Πολιτική και πόλεμος έχουν αποτελέσει εδώ και αιώνες σημεία-κλειδιά για την πτώση αρκετών κυρίαρχων εθνών, αν και οι κακές οικονομικές αποφάσεις δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα, καθώς οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην κάμψη των ισχυρών, στην πείνα του λαού και σε επαναστάσεις που αλλάζουν τελικά τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας.
Οι συνέπειες της κατάρρευσης θεσμών και εθνικών οικονομιών επηρεάζουν το παγκόσμιο επιχειρηματικό κλίμα, καθώς τέτοια τρανά παραδείγματα αποτυχημένων κινήσεων μόνο σπάνια δεν είναι στο διάβα του ιστορικού χρόνου.
Με τη νέα παγκόσμια κρίση να πιέζει πλέον αρκετά έθνη του πλανήτη να πάρουν δραστικά μέτρα και τη χώρα μας να έχει βρεθεί για τα καλά μπλεγμένη στον κυκεώνα των εξελίξεων, ώρα να ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν για να δούμε πόσο μαντάρα τα έχει κάνει συχνά-πυκνά η ανθρωπότητα σε όρους οικονομίας!
Η σημερινή συζήτηση για τον περιορισμό της κρίσης που μαστίζει (και) την Ευρωζώνη και τα σφιχτά δημοσιονομικά μέτρα που καλούνται να πάρουν οι χώρες-μέλη θυμίζουν πολύ αντίστοιχες κρίσεις της Ιστορίας, σωστά κραχ δηλαδή που είχαν τις ρίζες τους σε ακόμα πιο περίεργα και σαφώς γεμάτα ψεγάδια συστήματα.
Από τον Μεσαίωνα μέχρι και τις μέρες μας, η οικουμένη φαίνεται να μετρά συνεχώς οικονομικές κρίσεις και πυροδοτούμενους πανικούς των αγορών, αν και κάποιες καταρρεύσεις παραμένουν ορόσημο τόσο για την ίντριγκα όσο και τον ιδιαίτερο αντίκτυπό τους.
Οικονομικά φρακαρίσματα δηλαδή όπως…
Η Τράπεζα των Μεδίκων και τα λάθη που γκρέμισαν ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του Μεσαίωνα
Η περίφημη Τράπεζα των Μεδίκων ήταν κατά την ακμή της ένα από τα πλέον αξιοσέβαστα τραπεζικά ιδρύματα που γνώρισε ποτέ η υφήλιος. Η τρανή αναγεννησιακή οικογένεια των Μεδίκων επαναστατικοποίησε τη λογιστική αλλά και τον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κλάδο εφαρμόζοντας ένα σύστημα διπλών καταγραφών πιστώσεων και χρεώσεων, κάτι που αποτελεί μέχρι και σήμερα τη ραχοκοκαλιά του τραπεζικού τομέα.
Το δανειακό κατάστημα των Μεδίκων γιγαντώθηκε σύντομα (τέλη του 14ου αιώνα) σε τέτοια μεγέθη που επέτρεπε πια στον φλωρεντίνικο οίκο να αναμειχθεί ενεργά στην πολιτική τόσο στο εσωτερικό του βασιλείου όσο και σε άλλες κραταιές χώρες της Ευρώπης. Αυτή ωστόσο η πολιτική εμπλοκή του οίκου θα σήμαινε ταυτοχρόνως και την αρχή της πτώσης του, καθώς πλέον το κέντρο βάρους είχε μετακομίσει από τον τραπεζικό κλάδο στη διεθνή διπλωματία. Τα χαμηλά ταμειακά αποθέματα της τράπεζας (γύρω στο 10% των περιουσιακών της στοιχείων), που την έκαναν να δουλεύει στα αφερέγγυα «κόκκινα», και ο χαμηλός λόγος των δανειακών της κεφαλαίων σε σχέση με την καθαρή της θέση έφεραν προβλήματα στην απρόσκοπτη λειτουργία της τράπεζας.
Ο Λορέντζο των Μεδίκων επέβαλε τότε βαρύτερους φόρους στους κατοίκους της Φλωρεντίας για να σώσει το ίδρυμά του, αν και η διαφθορά (κατάχρηση καταπιστευμάτων), οι κακές επενδυτικές κινήσεις και η πενιχρή διοίκηση της τράπεζας θα την έφερναν στο χείλος της χρεοκοπίας το 1494. Η τράπεζα διαλύθηκε και πήρε μαζί της και τον μεγαλοπρεπή οίκο: στην ακμή της, η τράπεζα είχε εκτοξεύσει την περιουσία των Μεδίκων στα 122.669 φιορίνια, με το ποσό να κατακρημνίζεται στα 57.930 φιορίνια κάτω από τη διακυβέρνηση του Λορέντζο. Και κάτι ακόμα: η κατάχρηση της τράπεζας στο καταπίστευμα του γάλλου βασιλιά Καρόλου Η’ επέφερε διεθνείς επιπτώσεις με το οριστικό της λουκέτο…
Οι ισπανοί κατακτητές εισάγουν χρυσό και ασήμι σε τέτοιους ρυθμούς που καταλήγουν σε πρωτόγνωρο πληθωρισμό
Μετά την περίφημη ανακάλυψη του Χριστόφορου Κολόμβου, οι κονκισταδόρες άρχισαν από την πρώτη στιγμή να αναζητούν χρυσό και πολύτιμα μέταλλα στον Νέο Κόσμο. Για δεκαετίες ολόκληρες οι άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές της Αμερικής προμήθευαν αφειδώς τους Ισπανούς και σύντομα τους μετέτρεψαν σε ένα από τα πλέον κραταιά έθνη της οικουμένης.
Μέχρι το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα όμως, οι ισπανοί κατακτητές είχαν αυξήσει την εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων σε πρωτόγνωρα επίπεδα, ξεγυμνώνοντας ολόκληρο το Περού από χρυσό και ασήμι! Τα υπερπολύτιμα για τους Ευρωπαίους αλλά άχρηστα στους γηγενείς μέταλλα στέλνονταν με καραβιές στην Ισπανία, πλουτίζοντας τη χώρα, αν και σύντομα θα διαφαινόταν το οφθαλμοφανές σήμερα μειονέκτημα: ο πληθωρισμός των τιμών! Ο πληθωρισμός και οι υψηλοί φόροι κουτσούρεψαν την ισπανική οικονομία, την ίδια στιγμή που η μερίδα του λέοντος του νεοαποκτηθέντος πλούτου πήγαινε στη συνεχή πολεμική προσπάθεια.
Τα τεράστια αποθέματα χρυσού και ασημιού που κατέκλυσαν την Ευρώπη έριξαν τις τιμές του χρήματος στα τάρταρα και οδήγησαν σε υπερπληθωρισμό ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ισπανία πτώχευσε για τέταρτη φορά το 1596, κάτι που οδήγησε όπως ξέρουμε στην απώλεια των κτήσεών της στην Αμερική, με τους Άγγλους, τους Γάλλους και τους Ολλανδούς να καταλαμβάνουν τα ερείσματά της στον Νέο Κόσμο. Ήταν ο ασύγκριτος πλούτος που έφερε εδώ την καταστροφή!
Η «Φούσκα της Μισισιπή», οι φορολογούμενοι που πληρώνουν τα σπασμένα και ο υπαίτιος που το έσκασε από τη Γαλλία
Όταν πέθανε ο Λουδοβίκος ΙΔ’, η γαλλική οικονομία παράδερνε πια από την εξαντλητική χρηματοδότηση των πολέμων που είχε προκαλέσει ο βασιλιάς στα πέρατα της Ευρώπης. Τα θησαυροφυλάκια ήταν τόσο άδεια που χρυσός δεν υπήρχε ούτε για να κοπούν νέα νομίσματα. Και εδώ μπαίνει ο σκοτσέζος οικονομολόγος Τζον Λο, σύμβουλος της γαλλικής κυβέρνησης, ο οποίος πρότεινε την ίδρυση κεντρικής τράπεζας για να τυπωθεί χάρτινο πλέον χρήμα.
Η Banque Generale ιδρύθηκε πράγματι, ήταν όμως μια ιδιωτική τράπεζα που λειτουργούσε ως η πρώτη ποτέ κεντρική τράπεζα της Γαλλίας. Ταυτοχρόνως, ο Λο επέβλεπε την είσπραξη των φόρων για λογαριασμό της κυβέρνησης και ήταν επιφορτισμένος με το τύπωμα χρήματος, αν και τύπωσε τόσα τραπεζογραμμάτια που εκτιμούνταν πια σε 5 φορές τον κρατικό πλούτο της Γαλλίας! Το μόνο που έλειπε ήταν μια πηγή εσόδων σε σκληρό νόμισμα, η οποία θα στήριζε την έκδοση των τραπεζογραμματίων. Η πηγή βρέθηκε και δεν ήταν άλλη από την εταιρία Μισισιπή, που αργότερα μετονομάστηκε σε Compagnie des Indes (1719), και κατείχε το μονοπώλιο τόσο στον γαλλικό καπνό όσο και το αφρικανικό δουλεμπόριο, κάτι που έκανε τις μονοπωλιακές προοπτικές της για πλουτισμό πρωτόγνωρες στα επιχειρηματικά χρονικά του 18ου αιώνα.
Ήταν όμως και το άλλο: η φίρμα υποτίθεται ότι θα αποκτούσε τα αποκλειστικά δικαιώματα για τα τεράστια αποθέματα χρυσού που υπήρχαν στην αμερικανική Πολιτεία της Λουιζιάνα. Αποδείξεις για την ύπαρξη χρυσού δεν υπήρχαν (ούτε έχει βρεθεί χρυσός στη Λουιζιάνα μέχρι και σήμερα!), αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα για τους φρενιασμένους επενδυτές εκείνης της εποχής. Κι έτσι η μετοχή της μετατράπηκε σε άγιο δισκοπότηρο του χρηματιστηρίου, κάτι που ώθησε την τιμή της σε επίπεδα ιστορικού ρεκόρ, για τέτοια ζήτηση μιλάμε (έφτασε να αξίζει τον Ιανουάριο του 1720 κάπου 36 φορές περισσότερο από την αρχική της αξία)!
Το χρηματιστήριο ανθούσε εξάλλου ταυτοχρόνως με την εταιρία και η γαλλική κυβέρνηση τύπωσε περισσότερο χρήμα για να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο μερίδιο στον κολοσσό του Λο. Σκηνές αλλοφροσύνης διαδραματίζονταν στον δρόμο του Παρισιού όπου βρισκόταν το χρηματιστήριο και κανείς δεν φαινόταν να απασχολείται με το βαρετό γεγονός ότι τα τραπεζογραμμάτια που εξέδιδε η τράπεζα -στην οποία ανήκε η εταιρία- δεν υποστηρίζονταν από χρυσό αντίστοιχης αξίας. Ο πληθωρισμός καραδοκούσε ωστόσο στη γωνιά, την ίδια στιγμή που η Compagnie des Indes δεν δικαίωσε τις προσδοκίες πλουτισμού, κάτι που είχε πυροδοτήσει τον χρηματιστηριακό πυρετό. Η μετοχή της κατακρημνίστηκε, πήρε μαζί της το γαλλικό χρηματιστήριο και επέφερε τρομακτικές συνέπειες στα χρηματιστήρια πολλών ακόμα χωρών. Ο Λο εγκατέλειψε επιτόπου τη χώρα την εθνική οικονομία της οποίας είχε κατακρημνίσει, με την υψηλότερη φορολογία να έρχεται τώρα να θεραπεύσει το πρόβλημα του χρέους που άφησε πίσω της τόσο η εταιρία όσο και το καταβαραθρωμένο γαλλικό τραπεζικό σύστημα.
Όταν οι επενδυτές αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί, ένα αγανακτισμένο πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από τα γραφεία της τράπεζας. Δεκαπέντε άτομα έχασαν τη ζωή τους στις συμπλοκές που ξέσπασαν τον Ιούλιο του 1720, ώσπου βγήκε μια ανακοίνωση ότι όχι μόνο οι μετοχές αλλά ούτε και τα τραπεζογραμμάτια μπορούσαν να ανταλλαγούν με χρυσό. Άνθρωποι που πίστευαν ότι είχαν γίνει εκατομμυριούχοι βρέθηκαν ξαφνικά πάμφτωχοι. Την ίδια τύχη είχε και ο Λο, που πέθανε αδέκαρος στη Βενετία. Όσο για τη Γαλλία, θα της έπαιρνε 80 χρόνια για να εισάγει ξανά το χάρτινο χρήμα στην οικονομία της…
Η Τράπεζα των Τραπεζιτών, η κατάρρευση και ο οικονομικός όλεθρος για περισσότερες από 200 επιχειρήσεις
Η Overend, Gurney and Company ήταν μια επενδυτική τράπεζα του Λονδίνου που προεξοφλούσε συναλλαγματικές και έφτασε να μετατραπεί σε μια από τις πιο πετυχημένες εμπορικά τράπεζες που είχε γνωρίσει ποτέ ο πλανήτης. Ακόμα και μέσα στις οικονομικές κρίσεις του καιρού, η κραταιά τράπεζα διατηρούσε τη θέση της με πυγμή, φτάνοντας τελικά να γίνει γνωστή ως «Τράπεζα των Τραπεζιτών», καθώς μπορούσε να δανείζει σε άλλες πιο ευάλωτες οικονομικά τράπεζες τεράστια ποσά.
Ο ιδρυτής της Samuel Gurney ήταν ο ισχυρός άντρας του ιδρύματος και έριχνε πάντα το βάρος στις συναλλαγματικές, αρνούμενος να ασχοληθεί με άλλες εξίσου επικερδείς δραστηριότητες. Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, η νέα διοίκηση αποπειράθηκε να επεκτείνει το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο, ρίχνοντας πια τα κεφάλαιά της σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις παρά στα βραχυπρόθεσμα ταμειακά αποθέματα. Αγαπούσε πλέον εξαιρετικά τις μετοχές σε εταιρίες σιδηροδρόμων, κάτι που θα σηματοδοτούσε την ηχηρή της πτώση. Κι έτσι όταν οι τιμές των μετοχών και των ομολογιών σημείωσαν ελεύθερη πτώση αργότερα στον 19ο αιώνα (και ιδιαίτερα οι τιμές των σιδηροδρομικών εταιριών), η τράπεζα ήταν πλέον στη δίνη της καταστροφής.
Αφού η νέα διοίκηση αρνήθηκε τη χείρα βοηθείας της βρετανικής κυβέρνησης, πάγωσε τις πληρωμές τον Μάιο του 1866, κάτι που προκάλεσε πανικό στις αγορές και κύμα διαδηλώσεων στις τέσσερις γωνιές του Ηνωμένου Βασιλείου! Η επενδυτική τράπεζα κατάρρευσε συμπαρασύροντας στον όλεθρο περισσότερες από 200 επιχειρήσεις, πολλές εκ των οποίων ήταν επίσης τράπεζες τόσο της Αγγλίας όσο και άλλων χωρών. Όσο για τις απώλειες της τράπεζας, εκτιμήθηκαν στο 1 δισ. δολάρια…
Η Συνομοσπονδία περιόρισε τις εξαγωγές βαμβακιού και κατέστρεψε την οικονομία της
Ήταν κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου που η Συνομοσπονδία, οι δυνάμεις του Νότου δηλαδή, ένιωσε ότι χρειαζόταν διπλωματική αναγνώριση από τα ευρωπαϊκά έθνη. Οι κραταιές οικονομίες της Ευρώπης, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, βασίζονταν πολύ στις εισαγωγές βαμβακιού από τις ΗΠΑ, κι εδώ ακριβώς βρήκε η Συνομοσπονδία τον καλύτερο μοχλό πίεσης: οι Νότιοι περιόρισαν τις εξαγωγές βαμβακιού για να εξαναγκάσουν τα άλλα έθνη να αναγνωρίσουν την απόσχισή τους από τις ΗΠΑ.
Ταυτοχρόνως όμως το βαμβάκι ήταν το Νο 1 εξαγώγιμο προϊόν της Αμερικής και η δραστική απόφαση της Συνομοσπονδίας κουτσούρεψε καθοριστικά τα έσοδά της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι δυνάμεις της Ένωσης είχαν αποκλείσει εντωμεταξύ τα περισσότερα λιμάνια του Νότου, κάτι που έκανε τελικά σύσσωμη την εμπορική δραστηριότητα των Νοτίων να εξαφανιστεί από προσώπου γης.
Οι δυο αυτοί παράγοντες οδήγησαν σε αχαλίνωτο πληθωρισμό που έκανε το δολάριο της Συνομοσπονδίας πρακτικά άχρηστο (από τα 90 σεντς που ήταν αρχικά η ισοτιμία του σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο, το νόμισμα του Νότου έφτασε στο τέλος του εμφυλίου να αξίζει λιγότερο από 2 λεπτά!). Την ώρα λοιπόν που ο κύριος στόχος της Συνομοσπονδίας ήταν πολιτικός, ήταν ακριβώς οι κακές οικονομικές στρατηγικές που άφησαν τις πολιτείες του Νότου ερείπια…
Ο Πανικός του 1893 ή πώς ο σιδηρόδρομος και το ασήμι σακάτεψαν την αμερικανική οικονομία
Ο λεγόμενος «Πανικός του 1893» έχει περάσει στα ψιλά της Ιστορίας καθώς επισκιάστηκε από τη Μεγάλη Ύφεση που θα ερχόταν μόλις 30 χρόνια αργότερα, αλλά και από το γεγονός φυσικά ότι ο 19ος αιώνας δυστύχησε να δει τρεις ακόμα οικονομικούς πανικούς! Σε τραγικούς όμως όρους, μόνο η κρίση του 1929 ξεπερνά τον οικονομικό όλεθρο των τελών του 19ου αιώνα, κάτι που εξηγεί τη σαγήνη που συνεχίζει να ασκεί στους οικονομολόγους. Καθώς λοιπόν ο σιδηρόδρομος γινόταν το κυρίαρχο μέσο συγκοινωνίας στις ΗΠΑ, επενδυτές, χρηματιστές και κερδοσκόποι τον αναγόρευσαν στο νέο γκανιάν του χρηματιστηρίου, επενδύοντας τεράστια ποσά στον νέο και πολλά υποσχόμενο αυτό κλάδο.
Πολλές σιδηροδρομικές φίρμες βρέθηκαν έτσι στη δίνη της πλασματικής ανάπτυξης και δεν μπορούσαν πλέον να καλύψουν τις επεκτάσεις των δραστηριοτήτων τους. Η κατάληξη της χρηματιστηριακής φούσκας άρχισε να ξεδιπλώνεται τον Φεβρουάριο του 1893, όταν ο σιδηροδρομικός κολοσσός Philadelphia and Reading Railroad πτώχευσε, αφήνοντας έτσι να φανούν τα πρώτα ζοφερά σημάδια μιας κατάστασης που έμελλε να έχει και συνέχεια. Ο σιδηρόδρομος άρχισε να καταρρέει κάτω από το βάρος της δικής του πρωτόγνωρης ανάπτυξης, καθώς από τη δεκαετία του 1880 είχε γίνει το άγιο δισκοπότηρο των κερδοσκόπων. Την ώρα βέβαια που ο αμερικανικός σιδηρόδρομος γνώριζε το πικρό φαρμάκι των δικών του λαθών, η αγορά ασημιού χτυπούσε ιστορικά χαμηλά. Εδώ και δύο δεκαετίες σχεδόν είχαν ανακαλυφθεί πολλά νέα κοιτάσματα και η υπερ-εξόρυξη είχε ήδη ρίξει τις τιμές στα τάρταρα.
Η αμερικανική κυβέρνηση προσπάθησε να αντιπαρατεθεί με το πρόβλημα αγοράζοντας ασήμι και ελπίζοντας να ανεβάσει τεχνητά την τιμή του, αν και πλέον η κρίση είχε ξεφύγει από κάθε έννοια ελέγχου. Τον Ιούνιο του 1893, το χρηματιστήριο κατέρρευσε και το μέγεθος της πιστωτικής κρίσης ήταν αναπάντεχο. Περισσότερες από 16.000 επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, την ίδια ώρα που η ανεργία άγγιξε το 17-19%. Η οικονομία δεν θα ανέκαμπτε παρά στις αρχές του επόμενου αιώνα…
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, το τύπωμα περίσσιου χρήματος και οι ραγδαίες κοινωνικές εξελίξεις
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο βιομηχανικός κλάδος της Ρωσίας ήταν σμπαράλια και το έθνος στα όρια της χρεοκοπίας, με πρωτόγνωρα κύματα διαδηλώσεων να δονούν την άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία από άκρη σε άκρη. Η αιτία της οικονομικής δυσπραγίας ήταν εδώ το υπέρ το δέον τύπωμα χρήματος για να καλυφθούν τα πολεμικά ελλείμματα, με την ταυτόχρονη κατακρήμνιση των μισθών και την ανεργία που γνώριζε πια αναπάντεχα υψηλά επίπεδα.
Το εθνικό χρέος της Ρωσίας εκτινάχθηκε στα 50 δισ. ρούβλια, κάπου 2,9 τρισ. δολάρια σε σημερινές τιμές! Η αποσάθρωση της ρωσικής οικονομίας οδήγησε σε βαθιές ρωγμές στον κοινωνικό ιστό, κάτι που επέτρεψε στις παραστρατιωτικές ομάδες να βυθίσουν τη χώρα στον εμφύλιο και να γεννηθεί από τις στάχτες της άλλοτε αυτοκρατορίας η «κόκκινη» Σοβιετική Ένωση…
Η Μαύρη Τρίτη του 1929, το χρηματιστηριακό κραχ και οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία
Παρά τους τόνους μελάνης που έχουν χυθεί για την κρίση του 1929, οι ακριβείς αιτίες είναι μέχρι και σήμερα αντικείμενο έριδας και διαξιφισμών, αν και η μεγαλειώδης φύση της ύφεσης ήταν αποτέλεσμα μιας χούφτας κακών αποφάσεων. Και συγκεκριμένα το Δασμολόγιο Smoot-Hawley, που εκτόξευσε τους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα στις ΗΠΑ σε επίπεδα ρεκόρ. Το κραχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο του 1929, γνωστό ως Μεγάλο Κραχ, ακολούθησε την περίοδο ανόδου και ευφορίας που είχε ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας και είχε κορυφωθεί τον Αύγουστο του 1929.
Οι τιμές των μετοχών έπεφταν από τον Σεπτέμβριο, αλλά η πτώση τους άρχισε να γίνεται απότομη στις 18 Οκτωβρίου. Πραγματικός πανικός κατέλαβε τους επενδυτές στις 24 Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποία διακινήθηκαν 13 εκατ. μετοχές περίπου (αριθμός ρεκόρ για την εποχή!). Ύστερα από εκείνη τη «Μαύρη Πέμπτη», ακολούθησαν μια «Μαύρη Δευτέρα» και μια «Μαύρη Τρίτη» (29 Οκτωβρίου 1929), κατά την οποία διακινήθηκαν 16 εκατ. μετοχές και το χρηματιστήριο κατέρρευσε. Η κατρακύλα δεν θα σταματούσε όμως εδώ, καθώς η υψηλότατη δασμολόγηση προωθήθηκε ακόμα περισσότερο το 1930, στην προσπάθεια της κυβέρνησης να τονώσει την εγχώρια βιομηχανία, αν και το αποτέλεσμα θα ήταν το παγκόσμιο εμπόριο να κατακρημνιστεί στο 50%, η ανεργία να αγγίξει στο εσωτερικό των ΗΠΑ το 25% και οι κλυδωνισμοί να επηρεάσουν όλες τις χώρες της Δύσης. Και σαν να μην έφτανε η έλλειψη εισαγόμενων προϊόντων και η πρωτόγνωρη ανεργία, ήρθε και η ξηρασία στις γεωργικές μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, που έβλαψε τις καλλιέργειες ακόμα περισσότερο, αναγκάζοντας τις τιμές να πέσουν στο μισό και πλέον της αρχικής τους αξίας.
Η πτώση συνεχίστηκε σταθερά για χρόνια και οι μετοχές έχασαν ως και το 90% της αξίας τους. Το κραχ του 1929 έχει μείνει τόσο βαθιά χαραγμένο στη συλλογική μνήμη επειδή επίσπευσε εν μέρει τη Μεγάλη Ύφεση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και έπληξε για μια δεκαετία όλες τις βιομηχανοποιημένες χώρες. Την καταστροφή των μεμονωμένων επενδυτών ακολούθησαν η πτώχευση τραπεζών και η μείωση της ζήτησης για αγαθά, άρα και της παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Μεγάλη Ύφεση διάρκεσε από το 1929 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940, με περισσότερες από 9.000 τράπεζες να καταρρέουν στη δεκαετία του 1930 σε παγκόσμιο επίπεδο. Την αποφράδα μάλιστα Μαύρη Τρίτη του 1929, οι χρηματιστηριακοί επενδυτές έχασαν περισσότερα από 40 δισ. δολάρια και θα χρειάζονταν 25 ολόκληρα χρόνια για να ξαναπάρουν οι μετοχές την αξία που είχαν πριν από το κραχ: μόνο το 1954 κατάφερε ο Dow Jones να φτάσει στα επίπεδα του φθινοπώρου του 1929…
Η Βρετανική Αυτοκρατορία καταρρέει και τα πολεμικά χρέη οδηγούν σε ραγδαία από-αποικιοποίηση
Ήταν τα υπέρογκα χρέη που έφερε ο συνεχής πόλεμος των αποικιοκρατικών δυνάμεων που οδήγησαν στην πτώση του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι ΗΠΑ δάνεισαν στους Βρετανούς 1 δισ. δολάρια σε βασικά αγαθά για να βοηθήσουν στην ανασυγκρότηση της οικονομίας τους, ένα τεραστίων διαστάσεων ποσό που αποπληρώθηκε μάλιστα πλήρως μόλις το 2006! Το περίφημο Βασιλικό Ναυτικό που κυριαρχούσε στις θάλασσες της οικουμένης από το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων αναγκάστηκε να διαλυθεί, την ίδια ώρα που το άνευ προηγουμένου κύμα απο-αποικιοποίησης οδήγησε σε εδαφικές και πολιτικές καταστάσεις οι επιπτώσεις των οποίων είναι μέχρι και σήμερα ορατές (όπως ας πούμε η διαμάχη Ισραήλ και Παλαιστίνης).
Αυτονομιστικά κινήματα ξέσπασαν μαζικά σε Αφρική και Ασία, στις πρώην κτήσεις των Βρετανών, την ίδια στιγμή που οι ηγέτες των χωρών της Μέσης Ανατολής ανατράπηκαν από τους θρόνους τους. Η ανεξαρτησία των εθνών από τον βαρύ αγγλικό ζυγό ήταν αναμφίβολα θετική εξέλιξη για την ιστορία τους, αν και η παταγώδης πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας υπό το επαχθές οικονομικό βάρος του Β’ Παγκοσμίου άφησε πολλά διπλωματικά και πολιτικά θέματα άλυτα, τους τριγμούς των οποίων νιώθει ο πλανήτης μέχρι και τις μέρες μας. Και επειδή τα νούμερα έχουν τη δική τους σημασία, το 1949 ο λόγος του βρετανικού χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας ήταν πάνω από 250%!
Η Τουλιπομανία χτυπά την Ολλανδία
Αναμφίβολα η πιο περίεργη και τρελή οικονομική κρίση που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, η Τουλιπομανία συνεχίζει να κρατά τα σκήπτρα ως η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη οικονομική φούσκα! Όταν λοιπόν η τουλίπα πρωτοεισήχθηκε στις Κάτω Χώρες στις αρχές του 17ου αιώνα, το ωραίο λουλούδι που ερχόταν από τη μακρινή Τουρκία έγινε αμέσως δημοφιλές, αν και παρέμενε ακριβό. Όχι ότι αυτό περιόρισε την καταναλωτική φρενίτιδα των Ολλανδών, φτάνοντας να μιλάμε για σωστή τουλιπομανία! Η ζήτηση για τουλίπες διαφόρων χρωμάτων ξεπέρασε την προσφορά και οι τιμές των βολβών σπάνιων ποικιλιών εκτινάχθηκαν στα ύψη.
Την ίδια βέβαια στιγμή και καθώς οι τουλίπες καλλιεργούνται σε συγκεκριμένες περιοχές του έτους, οι Ολλανδοί σκάρωσαν ένα νέο είδος αγοράς: όταν οι τουλίπες δεν ήταν διαθέσιμες, οι καταναλωτές μπορούσαν να εξασφαλίσουν προκαταβολικά και με το αζημίωτο πάντα δικαιώματα απόκτησής τους όταν θα επανεμφανίζονταν οι βολβοί στην αγορά. Τότε είναι που μπήκαν στο παιχνίδι οι επιτήδειοι κερδοσκόποι και οδήγησαν την τιμή του λουλουδιού σε επίπεδα-σοκ: μέχρι το 1630, ένας και μοναδικός βολβός κάποιας σπάνιας ποικιλίας τουλίπας (υπάρχουν 160 ποικιλίες) ήταν αρκετός για να προικίσει μια νύφη! Βολβοί λέγεται ότι ανταλλάχθηκαν με άμαξες, ακόμη και με μια ολόκληρη ανθηρή ζυθοποιία, για τέτοια μανία μιλάμε.
Στο διάστημα 1633-1637, όταν και ξέφυγε το πράγμα, κάποιες τουλίπες πωλούνταν στο δεκαπλάσιο των ετήσιων αποδοχών του μέσου εργάτη, ενώ το 1636 ένας ιδιαίτερος βολβός κόστιζε ως και 4.600 φιορίνια, την ίδια στιγμή που ένα πρόβατο μόλις 10 φιορίνια! Και τότε (Φεβρουάριος 1637) ήρθε το ηχηρό σπάσιμο της φούσκας, όταν εκφράστηκαν στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ οι πρώτες αμφιβολίες για το αν η τιμή της τουλίπας θα συνέχιζε να αυξάνεται. Αυτό ήταν, σχεδόν εν μια νυκτί η τιμή της τουλίπας κατέρρευσε, γιατί ξαφνικά όλοι ήθελαν να πουλήσουν και κανείς να αγοράσει.
Αναρίθμητες ολλανδικές οικογένειες καταστράφηκαν και η οικονομία της χώρας εισήλθε σε περίοδο βαθιάς ύφεσης, παρασύροντας μαζί της στον χαμό πολλές περιουσίες. Κι αυτό γιατί σπίτια, κτήματα και επιχειρήσεις είχαν πουληθεί ή υποθηκευτεί προκειμένου οι ιδιοκτήτες τους να εξοικονομήσουν χρήματα για να αγοράσουν βολβούς, οι οποίοι μπορούσαν εύκολα να καλλιεργηθούν και να προσφέρουν ακόμη περισσότερους πολύτιμους βολβούς, καθώς οι τουλίπες αγοράζονταν και πωλούνταν αμέσως σε ακριβότερη τιμή, ξανά και ξανά, χωρίς καν να έχουν ξεμυτίσει από το χώμα…
Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr