Συγκλονιστικά στοιχεία εκθέτουν με τον χειρότερο τρόπο το σύστημα υγείας της Αγγλίας, καθώς μαρτυρούν ότι χιλιάδες ασθενείς και μικρά παιδιά μολύνθηκαν με HIV και ηπατίτιδα C, χωρίς να το γνωρίζουν, μετά από μετάγγιση με μολυσμένο αίμα μεταξύ 1970 και 1991.
Σύμφωνα με τα βρετανικά ΜΜΕ και το ΒΒC, πρόκειται για τη μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, NHS. Τα μολυσμένα προϊόντα που εισήχθησαν από τις ΗΠΑ, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, οδήγησαν στη μετάδοση των ιών, ενώ εκτιμάται ότι περισσότεροι από 4.800 άνθρωποι μολύνθηκαν με τον ιό της ηπατίτιδας C ή HIV και περίπου 2.400 άνθρωποι έχουν πεθάνει.
Ρεπορτάζ του BBC αναφέρει ότι δεκάδες έγγραφα και καταθέσεις μαρτύρων οδήγησαν την έρευνα που ακολούθησε στο συμπέρασμα ότι στις κλινικές δοκιμές συμμετείχαν πολλά παιδιά με διαταραχές της πήξης του αίματος, ενώ οι οικογένειές τους δεν είχαν συναινέσει στη συμμετοχή τους. Η πλειονότητα των παιδιών που συμμετείχαν είναι πλέον νεκρά.
Το BBC ρίχνει φως σε έναν μυστικό κόσμο μη ασφαλών κλινικών δοκιμών με τη συμμετοχή παιδιών στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι γιατροί έβαζαν τους ερευνητικούς στόχους πάνω από τις ανάγκες των ασθενών και των μικρών παιδιών.
Ένας επιζών ασθενής δήλωσε στο BBC ότι του φέρθηκαν σαν «πειραματόζωο». Συνολικά 1.250 άτομα με αιμορροφιλία και άλλες αιμορραγικές διαταραχές προσβλήθηκαν από τον ιό HIV, αφού τους χορηγήθηκε μια πρωτεΐνη από πλάσμα αίματος, γνωστή ως Παράγοντας VIII. Περίπου το ήμισυ αυτής της ομάδας πέθανε αργότερα από ασθένεια που σχετίζεται με το AIDS.
Επιπλέον 30.000 ασθενείς του NHS προσβλήθηκαν από διαφορετικό ιό, ηπατίτιδα C, μέσω της ίδιας θεραπείας ή μετάγγισης μολυσμένου αίματος μετά από χειρουργική επέμβαση. Πολλοί από αυτούς που μολύνθηκαν έπρεπε να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους και να ζήσουν με επιδόματα λόγω μιας σειράς προβλημάτων υγείας. Εκείνη την εποχή, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν αυτάρκες στον Παράγοντα VIII, το οποίο εισαγόταν πολύ συχνά από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει διαπιστώσει ακόμη ποιος ήταν υπεύθυνος για το μεγαλύτερο σκάνδαλο υγείας στην ιστορία του NHS που προκάλεσε η καταστροφική θεραπεία. Τα έγγραφα δείχνουν ότι οι γιατροί στα κέντρα αιμορροφιλίας σε ολόκληρη τη χώρα χρησιμοποιούσαν προϊόντα αίματος, παρόλο που ήταν ευρέως γνωστό ότι ήταν πιθανό να είναι μολυσμένα. Κατά την επίμαχη θεραπεία, μία πρωτεΐνη πήξης του αίματος, «Factor VIII», παρασκευάστηκε από δωρεές αίματος, μερικά από τα οποία είχαν μολυνθεί και είχαν προέλθει από αμειβόμενους ξένους δότες, συμπεριλαμβανομένων και κρατουμένων από τις φυλακές. Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιος σε υψηλές θέσεις του NHS και της κυβέρνησης γνώριζε.
Η μαρτυρία του 42χρονου Luke O’Shea-Phillips στο BBC
Ο Luke O’Shea-Phillips, 42 ετών, πάσχει από ήπια αιμορροφιλία – μια διαταραχή της πήξης του αίματος που σημαίνει ότι μελανιάζει και αιμορραγεί πιο εύκολα από τους περισσότερους. Κόλλησε ηπατίτιδα C, ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Middlesex, στο κεντρικό Λονδίνο, η οποία του χορηγήθηκε λόγω ενός μικρού κοψίματος στο στόμα, σε ηλικία τριών ετών, το 1985.
Έγγραφα που αποκάλυψε το BBC υποδηλώνουν ότι του δόθηκε σκόπιμα το προϊόν αίματος, το οποίο ο γιατρός του γνώριζε ότι μπορεί να ήταν μολυσμένο, ώστε να μπορέσει να εγγραφεί σε κλινική δοκιμή. Ο γιατρός ήθελε να διαπιστώσει πόσο πιθανό ήταν οι ασθενείς να κολλήσουν ασθένειες από μια νέα έκδοση του θερμικά επεξεργασμένου Παράγοντα VIII. Παρόλο που δεν είχε λάβει ποτέ στο παρελθόν θεραπεία για την πάθησή του, ο Luke έλαβε θερμικά επεξεργασμένο Παράγοντα VIII για να σταματήσει την αιμορραγία από το στόμα του.
«Ήμουν πειραματόζωο σε κλινικές δοκιμές που θα μπορούσαν να με είχαν σκοτώσει», δήλωσε ο Luke στο BBC. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το εξηγήσω. Η θεραπεία μου άλλαξε, ώστε να μπορέσω να εγγραφώ σε κλινικές δοκιμές, χωρίς να το γνωρίζω. Αυτή η αλλαγή στη φαρμακευτική αγωγή μού έδωσε μια θανατηφόρα ασθένεια -ηπατίτιδα C-, αλλά η μητέρα μου δεν ενημερώθηκε ποτέ», συμπλήρωσε ο 42χρονος.
Η πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι, είχε δηλώσει το 2019 ότι το σκάνδαλο αυτό αποτελεί μια «ανείπωτη τραγωδία που δεν θα έπρεπε ποτέ να συμβεί», ανακοινώνοντας παράλληλα ότι η οικονομική στήριξη για τους πληγέντες θα αυξανόταν από 46 εκατομμύρια λίρες ετησίως σε 75 εκατομμύρια. Ωστόσο, δικηγόροι που εκπροσωπούν περισσότερα από 1.000 θύματα ζήτησαν από το κράτος μεγαλύτερες αποζημιώσεις, καθώς υποστηρίζουν ότι τα ποσά που προσφέρονται είναι «ελάχιστα και αμελητέα για τους ανθρώπους που έχουν έρθει αντιμέτωποι με τόσο σημαντικά προβλήματα υγείας, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα».