Μπαίνοντας στη Σχολή Καλών Τεχνών, αυτό που κανείς οσμίζεται στην ατμόσφαιρα είναι ένας αέρας ελευθερίας. Στα εργαστήρια της σχολής, οι φοιτητές βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση, καθώς η ίδια τους η τέχνη τους υποχρεώνει να… αποφεύγουν την καθιστική ζωή.
Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης – Φωτογραφίες : Γιάννης Κέμμος
Σε ένα από τα εργαστήρια της ΑΣΚΤ, όπως είναι τα αρχικά της, συναντήσαμε ένα μοντέλο. Η Βασιλική Αντώναρου, ποζάρει μπροστά στα τελάρα των φοιτητών. Άλλοτε γυμνή, άλλοτε όχι. Δεν φοβάται να εκθέσει και να εκτεθεί. Μπροστά στα μάτια των περίπου έξι ζωγράφων που καλούνται να διαγράψουν κάθε λεπτομέρεια του κορμιού της, και να τις μεταφέρουν στον καμβά. Όλα συμβαίνουν με μαθηματική ευλάβεια, υπό τις οδηγίες του καθηγητή, Γιάννη Κονταράτου.
Η διαδρομή της ξεκίνησε από τις Σέρρες. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη, όπου δούλεψε ως τεχνικός φαρμάκων -το πρώτο της πτυχίο- για να αποφασίσει τελικά ότι το «περίγραμμά» της ταίριαζε με εκείνο της τέχνης.
Τελικός της προορισμός η Αθήνα. Κάνοντας την προσωπική της επανάσταση εντάχθηκε στη σχολή θεάτρου Βεάκη. Παράλληλα αφιερώνει λίγες ώρες της ημέρας, εργαζόμενη ως μοντέλο στην Καλών Τεχνών, για να μπορεί να συμπληρώνει το εισόδημά της.
Το newsbeast.gr τή συνάντησε, κι εκείνη με τη σειρά της μας υποδέχτηκε, περιγράφοντας την εμπειρία ενός μοντέλου διαφορετικού από αυτά που ίσως οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας.
– Βασιλική πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το επάγγελμα του μοντέλου στη Σχολή Καλών Τεχνών;
«Ως επάγγελμα δεν είναι ευρέως διαδεδομένο. Το συνάντησα κι εγώ στο δικό μου κύκλο, καθότι σπουδάζω στη δραματική σχολή Βεάκη.
Επέλεξα το συγκεκριμένο επάγγελμα κυρίως για βιοποριστικούς λόγους. Η σχολή θεάτρου, την οποία παρακολουθώ, απαιτεί γύρω στις 10 ώρες παρουσίας καθημερινά. Επομένως έπρεπε να αναζητήσω μία δουλειά, που θα με απασχολούσε λίγες ώρες την ημέρα. Στόχος ήταν να αποκομίσω κάποια έσοδα για να μπορέσω να τελειώσω τη σχολή μου. Βλέποντας τη σχετική προκήρυξη έστειλα τα χαρτιά μου».
– Δεν απαιτούνται ορισμένα ειδικά προσόντα;
«Αυτό που ζητάνε περισσότερο είναι απλούς καθημερινούς ανθρώπους. Μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών μπορεί να γίνει ο καθένας από εμάς. Εγώ, εσύ, κάποιος άλλος».
– Ίσως πολλοί να νομίζουν ότι τα μοντέλα της καλών τεχνών, προέρχονται από πρακτορείο μοντέλων, έχουν αψεγάδιαστες αναλογίες, και δίμετρα πόδια…
«Η εντύπωση που δίνεται για επαγγέλματα των τεχνών είναι πολύ διαφορετική από αυτό που συμβαίνει μέσα στην καθημερινότητα τους. Μπορεί κάποιοι να ακούν μοντέλο και να νομίζουν ότι η δουλειά του είναι αυτό που περιέγραψες προηγουμένως. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι έτσι. Το μοντέλο σε αυτή την περίπτωση πρέπει να είναι ακίνητο. Ό,τι πόζα και αν σου ζητήσουν οι καθηγητές ως άσκηση, απαιτεί ηρεμία, πειθαρχία και απόλυτη συγκέντρωση για να μπορούν και οι φοιτητές να δουλέψουν με την ίδια ηρεμία».
– Πρόκειται δηλαδή για μία σχέση αμφίδρομη; Αν για παράδειγμα έχεις τσακωθεί με κάποιον πριν να έρθεις εδώ, αυτό το περνάς και στους ζωγράφους – φοιτητές που έχεις απέναντί σου;
«Έτσι ακριβώς είναι. Βγαίνει πάρα πολύ και το καταλαβαίνουν. Η ηρεμία είναι απαραίτητη».
– Πόσο καιρό ασχολείσαι με το συγκεκριμένο επάγγελμα;
«Φέτος είναι η δεύτερη χρονιά που το κάνω. Είμαι η νεότερη τόσο ηλικιακά, όσο και από πλευράς εμπειρίας στο συγκεκριμένο χώρο».
– Ένιωθες λίγο άβολα στην αρχή δεδομένου ότι το γυμνό είναι μία μορφή έκθεσης;
«Την ίδια ερώτηση μου κάνουν οι γνωστοί αλλά και οι φίλοι μου. Όταν πρωτοήρθα στη σχολή δεν έμεινα χωρίς ρούχα από την πρώτη στιγμή. Αρχικά πόζαρα με τα ρούχα και μάλιστα για αρκετούς μήνες. Είμαι τυχερή ως προς αυτό γιατί ήξεραν και οι καθηγητές ότι είμαι νέα και άπειρη σε όλο αυτό. Έτσι με βοήθησαν κι εκείνοι από την πλευρά τους.
Όλα όμως γίνονται πολύ επαγγελματικά. Κανένας φοιτητής δεν μπορεί να σε δει διαφορετικά σε καμία περίπτωση. Αυτό που βλέπουν είναι το αντικείμενο της δουλειάς τους και τίποτα περισσότερο».
– Θες να μου πεις δηλαδή ότι και μία κούκλα άψυχη να είχαν μπροστά τους, θα ήταν ακριβώς το ίδιο;
«Όχι. Δεν είναι το ίδιο. Στην προκειμένη περίπτωση έχουν έναν ζωντανό οργανισμό να αντιμετωπίσουν. Δεν θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε ένα ανθρώπινο σώμα με μία κούκλα».
– Τι ήταν αυτό που σε δυσκόλεψε περισσότερο να το συνηθίσεις;
«Δεν μπορώ να πω ότι με δυσκόλεψε κάτι ιδιαίτερα. Άλλωστε η επαφή μου με το θέατρο με βοήθησε αρκετά να εξοικειωθώ περισσότερο με αυτό που κάνω εδώ».
– Είναι ένας τρόπος εκτόνωσης από κάποια πράγματα αυτό που κάνεις; Ρωτάω γιατί δεν δείχνεις να το αντιμετωπίζεις με τη ματιά ενός ψυχρού επαγγελματία.
«Σε κάθε επάγγελμα βλέπω κάτι ξεχωριστό και αυτό που χαρακτηρίζει την κάθε δουλειά. Ένας άνθρωπος που θέλει να κάνει καλά τη δουλειά του και να διευκολύνει αυτούς με τους οποίους συνεργάζεται, το κάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κι αυτός μόνο ψυχρός δεν μπορεί να είναι».
– Υπήρξαν φορές που συνάντησες ασυνήθιστες αντιδράσεις ή ερωτήσεις που σε έφεραν σε δύσκολη θέση;
«Στην πιο άβολη θέση μπορούν να σε φέρουν οι άνθρωποι -άθελά τους βέβαια-, οι οποίοι βρίσκονται εκτός χώρου. Κυρίως άτομα, που κάνουν μία συμβατική, καθημερινή δουλειά -αν μπορώ να το πω έτσι- και δεν καταλαβαίνουν με τι ακριβώς ασχολούμαι. Κι αυτό γιατί έχουν την εμπειρία ενός διαφορετικού εργασιακού περιβάλλοντος».
– Σε βοήθησε η ενασχόλησή σου με το θέατρο να «λυθείς» περισσότερο ως μοντέλο στην Καλών Τεχνών;
«Οπωσδήποτε. Θα πρέπει όμως να σας πω ότι οι ζωγράφοι εκπέμπουν πραότητα. Αυτό που κάνουν είναι πολύ προσωπικό και όχι τόσο ομαδικό. Αυτή τους η ηρεμία με βοήθησε πάρα πολύ. Έρχομαι εδώ και ηρεμώ. Τα πάντα εξαρτώνται από την προσαρμογή και από τους ανθρώπους που συνεργάζομαι. Η σχέση υπάρχει. Και υπάρχει και από τις δύο πλευρές».
– Θα συνέχιζες να είσαι μοντέλο ακόμα και ολοκληρώνοντας τις σπουδές σου στο θέατρο;
«Ναι. Έχοντας δει πως είναι, γνωρίζοντας το χώρο και τους ανθρώπους, θα ήθελα να συνεχίσω μέχρι τη στιγμή που θα προκύψει κάτι άλλο επαγγελματικά. Λόγω της κατάστασης που επικρατεί αυτή τη στιγμή όμως, είναι δύσκολο να βρίσκεται κάποιος σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον στην Ελλάδα και να αμείβεται.
Με ενδιαφέρει το θέατρο, παρά τις δυσκολίες που μπορεί να κρύβει σε οικονομικό επίπεδο. Πιστεύω επίσης ότι ο κόσμος, ο οποίος βάλλεται από όλη αυτή την κατάσταση που επικρατεί χρειάζεται την τέχνη στη ζωή του. Αρκεί να του δώσουμε το έναυσμα να καταλάβει και να ξεπεράσει την ψυχρή λογική».
– Έχοντας μεγαλώσει σε μία επαρχιακή πόλη, πόσο εύκολο ήταν αυτή η κλειστή κοινωνία να δεχτεί την καριέρα που επέλεξες να ακολουθήσεις;
«Μία από τις βασικότερες δυσκολίες που αντιμετώπισα είχε σχέση κυρίως με το οικογενειακό μου περιβάλλον. Ήταν δύσκολο να αποδεχτούν οι δικοί μου αυτό που κάνω. Έπρεπε να κάνω μία μεγάλη επανάσταση για να μπορέσω να υλοποιήσω τις επιθυμίες μου. Προηγήθηκαν πολλές συγκρούσεις και αρκετά δύσκολα γεγονότα. Όλα τα πράγματα όμως θέλουν το χρόνο τους. Όταν επιμείνει ένας άνθρωπος στα “θέλω” του, με κάποιον μαγικό τρόπο έρχονται όπως τα έχει στο μυαλό του. Όλο αυτό όμως προϋποθέτει χρόνο και υπομονή.
Ποτέ δεν ξέρουμε πόσο χρόνο χρειάζεται κι αυτό είναι ωραίο. Αρκεί να αφεθούμε. Μετά την επανάσταση μου ωστόσο, βρήκα τη στήριξη που χρειαζόμουν από την οικογένειά μου. Οι οικογένειες γι’ αυτό είναι άλλωστε, όταν είναι καλές οικογένειες. Μην ξεχνάς ότι πάντα οι αλλαγές για τον άνθρωπο είναι δύσκολες. Κανείς δεν βολεύεται στο να ξεσυνηθίζει. Ακόμα και ο πιο ανοιχτόμυαλος άνθρωπος χρειάζεται το χρόνο του».
– Πόσο εύκολη είναι για ‘σένα η ζωή στην Αθήνα; Σε ρωτάω γιατί πολλές φορές ως Αθηναίος βρίζω την πόλη μου…
«Περίεργη η ερώτηση. Ωστόσο θα σου πω ότι δεν τα βρήκα δύσκολα, ερχόμενη εδώ. Ζούσα και στη Θεσσαλονίκη πριν έρθω εδώ, επομένως συνήθισα στους ρυθμούς μίας μεγάλης πόλης.
Αυτό που θα σου πω είναι ότι μου αρέσει η Αθήνα. Μ’ αρέσει επίσης αυτό που θα μπορούσε να γίνει στην Αθήνα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αισθητές διαφορές ανάμεσα στους Βορειοελλαδίτες και τους Αθηναίους.
Η μόνη δυσκολία που συνάντησα είναι ότι δεν μπορούσα να φανταστώ πώς ζούσατε πριν τη δημιουργία του μετρό στην πόλη».
– Κι όμως πίστεψέ με, ίσως να ζούσαμε και πολύ καλύτερα!
«Ναι, ε; Ίσως να είναι κι έτσι. Η διαφορά όμως, για να συνεχίσω αυτό που σου έλεγα, έχει να κάνει με τις συνήθειες της Βόρειας Ελλάδας με την Αθήνα. Εμείς πάνω είχαμε μία πιο μικρή σε έκταση περιοχή για να κινηθούμε. Και συναντάω διαφορές ως προς το πόσο ανοιχτοί είναι κάποιοι άνθρωποι εδώ σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη ή τις Σέρρες. Από τη διασκέδαση έως και τον τρόπο που γελάμε. Εμείς για παράδειγμα θα γελάσουμε δυνατά!».
– Το πρόσεξα όταν δώσαμε τα χέρια και συστηθήκαμε. Από το χαμόγελό σου!
(Γελάει). «Η δική μου εμπειρία καταγράφει ότι έχω συναντήσει πολύ καλούς ανθρώπους. Που σε κοιτάζουν με χαρά όταν τους λες ότι είσαι από τη Βόρεια Ελλάδα».
– Η σχέση σου με τους φοιτητές εδώ ποια είναι; Υπάρχει κοινή ζωή μαζί τους, παρέα ίσως και εκτός Καλών Τεχνών;
«Σε κάποιες εκθέσεις που κάνουν οι καθηγητές θα ήθελα να μπορούσα να τους γνωρίσω καλύτερα. Ο χρόνος όμως είναι πολύ περιορισμένος. Φεύγω από εδώ και τρέχω για να προλάβω τα μαθήματα στη σχολή μου, όπου πρέπει να βρίσκομαι έως αργά το βράδυ».
– Σε τρομάζει το μετά; Όταν θα τελειώσεις τη σχολή σου και θα μπεις στη ζούγκλα που λέγεται αγορά εργασίας;
«Δεν μπορώ να πω ότι με τρομάζει. Γνωρίζω τη θα πει δουλειά γιατί δουλεύω ήδη από τα 17 μου. Πιστεύω ότι το μετά θα είναι μία καλή ευκαιρία να απελευθερωθώ από ένα βαρύ πρόγραμμα, το οποίο με περιορίζει από έναν κύκλο γνωριμιών που θα ήθελα να έχω. Δεν έχω καθόλου χρόνο για να αναπτύξω μία ανθρώπινη επαφή, πέρα από τα απολύτως τυπικά μέσα στο πλαίσιο της δουλειάς μου».
– Πόσο σημαντικές είναι οι γνωριμίες στο θέατρο;
«Όσο σημαντικό είναι σε κάθε δουλειά. Ακόμα και μανάβης να είναι κάποιος, αν δεν γνωρίζει τον πελάτη ή την πελάτισσα, πώς προτιμάει τα μήλα και τις ντομάτες, υπάρχει πρόβλημα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν πρέπει δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση στο θέατρο επειδή ανήκει στο χώρο του θεάματος, από επαγγέλματα πολύ πιο απαιτητικά και δύσκολα. Η ζωή στο θέατρο μόνο λάμψη δεν έχει όπως κάποιοι νομίζουν».
– Γιατί δεν πήγες να δουλέψεις σε μία καφετέρια ή γραμματέας σε κάποια εταιρεία για λίγες ώρες την ημέρα, συμπληρώνοντας το εισόδημά σου;
«Ήταν η καλλιτεχνική φύση της δουλειάς μου που με ώθησε να γίνω μοντέλο της Καλών Τεχνών. Έχω τελειώσει τεχνικός φαρμάκων και για αρκετά χρόνια δούλευα σε φαρμακείο. Είναι διαφορετικό να φεύγω από μία στείρα καθημερινότητα και να μπαίνω στο χώρο της τέχνης και διαφορετικό να φεύγω από την τέχνη και να μπαίνω πάλι στην τέχνη, στο θέατρο.
Μ’ αρέσει εδώ. Είναι άλλος ο βαθμός ευκολίας στη μετάβαση. Όσο για το καφέ που με ρώτησες, δεν έχω δουλέψει ποτέ νύχτα. Είναι από τις πιο δύσκολες δουλειές που μπορώ να φανταστώ».
– Σ’ αρέσει η νύχτα ή σ’ αρέσει μόνο όταν έχει να κάνει με τη διασκέδαση;
«Μ’ αρέσει το φως της μέρας…»
– Συμφωνώ, σωστά τα λες (γέλια…)
Αμέσως μετά συναντήσαμε τον Γιάννη Κονταράτο, καθηγητή στο Η’ Τμήμα Ζωγραφικής της Καλών Τεχνών και ζωγράφο στο επάγγελμα. Ο ίδιος έχει την ευθύνη διδασκαλίας στα δύο πρώτα έτη, ενώ στο τρίτο και το τέταρτο έτος, υπεύθυνος είναι ο καθηγητής, Ζάφος Ξαγοράρης. Ο κύριος Κονταράτος μιλάει για τη δουλειά του και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα η κατεξοχήν σχολή εικαστικών και εφαρμοσμένων τεχνών της χώρας. Μιλάει για εποχές, όταν η Καλών Τεχνών στεγαζόταν στην Πατησίων και το Πολυτεχνείο και αναγκαζόταν να νοικιάζει καταστήματα στα πέριξ των Εξαρχείων -λόγω έλλειψης χώρου- για να στεγάζει τα μαθήματα της Καλών Τεχνών.
«Έπρεπε να φεύγω με τα πόδια και να κινούμαι μεταξύ Αριστοτέλους – Χέυδεν – στο μικρό Πολυτεχνείο – στην Πλατεία Αμερικής και πάει λέγοντας. Χρειαζόταν μηχανάκι για να μπορεί ένας καθηγητής να επιβλέπει όλα τα εργαστήρια της Σχολής».
Όλα αυτά έως και το 1993…
Τότε με πρωτοβουλίες του πρύτανη Νίκου Κεσσανλή, η ΑΣΚΤ μεταφέρθηκε στην οδό Πειραιώς 256, στα παλιά υφαντήρια Σικιαρίδη. Εκεί όπου βρίσκεται έως και αυτή τη στιγμή…
– Κύριε Κονταράτε μιλήστε μου λίγο για το μάθημά σας. Τι ακριβώς διδάσκονται οι φοιτητές στο δικό σας εργαστήριο;
«Ο τομέας ζωγραφικής είναι ο μεγαλύτερος της Σχολής με οκτώ διαφορετικά εργαστήρια. Τα παιδιά -κάτι που συμβαίνει στα περισσότερα εργαστήρια- ξεκινάνε κάνοντας μία μελέτη παρατήρησης, όπως είναι η άσκηση με το μοντέλο. Στη συνέχεια μπαίνουν σε πιο δημιουργικές διαδικασίες, κάνοντας συγκεκριμένες ασκήσεις με μεγαλύτερο εύρος επιλογών, και ανακαλύπτουν με ποιους καλλιτέχνες μπορούν να ταυτιστούν, αντλώντας επιρροές.
Μέσω τις τέχνης τους εκφράζουν και κάποιες τάσεις. Κοινωνικές, πολιτικές ή άλλες. Και σε κάθε περίπτωση παίζει το δικό της ρόλο η εποχή».
– Είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσει κάποιος τον σουρεαλισμό, τον ρεαλισμό ή κάποιο άλλο ρεύμα της ζωγραφικής;
«Όχι. Ούτως η άλλως βρισκόμαστε σε μία παγκόσμια εποχή, όπου δεν κυριαρχούν συγκεκριμένα ρεύματα. Τα ρεύματα στα οποία αναφέρεται κανείς ανήκουν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, επομένως μπορεί να επαναδιαπραγματευτεί στοιχεία που ανήκουν σε αυτά, θέτοντάς τα υπό μία νέα οπτική».
– Υπάρχει μάθημα σχετικό με το graffiti, καθότι πρόκειται πλέον για μία από τις πιο αναγνωρίσιμες και εξελισσόμενες μορφές ζωγραφικής;
«Όχι. Δεν υπάρχει ειδικό μάθημα σχετικό με αυτό. Το graffiti άλλωστε ξεκίνησε και ως ένα είδος τέχνης που βρίσκεται εκτός του θεσμού, ασχέτως αν στη συνέχεια εισέβαλε έως ένα βαθμό μέσα στο θεσμό.
Κυρίως εξαρτάται από το ενδιαφέρον κάποιων καθηγητών ή κάποιων σπουδαστών για το graffiti. Στο πρόγραμμα σπουδών περιλαμβάνεται το μάθημα κόμικ, επομένως όσοι επιθυμούν μπορούν να αντλήσουν ερεθίσματα από αυτό.
Αυτό που προσπαθούμε είναι να δώσουμε στους σπουδαστές είναι η δυνατότητα να διερευνήσουν διάφορες δυνατότητες γύρω από την τέχνη. Είτε δημιουργώντας έργα με βίντεο είτε με βάση άλλες τεχνικές. Όπως μία εγκατάσταση, η φωτογραφία ή οτιδήποτε άλλο που θα τους επιτρέψει να εντοπίσουν τι ακριβώς θέλουν να κάνουν.
Η βάση των μαθημάτων βρίσκεται κυρίως κοντά στην πραγματικότητα, όπως το μοντέλο στην προκειμένη περίπτωση».
– Πείτε μας λίγο για το μάθημα με το μοντέλο, ένα από τα βασικά μαθήματα της Καλών Τεχνών.
«Ειδικά η σχολή μας είχε έντονη παράδοση σε αυτόν τον τομέα. Με καλές και κακές συνέπειες. Πολλές φορές για παράδειγμα, γινόταν υπερβολική ταύτιση του μαθήματος με τα μοντέλα. Αυτό δεν επέτρεπε σε άλλες εικαστικές εκφάνσεις να λειτουργήσουν ισότιμα. Από την άλλη όμως, το μάθημα αυτό μας εντάσσει σε μία διαδικασία μελέτης και άσκησης, που άλλες ασκήσεις δεν μπορούν να το κάνουν».
– Τι είναι αυτό που κάνει το ανθρώπινο σώμα τόσο σημαντικό για κάποιον νεοεισερχόμενο φοιτητή;
«Το ανθρώπινο σώμα είναι κάτι που συναντάμε στην πραγματικότητα και μοιραία το αντιμετωπίζουμε και στην καθημερινότητά μας. Αν μπορεί κανείς να μιλήσει για τρεις μεγάλες θεματικές στην ιστορία της τέχνης από την αρχαιότητα έως και σήμερα, το πρώτο είναι το σώμα. Τα άλλα δύο είναι η νεκρή φύση και το τοπίο».
– Πόσο εύκολο είναι να καθίσει κάποιος φοιτητής απέναντι σε ένα γυμνό μοντέλο;
«Είναι όπως ο γιατρός όταν έχει τον ασθενή μπροστά του για να τον εξετάσει. Το μεγαλύτερο ποσοστό των σπουδαστών προέρχεται από φροντιστήρια, απ’ όπου ήδη έχει λάβει μία εξοικείωση με τα μοντέλα».
– Υπάρχουν στιγμές αμηχανίας;
«Όχι. Τα μοντέλα είναι ένα μέρος του περιβάλλοντος της σχολής. Μάλιστα, μέχρι πριν από πέντε περίπου χρόνια είχαμε πολλά περισσότερα μοντέλα στη Σχολή. Η οικονομική κρίση όμως έπληξε και τα μοντέλα, καθώς τους ζητήθηκε να εργάζονται υπό το καθεστώς ελεύθερου επαγγελματία με μπλοκάκι, ενώ προηγουμένως είχαν σταθερή εργασία.
Χαρακτηριστικό είναι ότι υπήρχαν μοντέλα που συνεργάζονταν με τη σχολή επί 30 ή 35 συνεχή έτη και αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να συνεργαστούν υπό αυτό το καθεστώς. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της σχολής».
– Η Καλών Τεχνών δεν απευθύνεται προφανώς σε κάποιο πρακτορείο μοντέλων, ζητώντας καλλίπυγους καλλονές ή δίμετρους άνδρες με καλοσχηματισμένους κοιλιακούς, έτσι δεν είναι;
«Όχι. Σε καμία περίπτωση. Δεν έχει σημασία η ομορφιά. Μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Κι αυτό γιατί μας ενδιαφέρουν ακόμα και οι ατέλειες. Ακόμα και ένα εύσωμο μοντέλο ή σε ειδικές περιπτώσεις μοντέλα με ανατομικές ατέλειες ή δυσμορφίες. Στην τελευταία περίπτωση εάν κάποιος έχει σωματικές ατέλειες, το σχέδιο παρέχει διαφορετικού τύπου πληροφορίες. Αν ζωγραφίζουμε νάνους είναι εντελώς διαφορετικό από το να ζωγραφίζουμε τυπικά το ανθρώπινο σώμα. Συνήθως όμως προσπαθούμε να έχουμε ένα σώμα που μας επιτρέπει να προβούμε σε σχεδιαστικές ερμηνείες. Πολλές φορές μοντέλα που είναι πιο παχουλά ή σκελετωμένα, μπορεί να είναι πιο ενδιαφέροντα από εικαστικής πλευράς σε σχέση με μοντέλα που διαθέτουν αψεγάδιαστη εξωτερική εμφάνιση».
– Πώς γίνεται η συνεργασία με τα μοντέλα;
«Παλαιότερα υπήρχε σωματείο μοντέλων της Σχολής Καλών Τεχνών. Πλέον όλοι δουλεύουν με δελτίο παροχής υπηρεσιών. Και εκ των πραγμάτων έχουν έρθει πολλά νέα μοντέλα στη Σχολή. Καλούμαστε λοιπόν να εξοικειωθούμε με καινούργια πρόσωπα και αυτά από την πλευρά τους να εξοικειωθούν μαζί μας.
Αν έρθετε εσείς στην αρχή να ποζάρετε, θα σας είναι λίγο ξένο στην αρχή. Ωστόσο μετά από 15 ημέρες δεν θα σας είναι πια καθόλου ξένο. Οι ενδιαφερόμενοι απευθύνονται στη διοίκηση της Σχολής, ενώ μέσω κάποιων προκηρύξεων που εκδίδονται κατά καιρούς προχωράμε σε προσλήψεις νέων μοντέλων».
– Σε τι βαθμό έχουν επηρεάσει τη Σχολή οι οικονομικές δυσκολίες αν υποθέσουμε ότι η τέχνη πρέπει να λειτουργεί έξω από φραγμούς και ιδίως έξω από οικονομικούς φραγμούς;
«Πριν από πέντε χρόνια περίπου, ο προϋπολογισμός της Σχολής ετησίως ήταν 5.400.000 ευρώ. Πλέον ο προϋπολογισμός ανέρχεται σε 750.000 ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να καλύψουμε ακόμα και βασικά λειτουργικά μας έξοδα, όπως η θέρμανση, η ύδρευση, η συντήρηση και αρκετές ακόμα υποχρεώσεις.
Αν κάποτε για παράδειγμα έβαφε κάποιος έναν τοίχο της Σχολής, την επόμενη ημέρα είχαμε τα χρώματα για να τον αποκαταστήσουμε. Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό. Παρόλ’ αυτά έχει αλλάξει το επίπεδο σεβασμού προς τις εγκαταστάσεις από τους ίδιους τους σπουδαστές, οι οποίοι προέχουν πολύ περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν.
Τα πράγματα είναι αρκετά ασφυκτικά. Και τα προβλήματα πολύ περισσότερα. Μειώθηκαν ακόμα και οι παροχές σε υλικά ή περικόπηκαν εκπαιδευτικές εκδρομές στο εξωτερικό, οι οποίες ήταν πολύ σημαντικές για την εκπαίδευση των φοιτητών.
Ένα ακόμα ζήτημα είναι ότι σημαντικό κομμάτι του διδακτικού προσωπικού συνταξιοδοτήθηκε με την πάροδο των ετών, χωρίς να έχει αντικατασταθεί, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να παρουσιάζονται σοβαρές ελλείψεις σε έμψυχο δυναμικό.
Παρόλ’ αυτά το ενδιαφέρον των υποψηφίων για την Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας παραμένει αρκετά έντονο. Αν αναλογιστείτε το γεγονός ότι δημιουργήθηκαν και άλλα τμήματα αργότερα σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, η Φλώρινα ή τα Γιάννενα το ποσοστό των επιτυχόντων είναι στα επίπεδα του ένας στους δέκα».
Στην Καλών Τεχνών με μειωμένο προϋπολογισμό περίπου κατά το 1/8 σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, τα μοντέλα συνεχίζουν να θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς της.
Πτυχιούχοι, σπουδαστές, καλλιτέχνες, καθημερινοί άνθρωποι επιλέγουν να απεκδύονται χωρίς ενδοιασμό. Δεν περιμένουν να ακούσουν τον χαρακτηριστικό επαναλαμβανόμενο ήχο του κλείστρου κάποιας φωτογραφικής μηχανής. Ούτε να αντικρίσουν τον εαυτό τους στο εξώφυλλο κάποιου περιοδικού.
Στέκονται ακίνητα και υπομονετικά, περιμένοντας την εντολή του επιβλέποντα καθηγητή για να αλλάξουν πόζα. Κι όταν αυτή ολοκληρωθεί, να βρεθούν σε μία άλλη και αργότερα στην επόμενη. Θυμίζοντας πως η τέχνη είναι κάτι ζωντανό, απτό, πραγματικό και πώς το ανθρώπινο σώμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέρος αυτής, το μέσο για την υλοποίησή της.
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr