Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, πήγαν όλα τα παιδιά του νηπιαγωγείου δώρα στην δασκάλα τους.
Τα πρώτα παιδιά που σηκώθηκαν κρατούσαν από ένα κουτί το καθένα και πλησίασαν ένα-ένα για να της τα προσφέρουν.
Το πρώτο δωράκι ήταν από την κόρη του φούρναρη.
Η δασκάλα το κούνησε και είπε:
«Νομίζω ότι ξέρω τι είναι μέσα! Έχει κουλουράκια!»
«Μπράβο, είστε φοβερή!» απάντησε το κοριτσάκι.
Το δεύτερο δώρο ήταν από τον γιο του ζαχαροπλάστη.
Το ανασήκωσε λίγο η δασκάλα, το κούνησε απαλά και είπε:
«Χμ νομίζω πως κατάλαβα τι έχει μέσα. Είναι γλυκά!»
«Ναι, μα όλα τα βρίσκετε;» απάντησε το αγόρι ενθουσιασμένο.
«Ε, μάλλον είμαι πολύ τυχερή! είπε η δασκάλα.
Μετά από λίγο ήρθε η σειρά του Μπόμπου.
Προσέφερε το δώρο του στη δασκάλα αλλά εκείνη ήταν κάπως διστακτική μαζί του, παρόλο που ήξερε ότι ο μπαμπάς του δουλεύει σε κάβα.
Σήκωσε πάλι το κουτί ψηλά, και κάτι άρχισε να στάζει…
Δοκίμασε η δασκάλα μία σταγόνα και του είπε:
«Μμμ μήπως είναι κρασί;» ρώτησε τον Μπόμπο.
«Όχι, δεν το βρήκατε αυτή τη φορά» είπε ο Μπόμπος.
Η δασκάλα επειδή δεν του είχε εμπιστοσύνη, δοκίμασε άλλη μια σταγόνα, πιστεύοντας ότι το δώρο του είναι κάτι από την κάβα.
«Μήπως είναι βότκα;» ρώτησε ξανά.
«Όχι, πάλι πέσατε έξω!»
Δοκίμασε μία τελευταία σταγόνα και του είπε:
«Ας το πάρει το ποτάμι, δεν το βρίσκω με τίποτα.»
Ο Μπόμπος χαμογέλασε που για ακόμα μια φορά ξεγέλασε την δασκάλα του κι εκείνη τον ξαναρώτησε:
«Μπορείς να μου πεις επιτέλους τι είναι;»
Κι εκείνος της απάντησε:
«Είναι ένα κουταβάκι!»