Πήγαινε γυρεύοντας… Μα δεν είδες τι φορούσε; Σίγουρα τον προκάλεσε. Φράσεις που διατυπώνονται από μια μερίδα ατόμων που προσπαθεί να κουνήσει το δάχτυλο όχι στον θύτη αλλά στο ίδιο το θύμα, σε μια κοινωνία που προσπαθεί να καλύψει εγκλήματα αντί να φωνάξει δυνατά πως «φταίει μόνο ένας και αυτός σαφώς είναι ο βιαστής, ο κακοποιητής όχι μόνο του σώματος αλλά και της ψυχής που τραυματίζει για πάντα».
Προσπαθούμε, προσπαθούν, προσπαθεί δεν έχει σημασία ποιος το κάνει αλλά ότι συμβαίνει. Δίνουμε, δίνουν, δίνει μια χαριστική βολή στην ήδη κατακρεουργημένη ζωή του θύματος επιρρίπτοντάς του ευθύνες για τα όσα έζησε γεμίζοντάς το μάλιστα με ενοχές που θα το ακολουθούν για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μιλάμε καθαρά για victim blaming και δυστυχώς αυτό γίνεται ενώ είμαστε πλέον στο 2022.
Γιατί όμως συμβαίνει; Γιατί τα στόματα ανοίγουν κατά των θυμάτων αναλύοντας συμπεριφορές; Γιατί αντί να ρίξουμε την ευθύνη μόνο στην ανωμαλία της ψυχής του βιαστή προσπαθούμε να βρούμε σημεία μεμπτά στον χαρακτήρα, στην εμφάνιση ή ακόμη και στο παρελθόν του θύματος; Δύο ειδικοί απαντούν στα ερωτήματα του Newsbeast υπογραμμίζοντας πως «έχουμε τόσο βαθιά ριζωμένα έμφυλα στερεότυπα που γεννιούνται ήδη μέσα στις παιδικές κούνιες» αλλά και πως «αντιλήψεις τύπου “ας πρόσεχε” συνιστούν σκληρό κατάλοιπο πατριαρχικών κοινωνικών δομών».
Η υπόθεση βιασμού της Γεωργίας στη Θεσσαλονίκη και το θάρρος της να μιλήσει ανοιχτά για τα όσα έζησε σε εκείνη τη σουίτα ξενοδοχείου ήταν μια ακόμη αφορμή για να βροντοφωνάξουμε και εμείς μαζί της «ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ». Το πρόσωπό της που δεν κρύφτηκε αλλά βγήκε στην κάμερα ζητώντας την τιμωρία όσων τόλμησαν να βιάσουν όχι μόνο το σώμα αλλά πάνω από όλα την ψυχή της μας κάνει να δεσμευτούμε πως θα κάνουμε τα πάντα ώστε να αποτινάξουμε από τη ζωή μας νοοτροπίες που μας θυμίζουν τον Μεσαίωνα.
«Το να θεωρούμε τα θύματα βίας συνυπεύθυνα του αδικήματος που υπέστησαν είναι διαδεδομένο στην ελληνική κοινωνία»
«Η νοοτροπία του να θεωρούμε κεκαλυμμένα τα θύματα βίας συνυπεύθυνα του αδικήματος που υπέστησαν είναι διαχρονικά διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία. Τείνει, δε, να αμβλύνει αν όχι να συγχέει, τις θεμελιώδεις ποιότητες δικαίου και αδίκου σε αξιόποινες συμπεριφορές όπως η σεξουαλική βία κατά ενηλίκων και ανηλίκων, η εκβίαση, ο σχολικός εκφοβισμός και η ενδοοικογενειακή βία, φαινόμενα ενδημικά και σε έξαρση στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα» τονίζει μιλώντας στο Newsbeast ο ποινικολόγος, διδάκτωρ Εγκληματολογίας Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου.
«Ειδικά στα εγκλήματα βίας, το φαινόμενο του καταλογισμού στο θύμα καίριας ευθύνης για το τραυματικό αποτέλεσμα το οποίο υπέστη («victim blaming»), παρατηρείται σε δύο παράλληλα επίπεδα: τόσο σε κοινωνικό, δηλαδή στο πεδίο του δημοσίου διαλόγου, όσο και σε συστημικό, δηλαδή σε υποκρυπτόμενες αξιολογικές τοποθετήσεις των αρμοδίων οργάνων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, όταν αυτό καλείται να διώξει, δικάσει ή τιμωρήσει το δράστη βίαιης πράξης» επισημαίνει.
«Σε κοινωνικό επίπεδο, αναλύοντας το γιατί στερεότυπα του τύπου “όπως έστρωσε να κοιμηθεί”, “ας πρόσεχε”, “δεν το περίμενε;”, “και αυτή θα του κούνησε την ουρά της”, “για να τη χτύπησε/της επιτέθηκε/την εκφόβισε κάτι θα έκανε”, απηχούν αντιληπτικές αλλοιώσεις για τους ρόλους των δύο φύλων με ισχυρή προϊστορία, επιτιμητικές και υποτιμητικές για την γυναίκα που καθίσταται θύμα βίαιου εγκλήματος. Τον τελευταίο μισό αιώνα, η φεμινιστική εγκληματολογία έχει κατορθώσει να αναδείξει και αποδείξει ότι αντιλήψεις τέτοιου τύπου συνιστούν σκληρό κατάλοιπο πατριαρχικών κοινωνικών δομήσεων και πρότυπα ερμηνευτικών απλοποιήσεων που συμβάλλουν στην συντήρηση των σχέσεων εξουσίας μέσα στους κοινωνικούς κόλπους» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου.
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Γ. Παπαϊωάννου: «Ακόμη και σε υποθέσεις βιασμού, η κοινωνική κριτική αδυνατεί να συλλάβει την οντολογία της βίας και ξεκινά την απόπειρα ερμηνείας του φαινομένου αστοιχείωτα, από τη συμπεριφορά του θύματος. Η τάση αυτή, η οποία διεθνώς ονομάστηκε “victim blaming” έχει μελετηθεί επιστημονικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν, μεταξύ άλλων ο Δρ. M.J. Lerner, καθηγητής στο τμήμα Συμπεριφορικών Επιστημών του Κεντάκι των Η.Π.Α. διατύπωσε τη θέση ότι η το να διερευνά κανείς το “σε τι συνέβαλε το θύμα στο πάθημά του”, απηχεί την αντίληψη ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου οι πράξεις έχουν προβλέψιμες συνέπειες και οι άνθρωποι μπορούν να ελέγξουν αυτό που θα τους συμβεί. Με απλά λόγια, η αντίληψη αυτή υφίσταται και επιζεί γιατί δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που βλάπτουν άλλους ανθρώπους εσκεμμένα.
Μισόν και πλέον αιώνα μετά, με τα εγκλήματα έμφυλης βίας να αποτελούν παγκοσμίως μια ζοφερή πραγματικότητα που εκκινεί από το διαδεδομένο της ενδοοικογενειακής βίας και εκτείνεται ως την ανθρωποκτονία, το victim blaming αποτελεί πλέον παράγοντα διαμόρφωσης μιας νοοτροπίας κατά την οποία το έγκλημα ενσκήπτει ως “φυσικό φαινόμενο”. Είτε όμως καταφεύγουμε σ’ αυτήν ενστικτωδώς για να μπορούμε να αποστασιοποιούμαστε από την δυσεξήγητη και οχληρή για το μέσο μυαλό φύση της βίας, είτε την διατηρούμε ως σωβινιστική προκατάληψη, το victim blaming έχει ως κύρια αντανάκλαση το να μην ανατομούμε και να μην αποτιμούμε την κοινωνικά ζημιογόνο δράση του θύτη. Κάτι στείρο, αντικοινωνικό και εν τέλει ανεύθυνο».
«Ο βαθμός αυτής της ανευθυνότητας και οι προεκτάσεις της γίνονται ιδιαίτερα αισθητές αν επιχειρήσουμε να διακρίνουμε το πώς το victim blaming λειτουργεί στο δεύτερο επίπεδο, σε επίπεδο εφαρμογής του νόμου, το πώς δηλαδή διατρέχει τη νοοτροπία του θεσμικού δικτύου των τηρητών και των εφαρμοστών του νόμου. Συχνότατα δυστυχώς, σε επίπεδο δικανικής πραγματικότητας, η κακοποιούμενη γυναίκα θεωρείται ότι “υπερβάλλει” και ότι «πρέπει να τα βρει» με τον σύζυγό της. Το κακοποιούμενο παιδί ότι “φαντάστηκε” την κακοποίησή του ή ότι “του την υπέβαλαν ως εικόνα οι ενήλικες”. Η λογική αυτή εκτείνεται μάλιστα και στην ερμηνεία συμπεριφορών που δεν ενέχουν σωματική, αλλά ρηματική μόνο βία, απειλή, χρόνιο ή συστηματικό εκφοβισμό» τονίζει ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου.
«Το victim blaming υφέρπει ιδίως σε απαλλακτικά βουλεύματα και αθωωτικές αποφάσεις υπέρ κατηγορουμένων για εγκλήματα περί την γενετήσια ελευθερία, οι οποίες για να επενδύσουν την σε βάρος του θύματος προκατάληψη των αρμοδίων, καταλήγουν σε αντιεπιστημονικές ως και τερατόμορφες αιτιολογίες. Το αποκρουστικό σόφισμα ”τώρα το θυμήθηκε;” αναδεικνύεται σε διαβρωτικό υπερκανόνα δικαίου» προσθέτει.
«Έτσι, ο σκοτεινός αριθμός των εγκλημάτων βίας παραμένει υψηλός, το θύμα χάνει την εμπιστοσύνη του στη δικαιοδοτική διαδικασία και οι αφανείς ή μελλοντικοί δράστες αποκτούν τεχνογνωσία για το πώς θα χειριστούν τη δικαιοσύνη, ποντάροντας στον διαρκή ηθικό διασυρμό του θύματος, στον οποίο τα media συνήθως μετέχουν για λόγους επιστημονικής άγνοιας και αγοραίας αμετροέπειας Το θύμα, συχνότατα η γυναίκα – θύμα, φθάνει συχνά εξουθενωμένη προ της τελικής δικαστικής κρίσης, προτιμώντας πολλές φορές να παύσει η παρατεταμένη θυματοποίησή του και από το να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος» εξηγεί.
«Το victim blaming γίνεται έτσι ένα βασικό συστατικό του ιδιαίτερα επίπονου και νοσηρού συμπτώματος της δευτερογενούς θυματοποίησης των καταγγελλόντων – θυμάτων, ιδίως όταν η καταγγελία αφορά αδικήματα περί την γενετήσια ελευθερία» σημειώνει ο ποινικολόγος και διδάκτωρ Εγκληματολογίας Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου και κλείνοντας τονίζει πως «η δίκαιη δικαστική κρίση, αίτημα και δικαίωμα καθενός πολίτη σε μια ευνομούμενη πολιτεία, ξεκινά από την εκρίζωση και πάντως την αποδυνάμωση των κοινωνικών ιδεοληψιών, με εργαλείο, αν όχι όπλο, την επιστήμη».
Γιατί ο βιασμός είναι το έγκλημα που φτάνει στα δικαστήρια πιο δύσκολα από τα υπόλοιπα
«Ο βιασμός είναι το έγκλημα που φτάνει λιγότερο στα δικαστήρια από οποιοδήποτε άλλο, ου κουκουλώνεται, που κλείνουν τα στόματα από ντροπή γιατί υπάρχει η πεποίθηση ότι “τα ήθελε”, “έχει ευθύνη”, “πώς ντύθηκε έτσι”, “προκαλεί” λόγια που τα ακούμε συνέχεια» αναφέρει στο Newsbeast η κλινική ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια, διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Αθηνών Άννα Κανδαράκη.
«Έχω γυναίκες που τους πήρε χρόνια θεραπείας για να μιλήσουν για αυτό το βαθύ τραύμα φοβούμενες ακόμα και τη δίκη μου αντίδραση. Τις περισσότερες φορές μάλιστα μπορεί να είχαν τολμήσει να το μοιραστούν με τη μητέρα ή κάποιο δικό τους πρόσωπο και τις απέτρεψε να κινηθούν δικαστικά “γιατί θα μπλέξουν” ή “θα πρέπει να το ξαναζήσουν όλο από την αρχή”… “γιατί πολύ απλά τι θα πει ο κόσμος” και “πώς θα κυκλοφορεί ο πατέρας σου μετά στη γειτονιά”» τονίζει η αριστούχος Paris V της Σορβόνης Άννα Κανδαράκη.
«Μέχρι και σήμερα ακούγονται απόψεις για το πώς μια γυναίκα βρέθηκε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με τρεις άντρες, αν ήταν με τη θέληση της. Aν έχει και εκείνη ευθύνη. Πέφτουμε στην παγίδα να πείσουμε με ένα απολογητικό τρόπο ότι η γυναίκα η κάθε γυναίκα δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί, παραπλανήθηκε ή ήταν σε κατάσταση μέθης. Αυτή η στάση όμως, χωρίς να το καταλαβαίνουμε ενισχύει τη ριζωμένη πεποίθηση ότι το θύμα είναι συνένοχο. Ας κρατήσουμε το ουσιαστικό: “Mια γυναίκα και ένας άνδρας, έχει δικαίωμα ακόμα και να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο ακόμα ακόμα και στο ίδιο κρεβάτι με έναν άλλο άνθρωπο και να μην επιθυμεί ερωτική επαφή μαζί του”» υπογραμμίζει η Άννα Κανδαράκη.
«Η σεξουαλική πράξη οφείλει να είναι αμοιβαία επιθυμία και των δύο. Ούτε καθήκον ούτε υποχρέωση. Αμοιβαία επιθυμία. Και είναι η ίδια αυτή πράξη που αποτελεί την κορύφωση της ισότητας. Και το σημειώνω αυτό γιατί υπάρχει βιασμός και μέσα στο γάμο με την πρόφαση του “συζυγικού καθήκοντος”» συμπληρώνει η κλινική ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια.
«Έχουμε τόσο βαθιά ριζωμένα εμφύλα στερεότυπα που γεννιούνται ήδη μέσα στις παιδικές κούνιες. Για τα “προσόντα” του αγοριού, για το πώς ένα κορίτσι δεν θα πρέπει να προκαλεί με τα ρούχα του, με την εμφάνισή του» εξηγεί.
«Μεγαλώνουμε με εικόνες και ακούσματα ότι ένας άνδρας είναι λογικό και θεμιτό να έχει πολλές σεξουαλικές εμπειρίες ενώ μια γυναίκα είναι μεμπτό και ανήθικο, ότι η γυναίκα είναι για μέσα στο σπίτι και ο άνδρας έχει δικαίωμα να γυρίζει έξω να δοκιμάζει και να “ξεσκάει”. Είναι υποχρέωση και ευθύνη όλων μας, και κυρίως των γονιών να κατανοήσουν ότι η έμφυλη βία θα ξεκινήσει να σπάει όταν εκπαιδευτούν τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, γιοί και κόρες μέσα σε αμοιβαίο σεβασμό πρώτα απ’ όλα στο συντροφικό ζευγάρι. Το πώς απευθύνεται ο πατέρας στη γυναίκα του και το ανάποδο. Το πώς στέκεται το συντροφικό ζευγάρι καθορίζει και την αυριανή στάση και τον τρόπο που θα συσχετιστούν τα παιδιά τους στην ενήλικη ζωή τους» αναφέρει κλείνοντας η Άννα Κανδαράκη.