Ένας καλοσυνάτος χωρικός πάει για ψώνια στο χωριό, αλλά χαλάει το αυτοκίνητό του και αναγκάζεται να το πάει για επισκευή στο συνεργείο της περιοχής. Όμως επειδή το αυτοκίνητο δεν μπορεί να επισκευαστεί την ίδια μέρα, αποφασίζει να γυρίσει σπίτι του με τα πόδια.
Το βασικό πρόβλημά του είναι πώς θα κουβαλήσει τα πράγματα που αγόρασε, δηλαδή 10 κιλά μπογιά, έναν άδειο κουβά, δύο κότες και μια χήνα. Ενώ προβληματίζεται, τον πλησιάζει μια γριούλα που όπως φαίνεται έχει χαθεί…
– Μήπως μπορείτε να μου πείτε πώς θα πάω στο τάδε μέρος του χωριού; Ρωτάει εκείνη.
– Βέβαια, το αγρόκτημά μου είναι εκεί κοντά, ελάτε μαζί μου. Το πρόβλημα μου όμως είναι πώς θα κουβαλήσω τα ψώνια μου, απαντά εκείνος.
– Απλούστατο, λέει η γριούλα. Βάλτε το κουτί της μπογιάς μέσα στον άδειο κουβά και πιάστε τον με το ένα χέρι! Πιάστε τη χήνα με το άλλο χέρι και βάλτε από μία κότα σε κάθε μασχάλη!
Ο χωρικός εντυπωσιάστηκε, την ευχαρίστησε για την ιδέα και συνέχισαν μαζί. Σε κάποια στιγμή, ο χωρικός πρότεινε να κόψουν δρόμο. Οπότε η γιαγιά του λέει:
– Α όχι, από εκεί είναι ερημιά. Ποιος με διαβεβαιώνει ότι καθ’ οδόν δεν θα με στριμώξετε, κι αφού μου σηκώσετε το φουστάνι, θα μου κάνετε ένας Θεός ξέρει τι…
Ο χωρικός χωρίς να θέλει να την προσβάλλει της απαντάει:
– Ήμαρτον Θεέ μου, πώς θα μπορούσα να σας κάνω κάτι τέτοιο, αφού μεταφέρω 10 κιλά μπογιά, δύο κότες, μια χήνα; Θα χάσω τα πτηνά μου…
– Απλούστατο, απαντά εκείνη. Θα ακουμπήσετε κάτω τη χήνα, θα την καλύψετε με τον άδειο κουβά, θα βάλετε από πάνω το κουτί της μπογιάς και εγώ θα κρατάω τις κότες!