Σημαντική αύξηση παρουσιάζει ο αριθμός των πρόωρων τοκετών τα τελευταία 20 χρόνια, με κυριότερη αιτία την αύξηση των κυήσεων με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ενώ από την άλλη πλευρά παρατηρείται σοβαρό έλλειμμα ενημέρωσης για τους παράγοντες κινδύνου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το ποσοστό επιπολασμού της πρόωρης γέννησης στην Ευρώπη κυμαίνεται από 5,9% (Σουηδία) έως 11,4% (Αυστρία), που σημαίνει ότι περίπου μισό εκατομμύριο μωρά γεννιούνται πρόωρα στην Ευρώπη.
Αυτά ανέφεραν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Προωρότητας (17 Νοεμβρίου), η Ελένη Βαβουράκη, πρόεδρος της ΜΚΟ για τα πρόωρα νεογνά «Ηλιτόμηνον» και οι Μαργαρίτα Τζάκη, διευθύντρια Νεογνολογικού στο Μαιευτήριο «Έλενα Βενιζέλου» και Αντωνία Χαρίτου, Παιδίατρος-Νεογνολόγος-Εντατικολόγος, μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Η πρόωρη γέννηση – η γέννηση δηλαδή ενός μωρού νωρίτερα από 37 εβδομάδες κύησης – είναι η μόνη σημαντική αιτία που σχετίζεται με την παιδική θνησιμότητα και νοσηρότητα, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, η οποία όμως συχνά μπορεί να προληφθεί, επισημαίνουν οι επιστήμονες, προσθέτοντας ότι η πρόωρη γέννηση είναι παγκοσμίως η κυριότερη αιτία θανάτου στα νεογνά (βρέφη κατά τις πρώτες 4 εβδομάδες ζωής) και αποτελεί την αιτία περισσότερων από ένα εκατομμύριο θανάτων ετησίως. Οι επιπλοκές της πρόωρης γέννησης αποτελούν τη δεύτερη συχνότερη αιτία θανάτου μετά την πνευμονία σε παιδιά κάτω των 5 ετών.
Η ακριβής αιτία του πρόωρου τοκετού παραμένει άγνωστη περίπου για το 50% των περιπτώσεων. Ωστόσο, έχουν ταυτοποιηθεί ένας αριθμός παραγόντων κινδύνου οι οποίοι είναι πιθανό να αυξήσουν τις πιθανότητες πρόωρου τοκετού. Ο τρόπος ζωής (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, χρήση ουσιών, υψηλό στρες και πολύωρη εργασία, κακή προγεννητική φροντίδα), η σωματική υγεία της μητέρας (λοιμώξεις ουροποιογεννητικού, υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, διαταραχές πήξης του αίματος κάτω του φυσιολογικού σωματικό βάρος, παχυσαρκία, πολύδυμη κύηση), δημογραφικοί παράγοντες (ηλικία κάτω των 17 ή άνω των 35, χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο), ευθύνονται για πρόωρους τοκετούς.
Τα πρόωρα βρέφη, σύμφωνα με τους επιστήμονες, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας.
Τα μετρίως έως όψιμα πρόωρα βρέφη που δεν παρουσιάζουν επιπλοκές δέχονται φροντίδα μαζί με τις μητέρες τους στους θαλάμους που μεταφέρονται μετά τη γέννηση ή στο σπίτι, αλλά τα βρέφη κάτω των 32 εβδομάδων κύησης διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν επιπλοκές και συνήθως χρειάζονται νοσηλεία ή εντατική φροντίδα. Σύμφωνα με την Αντωνία Χαρίτου, αυτή τη στιγμή ποσοστό περίπου 20% από το σύνολο των τοκετών νοσηλεύονται στις μονάδες εντατικής νοσηλείας νεογνών, δηλαδή 20.000 περίπου νεογνά, και από αυτά 8 -10% αφορούν πρόωρα.
Στην Αθήνα υπάρχουν 7 μονάδες νοσηλείας πρόωρων νεογνών σε δημόσια νοσοκομεία και 5 μονάδες σε ιδιωτικά μαιευτήρια. Στην υπόλοιπη Ελλάδα υπάρχουν 2 ιδιωτικά και 10 δημόσια μαιευτήρια, ενώ στη νησιωτική Ελλάδα δεν υπάρχει καμία μονάδα εντατικής νοσηλείας, είπε η κ. Χαρίτου.
Σύμφωνα με την κ. Βαβουράκη, παρατηρείται σοβαρό έλλειμμα ενημέρωσης προς τους γονείς για τους παράγοντες κινδύνου, τα προειδοποιητικά σημεία ή τις αλλαγές του τρόπου ζωής τους, ώστε να προλάβουν ένα πρόωρο τοκετό. Λίγες χώρες, ανέφερε η κ. Βαβουράκη, προσφέρουν καθοδήγηση και προσανατολισμό στους γονείς, και από την Ευρώπη μόνο δύο, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν στοχευμένη εθνική πολιτική για την υγεία νεογνών.
Στην Ελλάδα, από τη στιγμή που έρχεται στη ζωή ένα πρόωρο νεογνό «αρχίζει ένας αγώνας γεμάτος εμπόδια, που ξεκινά από τα Νεογνολογικά Τμήματα και συνεχίζεται στο σπίτι» επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου.
«Κάθε νέος γονιός αισθάνεται μεγάλη ανασφάλεια σχετικά με τον πρόωρο τοκετό καθώς είναι ένα θέμα άγνωστο προς αυτόν. Είναι απαραίτητη λοιπόν, η υπεύθυνη ενημέρωση από ειδικούς, με το ξεκίνημα της κύησης, έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι περιπτώσεις όπου ένα μωρό θα γεννηθεί πρόωρα» σημείωσε ο Μιχάλης Σιάχος, πατέρας παιδιού που γεννήθηκε πρόωρα.
Σύμφωνα με στοιχεία, το 52% των γονιών με πρόωρα νεογνά αναφέρουν ότι οι επιπλέον πληροφορίες που θα ήθελαν να λαμβάνουν κατά την έξοδό τους από το νοσοκομείο, σχετίζονται περισσότερο με την ιατρική φροντίδα του πρόωρου μωρού και τη συναισθηματική και ψυχολογική στήριξη, παρά με πληροφορίες σχετικές με οικονομικές επιπτώσεις, το πλήθος των μετέπειτα επισκέψεων στον γιατρό και τους κινδύνους σχετικά με τον πρόωρο τοκετό. Περίπου το 60% των γονιών με πρόωρα νιώθουν ότι οι πληροφορίες που τους έδωσε το προσωπικό μετά τη γέννηση του μωρού ήταν ελλιπείς.