Ένα σκουλήκι μήκους 2,5 εκατοστών δημιουργεί ελπίδες στην καταπολέμηση της πλαστικής ρύπανσης, γιατί ανακαλύφθηκε ότι τρώει και χωνεύει το πλαστικό. Μάλιστα, μπορεί να θέσει τις βάσεις για τη μετατροπή των πλαστικών συσκευασιών σε τροφή για τα ζώα.
Η ανακάλυψη της παραπάνω ιδιότητας του εντόμου έγινε από το Διεθνές Κέντρο Φυσιολογίας και Οικολογίας Εντόμων και αφορά τον αλευροσκώληκα της Κένυας, προνύμφη σκαθαριού του γένους Alphitobius.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Scientific Reports γράφει ότι το συγκεκριμένο σκουλήκι μπορεί να καταναλώσει σχεδόν το 50% του πολυστυρενίου, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως στις συσκευασίες τροφίμων. Μάλιστα, η απόδοση αυξάνονταν όταν το πλαστικό ήταν αναμιγμένο με πίτουρο ή φλοιούς σιτηρών.
Το Live Science έγραψε ότι τα βακτήρια που ζουν στο έντερο του αλευροσκώληκα τον βοηθούν να διασπάσει τα πολύπλοκα πολυμερή του πλαστικού. Οι μικροβιακές κοινότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του γένους Kluyvera, Lactococcus και Klebsiella, διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην πέψη του πολυστυρενίου, μετατρέποντάς το σε απλούστερες ενώσεις τις οποίες ο αλευροσκώληκας μπορεί να επεξεργαστεί χωρίς να πάθει βλάβη.
Αυτά τα βακτήρια παράγουν ένζυμα ικανά να αφομοιώσουν το πλαστικό, και έτσι η αύξηση του αριθμού αυτών των βακτηρίων ή των ενζύμων στους αλευροσκώληκες θα μπορούσε να αυξήσει την αποτελεσματικότητά τους στην επεξεργασία του πλαστικού, χωρίς να βλάπτει τα ίδια τα έντομα.
Πλέον, στόχος των ειδικών είναι να εντοπίσουν τα συγκεκριμένα βακτηριακά στελέχη και ένζυμα που εμπλέκονται στη διάσπαση του πολυστυρενίου και να τα χρησιμοποιήσουν στην ανακύκλωση πλαστικών απορριμμάτων. Επίσης, ελπίζουν να μπουν οι βάσεις για μια μελλοντική πορεία μετατροπής του πλαστικού σε υψηλής αξίας πρωτεΐνη εντόμων για ζωοτροφές.
«Θα διερευνήσουμε επίσης τους μηχανισμούς των βακτηρίων στον αλευροσκώληκα στην αποικοδόμηση του πλαστικού. Θέλουμε να καταλάβουμε αν τα βακτήρια είναι εγγενή στους αλευροσκώληκες ή αν είναι μια αμυντική στρατηγική που αποκτάται μετά τη σίτιση με πλαστικό», είπε χαρακτηριστικά η συν-συγγραφέας της μελέτης, Εβαλίν Ντοτόνο.