπηρεσίες πληροφοριών.
Η υποψηφιότητά της έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε διάφορους πολιτικούς κύκλους. Η Δημοκρατική βουλευτής από τη Βιρτζίνια, Άμπιγκεϊλ Σπάνμπεργκερ, μέλος της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής, δήλωσε μέσω του X ότι είναι «σοκαρισμένη από την υποψηφιότητα της Τούλσι Γκάμπαρντ». «Δεν είναι μόνο ακατάλληλη και μη επαρκώς προετοιμασμένη, αλλά διακινεί θεωρίες συνωμοσίας και έχει σχέσεις με δικτάτορες, όπως ο Μπασάρ αλ Άσαντ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν», είπε χαρακτηριστικά.
Ποια είναι η Τούλσι Γκάμπαρντ;
Η Τούλσι Γκάμπαρντ είναι βετεράνος του στρατού, έχοντας υπηρετήσει σε ιατρική μονάδα στο Ιράκ. Το 2002 εξελέγη στη Βουλή της Χαβάης σε ηλικία 21 ετών, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του νεότερου εκλεγμένου μέλους στην πολιτεία. Αργότερα, όταν η μονάδα της Εθνοφρουράς της στάλθηκε στο Ιράκ, εγκατέλειψε τη θέση της και, στη συνέχεια, εκπροσώπησε τη Χαβάη στο Κογκρέσο από το 2013 έως το 2021, όντας η πρώτη Ινδουίστρια που υπηρέτησε στη Βουλή.
Στο παρελθόν υποστήριξε φιλελεύθερες πολιτικές, όπως η καθολική υγειονομική περίθαλψη, η δωρεάν εκπαίδευση και ο έλεγχος των όπλων, και αυτά τα θέματα αποτέλεσαν μέρος της εκστρατείας της για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 2020, από τις οποίες τελικά αποσύρθηκε υποστηρίζοντας τον Τζο Μπάιντεν.
Το 2022, αποχώρησε από το Δημοκρατικό Κόμμα και αρχικά εγγράφηκε ως ανεξάρτητη, κατηγορώντας το πρώην κόμμα της για την ύπαρξη «μιας ελίτ συμμορίας πολεμοχαρών», που καθοδηγούνταν από τη «φοβισμένη αφύπνιση». Αργότερα, έγινε συνεργάτης του Fox News, ασκώντας κριτική σε θέματα όπως η ταυτότητα φύλου και η ελευθερία του λόγου και υποστήριξε ανοιχτά τον Ντόναλντ Τραμπ, πριν προσχωρήσει στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πριν από λιγότερο από έναν μήνα.
Αμφιλεγόμενες δηλώσεις για τη Συρία και την Ουκρανία
Το 2019, κατά τη διάρκεια της υποψηφιότητάς της για το Δημοκρατικό χρίσμα, η Γκάμπαρντ δέχτηκε κριτική από αντιπάλους της, αφού έλαβε θετικά σχόλια από τα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης. Την ίδια χρονιά, δέχτηκε επιθέσεις για φερόμενη υποστήριξή της στον σύρο πρόεδρο, Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο οποίος θεωρείται σημαντικός σύμμαχος της Ρωσίας. Δήλωσε ότι ο Άσαντ «δεν είναι ο εχθρός των ΗΠΑ, επειδή η Συρία δεν αποτελεί άμεση απειλή για τις ΗΠΑ», υπερασπιζόμενη τη συνάντησή της μαζί του το 2017 κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ.
Όπως αναφέρει το BBC, η Γκάμπαρντ είχε εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με την ευθύνη του συριακού καθεστώτος για τη χημική επίθεση που σκότωσε δεκάδες ανθρώπους. Ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Συρία χρησιμοποίησε απαγορευμένα χημικά όπλα», μετά την επίθεση με πυραύλους των ΗΠΑ σε συριακή αεροπορική βάση ως απάντηση.
Επιπλέον, η Γκάμπαρντ έχει κάνει σειρά αμφιλεγόμενων δηλώσεων σχετικά με τη Ρωσία και την πλήρη κλίμακα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, δήλωσε ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους είχαν αναγνωρίσει τις «νόμιμες ανησυχίες ασφαλείας» της Ρωσίας σχετικά με την επιθυμία της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Τον επόμενο μήνα είπε ότι ήταν «αδιαμφισβήτητο γεγονός» ότι υπήρχαν βιολογικά εργαστήρια χρηματοδοτούμενα από τις ΗΠΑ στην Ουκρανία, τα οποία θα μπορούσαν να «απελευθερώσουν και να διαδώσουν θανατηφόρους παθογόνους οργανισμούς», ζητώντας κατάπαυση του πυρός.
Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής, Μιτ Ρόμνεϊ, δήλωσε ότι η Γκάμπαρντ είχε υιοθετήσει «πραγματική ρωσική προπαγάνδα». Στη ρωσική τηλεόραση, η υποψηφιότητά της ως διευθύντρια της υπηρεσίας πληροφοριών παρουσιάζεται ως κάτι που πιθανότατα θα περιπλέξει τις σχέσεις της Ουάσινγκτον με το Κίεβο. Ο δημοσιογράφος του Rossiya 1, Ντμίτρι Μελνίκοφ, δήλωσε ότι η υποψηφιότητά της «δεν προμηνύει καλά νέα για το Κίεβο», τονίζοντας ότι στο παρελθόν είχε «ανοιχτά κατηγορήσει την κυβέρνηση Μπάιντεν για πρόκληση της Ρωσίας».